Αρκετά ήταν τα χρόνια που είχε στο κρεβάτι της αρρώστιας ο γέρο- Μουστάκας! Τόσα, όσα χρειαζόταν να τον απομακρύνουν μια για πάντα, κυριολεκτικά να τον αποξενώσουν από εκείνη την καθημερινή και φυσιολογική ζωή που είχε με τις ασχολίες στα χωράφια και τα ζώα αλλά και που και που καμιά βόλτα στα καφενεία για λίγη διασκέδαση.
Μαζί με την αρρώστια όμως, που από τότε που τον πλάκωσε δεν είπε να φύγει ποτέ από πάνω του, πέρναγαν και τα χρόνια. Και τώρα ο δυστυχής μόνιμα ξαπλωμένος σε ένα στρώμα, έφτασε να είναι υπερήλικας, αναπολώντας στη μνήμη του καλές μέρες που πέρασαν και έφυγαν και δεν πρόκειται να τις ξαναδεί.

Ευτυχώς όμως που δεν είναι μόνος. Γιατί ο Μεγάλος Θεός φρόντισε γι αυτόν. Έχει το παιδί του και ιδιαίτερα τη νύφη του, που κάθε μέρα, από τότε που πέθανε η συχωρεμένη η γυναίκα του, τον επισκέπτονται στο σπίτι και του προσφέρουν ένα κομμάτι ψωμί για να τρώει και του φέρνουν ένα ποτήρι νερό. Και όχι μόνο! Είναι πάντοτε μαζί του και σε όλες τις άλλες δύσκολες ώρες που περνάει, για να του δίνουν όλη τη βοήθεια που χρειάζεται καθώς και να του κάνουν παρέα και συντροφιά.
Στο χαμηλό το σπίτι του λοιπόν ο άνθρωπος, παρέα με τη «βασανιστική» και αξεπέραστη μοναξιά του, τον περισσότερο χρόνο, κοίταζε έξω από το ανοιχτό παράθυρο τον ήλιο που ερχόταν και έφευγε, ύστερα τη νύχτα με το φεγγάρι και τα αστέρια της και τον έτρωγε η νοσταλγία, μήπως γίνει κανένα θαύμα, από εκείνα τα απίστευτα στον κόσμο, που μόνα αν τα δεις τα πιστεύεις και ένα πρωί σηκωθεί και πάρει τα πόδια του για να περπατήσει και να πάει όπως μια φορά πήγαινε στις δουλειές του και προπάντων στο καφενείο, για να μιλήσει και να πει δυο λόγια με τους συγχωριανούς του. Γιατί τώρα, μονάχα αν του χτυπήσουν την πόρτα, τους βλέπει και μιλάει μαζί τους…
Όμως και γιατί όχι! Σήμερα της Ανάληψης! Γιατί να μην πάει στο Πανηγύρι, εκεί στην πλατεία του χωριού, όπου παίζουν τα κλαρίνα και τα νταούλια, για να πιαστεί όπως κάποτε με τους άλλους και να χορέψει, εκείνους τους παραδοσιακούς χορούς που χόρευε, πίσω -παλιά στο παρελθόν και έτσι με αυτόν τον τρόπο να διώξει από μέσα του όλα τα σύννεφα της λύπης, που κυρίεψαν τώρα τον ουρανό του και έτσι να ξανανιώσει νέος!
-Η ψυχή μου, έλεγε πάντα! Η ψυχή μου είναι νέα. Δεν γέρασε ποτέ. Αλλά ρε παιδιά τα πόδια μου και το σώμα μου. Αυτά δεν με κρατάνε. Μόνο αυτά γέρασαν, συμπλήρωνε στο τέλος χαριτολογώντας.
Έπαιρνε το απόγευμα. Πάλι από το μισάνοιχτο παράθυρο του χαμηλού σπιτιού του ο γέρο-Μουστάκας, αυτές τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς, έβλεπε τον κόσμο να τρέχει με τα καλά του τα ρούχα στην πλατεία για να προλάβει τη γιορτή.
