To Τείχος του Βερολίνου , ήταν τμήμα των ενδογερμανικών συνόρων, δηλαδή των συνόρων που χώριζαν τη Γερμανία σε δύο κράτη, στην περιοχή του Βερολίνου. Υπήρξε το γνωστότερο σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου και της διαίρεσης της Γερμανίας, ως επιστέγασμα του αποκλεισμού του Βερολίνου που είχε αρχίσει το 1948. Από τη σύσταση της Ανατολικής Γερμανίας, άρχισαν να διαφεύγουν Ανατολικογερμανοί πολίτες προς την Δυτική Γερμανία με αυξανόμενους ρυθμούς. Ήδη από το 1952 τα ενδογερμανικά σύνορα προστατεύονταν με συρματοπλέγματα και φυλάσσονταν. Σε μια παραμεθόρια ζώνη πλάτους πέντε χιλιομέτρων επιτρεπόταν να εισέλθουν μόνον όσοι είχαν ειδική άδεια και τέτοια άδεια δόθηκε κυρίως στους μόνιμους κατοίκους της περιοχής. Κοντά στα σύνορα υπήρχε επιπλέον μια λωρίδα πλάτους 500 μέτρων και δίπλα στη συνοριακή γραμμή ένας δρόμος πλάτους 10 μέτρων για την κίνηση των περιπόλων. Τα σύνορα ανάμεσα στον ανατολικό και το δυτικό τομέα του Βερολίνου ήταν τα μόνα που παρέμεναν ανοιχτά, σαν οπή διαφυγής, καθώς διέσχιζαν τον πολεοδομικό ιστό της πόλης και δεν μπορούσαν να ελεγχθούν. Οι άνθρωποι, που εγκατέλειψαν τη ΛΔΓ και το Ανατολικό Βερολίνο μεταξύ 1949 και 1961, ανέρχονται σε 2,6 εκατομμύρια.

ΕΝΑ ΚΑΛΑ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Τα σχέδια για την ανέγερση τείχους στο Βερολίνο ήταν ένα από τα πιο καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Το τείχος χτίστηκε με εντολή της ηγεσίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας) από οικοδόμους υπό την προστασία και την επιτήρηση της αστυνομίας και του στρατού. Το τείχος που χώριζε την πόλη σε Ανατολική και Δυτική ήταν το αποτέλεσμα του ψυχρού πολέμου. Κτίστηκε από την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας για να αποτρέψει τους πολίτες της να αυτομολούν από την Ανατολή στη Δύση.

Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ

Τη νύχτα από 12 προς 13 Αυγούστου 1961 μονάδες του Εθνικού Λαϊκού Στρατού, 5.000 συνοριοφύλακες, 5.000 αστυνομικοί και 4.500 μέλη των Εργατικών Ομάδων Μάχης άρχισαν να κλείνουν τους δρόμους και τις τροχιές των μέσων μεταφοράς προς το Δυτικό Βερολίνο. Οι σοβιετικές δυνάμεις παρέμεναν σε συναγερμό μάχης σταθμευμένες στις μεθοριακές διαβάσεις που προβλέπονταν για τους Συμμάχους. Όλες οι συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης διακόπηκαν.

ΖΩΕΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ

Υπεύθυνος για την ανέγερση του πρώτου προσωρινού Τείχους ήταν ο Εριχ Χόνεκερ, διάδοχος του Ούλμπριχτ. Οι κατασκευαστές του ακολούθησαν ακριβώς τη συμφωνία μοιρασιάς του Βερολίνου με τους Δυτικούς συμμάχους. Αποτέλεσμα, σπίτια να κοπούν στη μέση, γειτονιές να χωριστούν, άνθρωποι να παγιδευτούν ξαφνικά στην ανατολική μεριά χωρίς προοπτική να ξαναδούν τους δικούς τους. Εκείνες τις ημέρες του Αυγούστου το 1961 στο κέντρο του Βερολίνου εξελίχθηκαν δραματικές καταστάσεις που σημάδεψαν για πάντα όσους τις έζησαν. Στα χρόνια που ακολούθησαν το Τείχος και οι συνεχείς εξελίξεις του έγιναν μια μορφή ψύχωσης για το καθεστώς του Ανατολικού Βερολίνου. Τα τούβλα αντικαταστάθηκαν από ειδικής κατασκευής πλάκες από μπετόν ύψους 4 μέτρων. Οσα κτήρια υπήρχαν δίπλα στο Τείχος από την ανατολική του πλευρά γκρεμίστηκαν και δημιουργήθηκε μια ζώνη σκεπασμένη με άμμο, που ονομάστηκε «νεκρή ζώνη». Εκεί μπορούσαν να περιπολούν μόνο συνοριακοί φύλακες. Οποιος πολίτης βρισκόταν μέσα στη νεκρή ζώνη, δύσκολα επιζούσε. Τη ζώνη αυτή ακολουθούσε ένα μικρότερο τείχος ύψους τριών μέτρων.

ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ

Στα 28 χρόνια της ύπαρξής του τουλάχιστον 86 άνθρωποι βρήκαν το θάνατο στο τείχος στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Τις πρώτες θανάσιμες βολές δέχτηκε στις 24 Αυγούστου 1961, έντεκα μέρες μετά το κλείσιμο των συνόρων, ο εικοσιτετράχρονος Γκύντερ Λίτφιν , που πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού Φρίντριχστράσε κατά την απόπειρά του να διαφύγει. Ο Πέτερ Φέχτερ πέθανε από αιμορραγία στις 17 Αυγούστου 1962 στη νεκρή ζώνη. Με συνολικά 40 πυροβολισμούς σκοτώθηκαν το 1966 δύο παιδιά ηλικίας 10 και 13 ετών. Το τελευταίο θανάσιμο συμβάν, κατά το οποίο πέθανε από αιμορραγία ο Κρις Γκέφροϋ, σημειώθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1989. Σύμφωνα με εκτιμήσεις 75.000 άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια της ΛΔΓ με την κατηγορία της «εγκατάλειψης της χώρας».Σε επεισόδια στο τείχος έχασαν τη ζωή τους και συνοριοφύλακες. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του στρατιώτη Ράινχολντ Χουν , που πυροβολήθηκε από ένα βοηθό σε κάποια απόπειρα διαφυγής. Αυτά τα συμβάντα τα εκμεταλλεύονταν οι υπεύθυνοι της κρατικής προπαγάνδας για να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων την ανέγερση του τείχους.

ΚΕΝΕΝΤΙ: “ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΒΕΡΟΛΙΝΕΖΟΣ”

Στις 26 Ιουνίου του 1963 , ο Τζον Κένεντι επισκέφθηκε την Ευρώπη, στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του, σε μια καλά οργανωμένη επιχείρηση γοητείας. Πουθενά δεν τον υποδέχθηκαν με τέτοιον ενθουσιασμό όσο στο Δυτικό Βερολίνο. Μίλησε στα σκαλιά του Δημαρχείου του Βερολίνου, μόλις μερικά μέτρα μακριά από το Τείχος, το οποίο είχε χτίσει η Ανατολική Γερμανία 22 μήνες νωρίτερα. Κατήγγειλε το κομμουνιστικό καθεστώς και δείχνοντας το Τείχος είπε το «Ως ελεύθερος άνθρωπος, είμαι ένας Βερολινέζος».

Ρ. ΡΙΓΚΑΝ: “ΚΥΡΙΕ ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ΓΚΡΕΜΙΣΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ”

Στις 12 Ιουνίου 1987, ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν κάνει το μεγάλο βήμα. Επισκεπτόμενος το Βερολίνο, επιλέγει να μιλήσει μπροστά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, σήμα κατατεθέν της γερμανικής πόλης, αλλά και του διχασμού της. Μπορεί να μη δήλωσε “Βερολινέζος“, όπως είχε κάνει ο Τζον Φ. Κένεντι ακριβώς 24 χρόνια πριν, τον Ιούνιο του 1963 , ωστόσο δεν δίστασε να υπερθεματίσει. Απευθυνόμενος ο Ρίγκαν στον Σοβιετικό ηγέτη και ενώπιον εκατοντάδων χιλιάδων κόσμου, καλεί ευθέως τον Γκορμπατσόφ να γκρεμίσει το Τείχος και ουσιαστικά να τελειώσει τον Ψυχρό Πόλεμο που μόνο κακό έκανε στην ανθρωπότητα με τις συνεχείς απειλές του.

Η ΠΤΩΣΗ

Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσώφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.

ΣΥΜΒΟΛΟ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Το Τείχος του Βερολίνου ήταν το σύμβολο Ψυχρού Πολέμου και σύμφωνα με την ακραία αντικομουνιστική ορολογία «μνημείο του Σιδηρού Παραπετάσματος». Το τείχος του Βερολίνου δεν χώρισε μόνο μια πόλη αλλά μια ολόκληρη εποχή σε δύο κομμάτια με αγεφύρωτες αντιθέσεις που σφράγισαν το τελευταίο μισό του 20ου αιώνα. Το Τείχος έγινε το σύμβολο του χωρισμού, του χωρισμού της Γερμανίας, του χωρισμού της Ευρώπης, του χωρισμού των κομμουνιστών ανατολικών από τους δημοκράτες δυτικούς. Οι μεν ανατολικοί παρουσίαζαν το Τείχος σαν ένα προστατευτικό κέλυφος γύρω από το Ανατολικό Βερολίνο και οι δε δυτικοί, τον παρουσίαζαν σαν να ήταν ένας τείχος της φυλακής.

ΟΙ ΠΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Σήμερα λίγα κομμάτια του Τείχους έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια: ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρισκόταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρε, κοντά στη γέφυρα Oberbaumbrücke, γνωστό σήμερα ως East Side Gallery, και ένα τρίτο τμήμα στην Bernauer Straße το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999. Σε πολλά τουριστικά σημεία της πόλης, ο Δήμος έχει τοποθετήσει πέτρινες πλάκες κατά μήκος της διαδρομής του Τείχους και μεταλλικές επιγραφές που αναγράφουν: “Berliner Mauer 1961-1989”

 

Πηγή: news247.gr