Στον Δημήτρη και στην Ελένη…
Μια ανάσα ακόμα και μου είπανε πως φτάνω. Θα έμπαινα επιτέλους να βαδίσω, τον ομορφότερο δρόμο της μεγαλούπολης. Είχε και όνομα. Όχι από αυτά τα συνηθισμένα που ξέρουμε. Αλλά ένα όνομα εντελώς διαφορετικό. Που γεμίζει τον ψυχικό σου κόσμο με ένα σωρό από εικόνες και συναισθήματα.

Τον λέγανε «ο δρόμος με τις λεμονιές»!
Και μπήκα. Μαζί μου πρόφτασε και το ανοιξιάτικο πρωινό με τον ήλιο του. Οι χρυσές αχτίνες, έπεφταν επάνω στο σώμα μου πολύ απαλά και βελούδινα αλλά και συγχρόνως γλύκαιναν γύρω την ψυχρή ατμόσφαιρα, που κράταγε ακόμα από τη νύχτα.
Όμως… και κάτι ακόμα. Τα χέρια βγήκαν από τις τσέπες που τα βάσταγαν ζεστά και τώρα μάλιστα έψαχναν να ξεσφίξουν και μερικά από τα κουμπιά του σακακιού. Για να είσαι ανεξάρτητος! Αδέσμευτος! Εδώ που ήρθες να βαδίσεις, όλα σε ήθελαν ελεύθερο. Χωρίς την καθημερινότητα και τη μελαγχολική σκέψη. Συμφιλιωμένο με όλους και όλα για να απολαύσεις μια διαδρομή που ποτέ δεν ονειρεύτηκες!
Κοίταξα μπροστά μου. Όσο μπορούσα να δω βέβαια και σε όλο το βάθος του δρόμου. Ίσια, δεξιά και αριστερά παντού δέντρα. Ζωντανά, πράσινα δέντρα. Από αυτά που χαρακτηρίζουν τον δρόμο. Δηλαδή λεμονιές και μόνο λεμονιές! Όχι άλλο είδος.
Άραγε σκέφτηκα, ήταν επιταγή του κατασκευαστή του δρόμου; Τυχαία έμπνευση όλων όσων είχαν σ’ αυτόν τις αυλές των σπιτιών τους; Ή τέλος επιλογή της Φύσης, που πάντοτε κατά τον «Υμνωδό» θαυμάζεις τα έργα της!
Ήθελα να το ρωτήσω όποιον θα συναντούσα. Μα δεν το έκανα. Ήμουν ολοκληρωτικά αφημένος, στη μαγεία της όρασης…
Και τι θέαμα ήταν αυτό αλήθεια! Τι έκπληξη! Όλες, μα όλες οι λεμονιές που έβλεπα μια ζωγραφιά. Των μεγάλων ζωγράφων της εποχής μας και των αιώνων που πέρασαν. Περιποιημένες και φροντισμένες στο «έπακρον». Από τα «νύχια» μέχρι την κορυφή που λέμε. Και από χέρια φαίνεται που ξέρουν να καλλωπίζουν. Άξια πάντα και μοναδικά για τέτοιες ομορφιές.
Με τις άσπρες τις πέτρες γύρω από τη ρίζα τους, τους ασβεστωμένους κορμούς τους και προπάντων το ομοιόμορφο του πράσινου στα φύλλα των κλαδιών τους με τα κίτρινα-κατακίτρινα λεμόνια να φαντάζουν πάνω τους. Νύφες σωστές, απαράμιλλου κάλλους!
Εκστασιασμένος προχώρησα λίγα βήματα. Περίεργος, ενώ έψαχνα να δω και άλλες τέτοιες ιδιαίτερες ομορφιές, το αχόρταγο εκείνη την ώρα μάτι μου, έπεσε στον εξωτερικό χώρο ενός διώροφου κλασσικού κτιρίου. Πόσο πραγματικά ταίριαζε η αρχιτεκτονική του με τις λεμονιές που φύτρωναν μπροστά του και με πόσο μεγάλη επιτυχία αυτές το στόλιζαν; Όμορφες, πανέμορφες λεμονιές ήταν εκεί παντού, μικρές και μεγάλες, μπροστά στην πόρτα του, στους εξώστες, στα ανοιχτά παράθυρα, ακόμα και μπροστά στους κάτασπρους τοίχους του και κάτω από την αστραχιά του.
Στην περίφραξη μιας αυλής, στρωμένης με πράσινο χορτάρι, με τα σταυρωτά και τα μαύρα φρεσκοβαμμένα της κάγκελα, δεν άντεξα στον πειρασμό και είπα να σταματήσω. Οι λεμονιές εδώ, διψασμένες να δείξουν τη χάρη τους στους περαστικούς, τυλίχτηκαν στα σίδερα και μαζί με τα φύλλα τους, έβγαλαν έξω τα λεμόνια και τα κρέμασαν εκεί, τσαμπιά ολόκληρα να αστράφτουν στον ήλιο, που χαμογελαστός τα «καλημέριζε» με όλο το χρυσάφι των ματιών του.