Αλίμονο όμως γι αυτόν! Αλίμονο! Άκουγε και όλα εκείνα τα παραδοσιακά τραγούδια και μουσικές, που μερικά χρόνια πριν, τέτοια μέρα του πανηγυριού, χόρευε και ο ίδιος και προτού βέβαια η καταραμένη η αρρώστια τον καθηλώσει στο κρεβάτι και του αφαιρέσει όλες τις χαρές, ιδιαίτερα αυτή του χορού!
Και ήταν αλήθεια. Στα μάτια όλων ο γέρος πέρασε σαν ένας μεγάλος χορευτής. Για το ταλέντο του αυτό, δεν μίλαγε μονάχα το χωριό αλλά και όλα τα γύρω χωριά. Όλοι τον ήθελαν στην παρέα τους όταν τραβούσαν κανένα ποτηράκι και όλοι ήθελαν να χορέψουν μαζί του σαν έφταναν, σε αυτό που λέμε «τσακίρ κέφι».
Αλλά δεν ήταν και λίγες οι φορές, που φίλοι του τον καλούσαν να χορέψει στους γάμους των παιδιών τους και στις άλλες χαρές τους, με μοναδικό σκοπό να τον δούνε να χορεύει, έτσι με μεγάλη μαεστρία και να δώσουνε «αίγλη» και ομορφιά στην εκδήλωση, που θα τους έμενε αξέχαστη.
Και ο άνθρωπος, γλεντζές από τη φύση του, γελαστός και χαρούμενος δεν χάλαγε το χατίρι σε κανέναν. Όποτε το επέτρεπε ο καιρός πήγαινε και μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση!
Ξεχωριστή όμως θέση γι αυτόν ήταν η σημερινή μέρα. Του πανηγυριού! Γέμιζε όλη η πλατεία με τους χωριανούς, βόλτες από εκεί και από εδώ, επισκέπτες από τα άλλα χωριά, καλωσορίσματα και φιλοφρονήσεις, τραγούδια, με κεντρικότερο όμως σημείο τα όργανα, στο μικρό μαγαζάκι του μπάρμπα-Νούση, εκεί στο τέλειωμα της μεγάλης βόλτας του χωριού, που άρχιζε από την Εκκλησία, την Ανάληψη.
Τι δεν γινόταν εκεί! Τα τραπέζια, όπως ήταν αραδιασμένα μπροστά στο χαμηλό κατάστημα και οι παρέες που κάθονταν ανακατεμένα εδώ και εκεί πάνω στις ψάθινες καρέκλες του, τη μια «τσούγκριζαν» τα ποτήρια και έπιναν, την άλλη τα γέμιζαν με ούζο ή κρασί και κάθε τόσο φώναζαν «άντε στην υγειά μας». Φυσικά κάθε που κατέβαινε όλο και περισσότερο το ποτό δεν έλλειπαν τα αστεία και τα πειράγματα, οι παραγγελίες για τους μεζέδες με τον καφετζή και την γυναίκα του τη Κυπαρισσένια, να «σκοτώνονται» να «τρέχουν» να προλάβουν και να εξυπηρετήσουν στο σερβίρισμα για να μην υπάρχουν παράπονα.
Στα χαμένα όμως! Σε ένα τέτοιο «πατιρντί» και σε μια τόσο μεγάλη γιορτή, όλο και κάποιοι θα παραπονεθούν για καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση. Οπότε, πολλοί από τους πελάτες, ανυπόμονοι από τη φύση τους, αναγκάζονταν να πάνε μόνοι τους μέσα στο μαγαζί και να πάρουν από αυτό τα απαιτούμενα για το τραπέζι τους. Με την άδεια βέβαια του μαγαζάτορα.
Η μπέσα και το «τεμπεσίρι» να ήταν καλά!
Αλλά και γύρω από το μαγαζί πολύς ο κόσμος. Πολλοί χωριανοί και επισκέπτες από τα διπλανά χωριά. Οι περισσότεροι από αυτούς όρθιοι, γιατί δεν είναι δυνατόν όλοι να βρούνε τραπέζια για να κάτσουν, με εξαίρεση κάποιες γιαγιάδες που κάθονταν σε στυλ «πηγαδάκι» λίγο μακρύτερα από το μουσικό κέντρο πάνω σε σκαμνάκια, όλα φερμένα από τα σπίτια τους, άλλες από αυτές με χρωματιστές μαντήλες στα κεφάλια και άλλες με μαύρες.
