«…Η Ρωμανία κι’ αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι’ άλλο!».


Λόγια σπαραχτικά, χιλιοειπωμένα, λόγια που αντηχούν στις καρδιές των Ποντίων και όχι μόνο. Θρήνος που αναβλύζει ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας, μήνυμα ανανεωμένο κι ενισχυμένο όταν βγαίνει από το στόμα της νεότερης γενιάς. Η μικρή Μαριάννα που άνοιξε με τον θρήνο της Τραπεζούντας τη χθεσινή εκδήλωση-αφιέρωμα στην Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που διοργάνωσε ο δήμος Νεάπολης-Συκεών, συμβόλισε την περηφάνια και την ιστορική συνέχεια, αλλά και το χρέος μας να μην ξεχάσουμε όσα υπέφεραν οι πρόγονοί μας.

Την ισχυρή αυτή υπενθύμιση στην αρχή της βραδιάς στο Κλειστό Δημοτικό Θέατρο Συκεών, ακολούθησε η παρουσίαση του σπουδαίου έργου του Φίλωνα Κτενίδη «Η καμπάνα του Πόντου», την οποία προλόγισε ο εντεταλμένος δημοτικός σύμβουλος για θέματα εκδηλώσεων, αντιπρόεδρος της Κοινωφελούς Επιχείρησης Υπηρεσιών Νεάπολης-Συκεών, Γιάννης Δαλάτσης, κάνοντας μια συγκινητική αναφορά στα τραγικά γεγονότα της περιόδου 1911-1923. «Αν διαπιστώσουμε ότι οι λέξεις Τραπεζούντα, Κερασούντα, Αμισός, Σινώπη, Πάφρα, Αμάσεια, Αργυρούπολη, Παναγία Σουμελά, λείπουν από το λεξιλόγιο και το γνωστικό επίπεδο της νεολαίας, αυτό σημαίνει ότι η Γενοκτονία συνεχίζεται» σημείωσε ο κ. Δαλάτσης, τονίζοντας τη σημασία της μεταλαμπάδευσης της ιστορικής μνήμης από γενιά σε γενιά αλλά και της συνεχούς πίεσης για να έρθει η ιστορική δικαίωση. «Οφείλουμε να κοιτάξουμε την ιστορία στα μάτια και να της δώσουμε τα εχέγγυα ότι είμαστε διατεθειμένοι και αποφασισμένοι να επιβάλλουμε το σεβασμό στα θύματα της Γενοκτονίας και να αποκαταστήσουμε τη μνήμη των σφαγεσθέντων πιέζοντας για την αναγνώρισή της» υπογράμμισε «Αλλιώς θα αποστρέψει με απέχθεια και περιφρόνηση το πρόσωπό της και θα μας γυρίσει την πλάτη» είπε χαρακτηριστικά, ενώ εμφανώς συγκινημένος στο τέλος της εκδήλωσης παρέλαβε ειδική τιμητική πλακέτα από τους ποντιακούς συλλόγους.

Το έργο του Φίλωνα Κτενίδη «Η καμπάνα του Πόντου» ζωντάνεψε με ιδιαίτερα συναισθηματικό τρόπο επί σκηνής η χορωδία του Ποντιακού Πολιτιστικού Συλλόγου Καλλιθέας Συκεών, με την σύμπραξη του Συλλόγου Ποντίων Νεάπολης, του Συλλόγου Ποντίων Πεύκων «Παρχάρ», της Ποντιακής Εστίας Νεάπολης και του Ποντιακού Συλλόγου Αγίου Παύλου-Ευαγγελίστριας «Εύξεινος Πόντος». Η επιτυχία της βραδιάς σε ένα κατάμεστο θέατρο, κατέδειξε την σημασία της ενότητας για τον ποντιακό ελληνισμό. «Η καμπάνα του Πόντου» δραματοποιήθηκε με μοιρολόγια, απαγγελίες και δρώμενα που έδωσαν άλλη διάσταση στο επικό ποίημα που έφερε ρίγη συγκίνησης σε όσους γέμισαν το Κλειστό Δημοτικό Θέατρο Συκεών. Αξίζει μια αναφορά στους πρωταγωνιστές της παράστασης καθώς το τραγούδι της Νόπης Αυτζίδου, της Ερμιόνης Σαρκασίδου, της Σοφίας Συγγιρίδου και του Γιώργου Μπίλλη (που είχε και την επιμέλεια-διεύθυνση της δραματοποίησης) και η απαγγελία του Κώστα Σαμπανίδη «έδεσαν» με την αρμονία της χορωδίας και το βουβό κλάμα των μοιρολογήτρων, φέρνοντας στο παρόν τραγικές φιγούρες που έχουν σφραγίσει την ιστορική μνήμη.

«Ημέρα Ευθύνης και Καθήκοντος- 353.000 θύματα περιμένουν δικαίωση»

«Η καμπάνα του Πόντου» ήταν η τελευταία πράξη των φετινών εκδηλώσεων που διοργάνωσε ο δήμος Νεάπολης-Συκεών για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, καθώς την Κυριακή είχαν προηγηθεί τρισάγια, καταθέσεις στεφάνων, επιμνημόσυνες δεήσεις και ομιλίες και στις τέσσερις Δημοτικές Ενότητες. Το «παρών» έδωσαν αιρετοί και πλήθος πολιτών του δήμου, προεξάρχοντος του δημάρχου Νεάπολης-Συκεών Σίμου Δανιηλίδη που ήταν μπροστάρης και στην πικετοφορία με το μήνυμα «Δεν Ξεχνώ» στις Συκιές.

«Ημέρα Εθνικού Πένθους, ημέρα Μνήμης και Τιμής αλλά πάνω πρωτίστως Ημέρα Ευθύνης και Καθήκοντος» χαρακτήρισε την 19η Μαΐου ο κ. Δανιηλίδης, τονίζοντας ότι «είναι ιερό χρέος μας όχι μόνο να θυμόμαστε και να τιμούμε τα θύματα της Γενοκτονίας αλλά και να διεκδικούμε αγωνιστικά την διεθνή καθολική αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου μέχρι την τελική δικαίωση. 353.000 θύματα, Έλληνες του Πόντου, περιμένουν» ανέφερε χαρακτηριστικά ενώ σημείωσε ότι «Στόχος της ημέρας δεν είναι να αναμοχλεύσει πάθη και μίση, αλλά η αποφυγή της επανάληψης τέτοιων αποτρόπαιων εγκλημάτων, προστατεύοντας τις επερχόμενες γενιές». Όπως υπογράμμισε ο δήμαρχος «Είμαστε ένας δήμος κατ’ εξοχήν του ξεριζωμού και των προσφύγων, ανοικτός στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, ένας δήμος που αποτελεί μια ζεστή αγκαλιά για όλους αυτούς τους συνανθρώπους μας που αναζητούν την ελπίδα και το χαμόγελο, γιατί δεν ξεχνάμε».