Άπλωσα τα χέρια μου και «μόνιμος εραστής» του κάθε τι ωραίου, που χάρισε ο Δημιουργός στον άνθρωπο να το χαίρεται, τα άγγιξα με την άκρη των δακτύλων μου. Νόμιζα πως άγγιζα, ό,τι το πολυτιμότερο υπήρχε στον κόσμο και ότι αυτό το ανακάλυψα εδώ, στον επίγειο Παράδεισο που δημιούργησε η αχαλίνωτη φαντασία μου.
Ξετυλίγοντας τον μύθο, έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και «Μίδας» της σύγχρονης εποχής, δεν ήθελα να αποχωριστώ το «χρυσάφι» μου. Όταν τα άνοιξα είδα από απέναντί μου να έρχονται δυο γυναίκες με άσπρα τσεμπέρια στο κεφάλι τους και με τις ποδιές τους γεμάτες με λεμόνια. Τις άνοιξαν διάπλατα να τα δω και ύστερα και οι δύο, θεές «Αφροδίτες» της αρχαιότητος με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, μου είπαν:
-Καλώς ήρθες στον «δρόμο με τις λεμονιές!» Κοίταξε, λεμόνια από τις δικές μας τις λεμονιές που έχουμε εδώ δίπλα στον κήπο μας! Υπάρχουν παρακάτω και άλλες πολλές. Πήγαινε αν θέλεις να τις δεις!
Εντελώς ανίκανος να απαντήσω στα λόγια τους, ζώντας δυνατά την καινούργια αυτή έκπληξη που μου φύλαγε ο δρόμος, τάχυνα το βήμα μου για να πάω παρακάτω. Γύρευα το όνειρο να συνεχιστεί.
Και πραγματικά. Μέσα στο περιβόλι κάποιου πέτρινου σπιτιού, με περίμεναν νέες εκπλήξεις. Είδα ψηλόλιγνες λεμονιές, όλες στη σειρά φυτεμένες. Και μάλιστα «αυστηρά» μετρημένες να έχουν το ίδιο ύψος. Από κάτω τους, μέσα σε μικρά τσιμεντένια αυλάκια, έτρεχαν καθαρά και κρυστάλλινα νερά, που έβγαιναν από βρύσες με αγαλμάτινα κεφάλια λιονταριών.
Και επιπλέον. Τα «αφιλότιμα» τα δέντρα! Έπλεκαν τα κλωνάρια τους τόσο αριστοτεχνικά μεταξύ τους και με τόσο μεγάλη πειστικότητα, που νόμιζε κανένας, ότι μέσα στο φωτεινό και εξαίσιο πρωινό, ήταν χορευτές πιασμένοι χέρι με χέρι και χόρευαν συρτούς χορούς της Πατρίδας μας, καθώς το μυρωμένο από το βουνό απαλό αεράκι που φύσαγε, κούναγε ρυθμικά τα φύλλα και τους καρπούς τους. Σε συνδυασμό βέβαια με τα μελωδικά κελαϊδίσματα των πουλιών, που τα καλλίφωνα αυτά πλάσματα, διάλεξαν σε αυτές να κατοικήσουν, να γίνουν συγκάτοικοι και αντάμα να χαρίζουν στους περαστικούς του δρόμου, απέραντες συγκινήσεις!
Πραγματικό θαύμα χωρίς αμφισβήτηση! Εδώ ήσουν ένας μάρτυρας του μεγαλείου της «σοφίας» της Δημιουργίας και της επινοητικότητας του ανθρώπινου μυαλού, όταν αυτό, εμπνευσμένο βέβαια πάντοτε από τον Δημιουργό του, μονάχα δημιουργεί και δεν καταστρέφει!
Και ο δρόμος συνέχιζε μπροστά μου με τα στολίδια και τα δώρα του τις λεμονιές, που δεν έλεγαν να τελειώσουν από τα μάτια μου, όσο κι αν πήγαινα. Το μεθυστικό άρωμά τους που πλανιόταν σε κάθε βήμα και η μαγεία που προσέδινε η εικόνα τους στον δρόμο, πίστευα πως έκαναν όλους όσους τον περπάταγαν εδώ, μια ζωή να θέλουν να τον βαδίζουν και μια ζωή να μην τον χορταίνουν.
Έτσι κι εγώ, Οδυσσέας στα όνειρα και στην πραγματικότητα, βήμα το βήμα, έκανα χίλιες ευχές, «μόνιμα» στη ζωή, να είμαι διαβάτης και περαστικός «τέτοιων» δρόμων με λεμονιές. Και όσο και αν πηγαίνω, τόσο οι δρόμοι να ανοίγονται μπροστά μου και ποτέ να μην φτάνω στο τέρμα τους!
Και όλο να πηγαίνω ο άνθρωπος με συντροφιά αυτές τις λεμονιές της χαράς, της ευτυχίας και της ζωής μου ολόκληρης!

4-9-2019
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