Ωστόσο όμως όλοι έπαιρναν μέρος στο γλέντι. Χόρευαν και ξαναχόρευαν με τους θαμώνες του μαγαζιού, ντόπιους και παραδοσιακούς χορούς, καλαματιανούς και συρτούς, πάντοτε με τους υπέροχους ήχους που έβγαζαν το κλαρίνο του κυρ Τάσου, η τρομπέτα του κυρ Θανάση και το νταούλι του κυρ Πέτρου. Όλοι χωριανοί!
Μέσα στην πίστα, δυο και τρείς ήταν οι δίπλες με τους χορούς που χόρευαν οι γυναίκες και τα κορίτσια, όλες με παραδοσιακές φορεσιές, άσπρη μαντήλα στο κεφάλι, παπούτσια και χρωματιστές κάλτσες. Και αυτός ο θηλυκός πληθυσμός, πόσο συναγωνισμό έκρυβε μέσα στην καρδούλα του, για το ποια θα χορέψει καλύτερα και ποια θα χορέψει μπροστά για να κάνει μεγαλύτερη εντύπωση!
Ανάμεσά τους φυσικά και πολλές φορές και πρώτοι, οι άντρες. Ακόμα και αυτοί που είχαν κάπως μεγαλύτερη ηλικία! Και αυτοί σήμερα φόραγαν τα καινούργια μάλλινα παντελόνια τους, εκείνα τύπου κιλότα, τα καινούργια πουκάμισα και γιλέκα τους αλλά και εκείνα τα «λάστιχα» τα παπούτσια τους που τα είχαν για «καλά» και τα έβαζαν μονάχα στις γιορτές και για να πάνε στην Εκκλησία.
Δεν γίνεται λόγος για την τραγιάσκα στο κεφάλι! Αυτή ήτανε πάντοτε στην «ημερήσια διάταξη»! Ίσως και η «μαγκιά» του άνδρα. Ήταν πεντακάθαρη και πάντοτε λίγο στραβά φορεμένη, για να τονίζεται η αφεντιά και η προσωπικότητα. Ο καθένας που χόρευε και τραβούσε πρώτος το χορό, πολλές φορές την έβγαζε από το κεφάλι του, τη σήκωνε ψηλά και την κούναγε περήφανος στον αέρα, ανάλογα με το πώς πήγαιναν τα σκέρτσα του.
Συνεχίζοντας ο γέρος να βλέπει χωρίς σταματημό έξω από το παράθυρο, όλα τα παραπάνω που συνέβαιναν τη μέρα αυτή, πέρασαν από τη μνήμη του σαν να ήταν σε κινηματογραφική ταινία. Και επιπλέον.
Έφερε στο μυαλό του, τότε που και αυτός ήταν νέος και τέτοια μέρα στο πανηγύρι που γιόρταζε το χωριό, χόρευε και ο ίδιος εδώ στην πλατεία και πως μαζί με το σώμα του χόρευε και η ψυχή. Ένιωθε το χορό μέσα του σαν να ήταν μια συνεχής και ατέλειωτη εσωτερική ανάγκη για να μπορεί να ολοκληρώνεται σαν άνθρωπος και πίστευε ότι η μάνα του μαζί με τα άλλα τον γέννησε και για να χορεύει. Δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν!
Ύστερα έβλεπε και το θαυμασμό που είχαν οι χωριανοί του για τον ίδιο, όταν τον κοίταγαν πρώτος να τραβάει το χορό και σε κάθε «τσαλίμι» ή σκέρτσο του να τον χειροκροτούν και γι αυτό να θέλουν όλοι να πιαστούν από το μαντήλι του, μήπως και πάρουν λίγο από αυτή τη μεγάλη του τέχνη.
Μεταξύ των άλλων, μεγάλοι θαυμαστές του ήταν βέβαια και οι οργανοπαίχτες. Και αυτοί όταν τον έβλεπαν λεβεντόκορμο να σηκώνεται να πιαστεί στο χορό, αυτόματα και οι ίδιοι άφηναν τη καρέκλα τους και πήγαιναν στη μέση της πίστας για να του παίξουν από κοντά. Εκεί μέσα στο αυτί του!
Και αληθινά. Κάθε που έπαιζαν για πάρτη του αυτοί οι άνθρωποι, συγχρόνως τον απολάμβαναν και για το προτέρημά του αυτό! Από την άλλη μεριά και αυτός χαιρότανε και υπερηφανευότανε που τους έβλεπε να παίζουν για τον ίδιο αλλά και το μεράκι που τους έπιανε γι αυτόν, όταν τον έβλεπαν να χορεύει.
Και… να τα δίφραγκα και τα τάλιρα να πέφτουν από όλους, χορευτές και θαμώνες στην πίστα, και να τα πενηντάδραχμα να «στολίζουν» το κλαρίνο και στο μέτωπο τον κλαριντζή, ακόμα και το νταούλι, με τον νταουλτζή να μην ξέρει που να κρεμάσει τα λεφτά και στο τέλος να τα βάζει… λίγο ντροπαλά στην τσέπη του.
Εξ άλλου τη μέρα αυτή, το ξαπλωμένο στο κρεβάτι του πόνου γεροντάκι, είχε και έναν άλλο λόγο για να τη θυμάται. Ήταν η μέρα που του άλλαξε τη ζωή. Τον έκανε να αισθανθεί, πως ήταν ένας πραγματικός άνδρας.
Ήταν λοιπόν τότε που ερωτεύτηκε τη γυναίκα του! Έτσι, πάνω στο χορό! Πως; Μια φορά σε ένα τέτοιο, ίδιο πανηγύρι, όταν αυτός ήταν πρώτος, χορεύοντας σαν να πετούσε στον αέρα, ένα γρήγορο μακεδονίτικο σκοπό και με τους άλλους καθώς τον έβλεπαν, να μένουν με το στόμα ανοιχτό!
Αυτός λοιπόν εκείνη την εποχή, ούτε είκοσι χρονών και εκείνη θαυμάστριά του πολύ πιο νέα, θαμπωμένη από το χορό του, άφησε τα κορίτσια της παρέα της και πήγε κοντά του. Του έπιασε το χέρι και του έδωσε το μαντήλι της για να χορέψουνε μαζί.
Και χόρεψαν μαζί. Χάρηκαν και ευχαριστήθηκαν που πιάστηκαν χέρι με χέρι. Αλλά όμως ύστερα και αρραβωνιάστηκαν και παντρεύτηκαν. Και έκαναν και οικογένεια. Δεν έχει σημασία που από εκείνο το χορό πέρασαν τόσα πολλά χρόνια. Αυτή τη μέρα τώρα ο γέρος, τη νιώθει πάλι σαν να ήταν χτες!
Αναπολώντας όλα αυτά τα όμορφα γεγονότα του παρελθόντος, δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια του ηλικιωμένου. Κύλισαν «ζεματιστά» και χοντρά από τα μάγουλά και έπεσαν πάνω στις κουβέρτες που τον σκέπαζαν. Δεν άντεξε τη συγκίνηση. Έτσι μουσκεμένες, γεμάτος αγανάκτηση τις τράβηξε από πάνω του μόνο και μόνο για να απαλλαγεί από το καθημερινό τους βάρος. Ύστερα μέσα από τα βάθη της καρδιάς του, το ρυτιδωμένο από το χρόνο γεροντάκι, έβγαλε έναν αναστεναγμό, που αν ήταν φωτιά με τον καπνό της θα σκέπαζε όλο το χωριό!
Αυτό ήταν το «αχ» της λαχτάρας για τα νιάτα! Για τα νιάτα, τα όμορφα τα νιάτα τα «μπερμπάντικα», που έζησε, που χάρηκε και γλέντησε αλλά και για τα νιάτα που έφυγαν τόσο γρήγορα σε ένα από τα δειλινά της ζωής!
-Και τώρα σκέφτηκε! Τι κάνω τώρα; Από το παράθυρο θα κάθομαι να ακούω μονάχα τα όργανα που παίζουνε; Όλοι στο χωριό θα είναι εκεί στο πανηγύρι και εγώ θα είμαι εδώ σκεπασμένος; Περιμένοντας να… πεθάνω;
Με όση δύναμη απέμεινε του γέρου, πέταξε τώρα για τα καλά από πάνω του τα σκεπάσματα και τα έριξε κάτω στο πάτωμα. Μετά έκανε κουράγιο και σηκώθηκε μισός πάνω στο κρεβάτι. Και μετά με πολύ κόπο, κατέβασε από αυτό και τα πόδια του. Μια κίνηση αν έκανε ακόμα, θα ήταν όρθιος. Έβαλε πάλι τα δυνατά του και την έκανε.
Και σηκώθηκε. Ήταν πλέον όρθιος και κρατιόταν στα πόδια του!
Βιαστικά κούμπωσε όπως να είναι το πουκάμισό του, ταίριαξε και το παντελόνι του, άρπαξε και το μπαστούνι που κρεμότανε σκονισμένο τόσον καιρό σε ένα καρφί πίσω από την πόρτα και με πολύ αργά βήματα, ξυπόλητος, μόνο με τα τσουράπια του, βγήκε από το σπίτι του έξω στην αυλή.
Ω! του θαύματος περπατούσε. Ποιος να το περίμενε! Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, έριξε πολύ ικανοποιημένος και μια τελευταία, άκρως «περιφρονητική» ματιά στο κρεβάτι του. Κάτι του σιγομουρμούρισε, το άφησε και βρέθηκε στο δρόμο.
Είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Κόντρα στην αρρώστια του. Θα πήγαινε στην πλατεία και στο πανηγύρι. Να δει τον κόσμο που ήταν μαζεμένος εκεί και… να χορέψει μαζί του!
Το ζεστό ανοιξιάτικο εκείνο απόγευμα του Μάη στο χωριό, θα μπορούσε να το πει κανένας και καλοκαιρινό. Αν και από το πρωί τα σύννεφα προμήνυαν βροχή, τώρα πήραν να διαλύονται, αφήνοντας μονάχα κάποια υπολείμματα εδώ και εκεί στον ορίζοντα. Ο ήλιος, που όλη τη μέρα έτρεχε και αυτός ασταμάτητα με τα ατίθασα άλογα του πάνω στον ουρανό, τώρα έπαιρνε τον κατήφορο για να εξαφανιστεί πίσω από τα βουνά και να ησυχάσει. Μαζί με το απόγευμα, έφτανε και ένα χαρούμενο, γιορταστικό δειλινό. Άλλωστε ήταν μια μέρα γιορτής και πανηγυριού!
Τούτες τις ώρες, πού όλα γύρω μοίραζαν την ευχαρίστηση, ο γέρος τραβούσε το δρόμο για τα καλά. Δεν βάδιζε, αλλά αργά και σταθερά έσερνε τα βήματά του πάνω στο δρόμο. Όσο πήγαινε, τόσο περισσότερο ακουόταν η μουσική στα αυτιά του. Και αυτό, όλο και του έδινε κουράγιο. Δεν τον ενδιέφερε που πατούσε πάνω στις κοφτερές πέτρες και τα χαλίκια χωρίς παπούτσια. Κοιτούσε μονάχα μπροστά. Εκεί που ήθελε να τον πάει η ψυχή του!
Πολλές φορές κουράζεται και η ανάσα του βγαίνει βαριά. Γι αυτό και κάθε τόσο αναγκάζεται να σταματάει για να ξεκουραστεί πάνω στο μπαστούνι του με τα χέρια να το σφίγγουν γερά. Έπειτα να συνεχίζει για κάμποσα μέτρα, μέχρι πάλι να κουραστεί και να σταματήσει. Σε καμιά περίπτωση δεν θέλει να κάτσει. Φοβάται μήπως ύστερα δεν θα μπορέσει να ξανασηκωθεί. Επιπλέον βιάζεται να προφτάσει τη γιορτή!
Τόσο μεγάλη επιθυμία σήμερα να χορέψει στο πανηγύρι δεν είχε ποτέ στη ζωή του!
Και όλο πήγαινε ο άνθρωπος και όλο πιο πολύ κόντευε στην πλατεία με τα πόδια του να τρέμουν και τα χέρια του να κρατάνε με δυσκολία το μπαστούνι. Βαστούσε όμως όρθιο το κορμί του και σιδερένια τη θέλησή του να μην «υποκύψουν» και πέσουν στο χώμα και τη γη που την πατούσε.
Πραγματικά. Στη διαδρομή του, ένα γεφυράκι είχε απομείνει ακόμα για να το περάσει και ύστερα να ανεβεί έναν μικρό ανήφορο με λίγες πέτρες και ξερά φύλλα πάνω του, που έπεσαν από τα δέντρα. Αυτά μονάχα και επιτέλους θα έφτανε στον προορισμό του. Αλλά είναι σίγουρο πως θα τα καταφέρει να ξεπεράσει και αυτά τα εμπόδια! Και τούτο γιατί, τώρα πια ακούγεται στα αυτιά του όλο πιο έντονη η μουσική από το κλαρίνο. Και αυτό του δίνει ακόμα περισσότερο κουράγιο για να μην τα παρατήσει. Επιπλέον αυτή την ώρα δεν θέλει να θυμάται, πως δεν μπορεί, πως γέρασε και πως δεν τον κρατάνε τα πόδια του…
Θέλει μονάχα να σκέφτεται πως είναι νέος και παλικάρι του καιρού του!
Έφτασε ο γέρος στην πλατεία και μπήκε μέσα στο πλήθος. Με δυσκολία από την κούραση, σήκωσε το γείσο από το καπέλο του για να βλέπει καλύτερα. Ο κόσμος που τον είδε και αυτός αιφνιδιάστηκε και τραβήχτηκε πίσω για να του κάνει δρόμο και να περάσει. Όλοι ήξεραν ποιος ήταν και όλοι ήξεραν για την αρρώστια του που τον είχε καθηλωμένο στο κρεβάτι.
Και τώρα ξαφνικά τον βλέπουν όρθιο μπροστά τους, να πηγαίνει έτοιμος να καταρρεύσει, μα το βλέμμα του να είναι αγέρωχο και αποφασιστικό, ενώ το πρόσωπό του μέσα από την αραιά- άσπρη γενειάδα του και το παχύ μουστάκι να χαμογελάει, λες και δεν συνέβαινε τίποτα.
Κατευθύνεται προς τα μουσικά όργανα, που και αυτά μόλις τον βλέπουν σταματάνε. Για λίγο επικρατεί «νεκρική» σιγή. Και τα ίδια δεν περίμεναν αυτή την ώρα εκεί τον γέρο. Ήξεραν όμως τη μεγάλη του αδυναμία στη μουσική και στο χορό. Ωστόσο πολλά χρόνια τώρα είχανε να τον δούνε να έρχεται στο πανηγύρι και να χορεύει.
Σήμερα τον βλέπουν μπροστά τους!
Βιαστικά μερικοί με πρώτο τον καφετζή, τρέχουν να του φέρουν καρέκλα για να καθίσει και να μην σωριαστεί. Αλλά ο γέρος με μια κίνηση του μπαστουνιού του, δείχνει πως δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο. Βάζει το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του και από μέσα βγάζει ένα χάρτινο νόμισμα. Το σηκώνει όσο μπορεί ψηλότερα, λες και κάτι ήθελε να πανηγυρίσει και κάνει νόημα στον κλαριντζή να τον πλησιάσει. Εκείνος με το όργανο στο χέρι πηγαίνει κοντά του. Και τότε ο ηλικιωμένος βάζει τα λεφτά πάνω στο κλαρίνο. Ήτανε σαν να του έλεγε να παίξει για να χορέψει!
Ο οργανοπαίχτης και οι άλλοι μουσικάντηδες το καταλαβαίνουν και αμέσως αρχίζουν να παίζουν έναν αργό ελληνικό μακεδονίτικο σκοπό.
Στο άκουσμα της μουσικής ο γέρος που δεν ξέχασε το ταλέντο του στο χορό, έκανε πάλι το θαύμα του. Κάτι που θα τον ζήλευε ο καλύτερος χορευτής. Σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι, έστριψε «θριαμβευτικά» πάνω-κάτω την παλάμη του και ύστερα την έφερε πίσω από το κεφάλι, έτσι όπως κάνουν όλοι όσοι χορεύουν πρώτοι τέτοιους χορούς. Μπαίνοντας στον ρυθμό του τραγουδιού, έβαλε πάλι πίσω από το αριστερό του πόδι το δεξί, και το σήκωσε ελαφρά, ενώ συγχρόνως λύγισε το γόνατο προς τα κάτω και έριξε το σώμα του μπροστά. Παράλληλα, γύρισε και κοίταξε αριστερά του, στον πρώτο που έσπευσε να του πιάσει τον ώμο και να του κρατήσει το μπαστούνι. Βέβαια την ίδια στιγμή πιάστηκαν και άλλοι στο χορό με το βλέμμα όμως όλων να είναι στραμμένο στον πρώτο, που χάριζε ρίγη συγκίνησης!
Αλλά και από τα μάτια του ηλικιωμένου, που τώρα πια έβγαλε και την τραγιάσκα του και τη ανέμιζε σαν σημαία στον αέρα ανάλογα με τον ρυθμό, έτρεχαν πλημμύρα τα δάκρυα. Δάκρυα και από αυτόν τον άνθρωπο, συγκίνησης, χαράς, θύμησης, κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να τον ρωτήσει και να μάθει…
Γιατί το γεροντάκι εκεί που ήταν όρθιο και έκανε με μεγάλη προσπάθεια και σχεδόν τρέμοντας όλες τις κινήσεις που απαιτούσε ο χορός, ξαφνικά όλοι το βλέπουν να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει στη χωματένια πίστα. Τρομαγμένοι οι περισσότεροι, το σηκώνουν και το πάνε σε μια άκρη, στον τοίχο του μαγαζιού, κάτω από την αστρέχα του. Κάποιοι άλλοι τρέχουν να του φέρουν νερό για να το συνεφέρουν.
Άδικος όμως ο κόπος. Ένας από την οικογένειά του, που πήγε κοντά και έπιασε το σφυγμό του, δηλώνοντας μάλιστα πως ξέρει από ιατρικά, είπε πως δεν ζει και πως πέθανε.
Εκείνο το απόγευμα στο χωριό, η χαρά του πανηγυριού την ημέρα που αυτό γιόρταζε την Ανάληψη του Χριστού, έγινε λύπη και στεναγμός. Το νέο μαθεύτηκε παντού. Ακόμα και στη γύρω περιοχή. Έτσι την επόμενη που χτύπαγε πένθιμα η καμπάνα, όλοι έτρεξαν στην Εκκλησία να αποχαιρετήσουν έναν άνθρωπο που έφυγε από αυτή την «παράξενη» ζωή με έναν εντελώς «διαφορετικό» τρόπο. Χορεύοντας!
Όλων των ηλικιών, μικροί και μεγάλοι. Συγγενείς του, γνωστοί και φίλοι! Όλοι ήταν εκεί. Στο στερνό του το ταξίδι!


Ο γέρο- Μουστάκας όμως για τη Δωροθέα δεν πέθανε ποτέ. Ο τελευταίος του χορός στην πλατεία, έγινε θρύλος και πηγαίνει από γενιά σε γενιά για να θυμίζει, ότι κάποιες «ρομαντικές» εποχές δεν πέρασαν και δεν ξεχάστηκαν ποτέ στην ιστορία του χωριού.
Ούτε κάποιους από τους ανθρώπους του, που γεννήθηκαν και έζησαν σε αυτό «μποέμικα», θα μπορέσει κάποτε το «αέναο» ποτάμι του χρόνου να τους παρασύρει και να τους πνίξει σε βαθιές θάλασσες της λησμονιάς!
Οι άνθρωποι αυτοί, ήταν και θα είναι πάντοτε ολοζώντανοι στις μνήμες!
26-2-2020
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