Ικανοποίηση αλλά και προβληματισμούς για το τελικό Νομοσχέδιο του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας, διατύπωσε ο Γιώργος Καρασμάνης στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, το σαββατοκύριακο 14 και 15 Δεκεμβρίου.
Ο Βουλευτής υπογράμμισε τις σημαντικές βελτιώσεις που επήλθαν σε σχέση με το αρχικό Νομοσχέδιο, καθώς υιοθετήθηκε σημαντικός αριθμός των προτάσεων και του ιδίου, αναφερόμενος και στο γραπτό υπόμνημά του προς την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο τόνιζε ότι η αγροτική παραγωγική γη πουθενά στον κόσμο δεν φορολογείται και ότι στις αγροτικές εκτάσεις, το ποσό του φόρου πρέπει να είναι συμβολικό.
Χαρακτήρισε ικανοποιητική τη μείωση του φόρου μεταβίβασης στο 3%, πρόταση του ίδιου του Γιώργου Καρασμάνη, που θα συμβάλει στην τόνωση της αγοράς ακινήτων σημειώνοντας ωστόσο ότι, στην περίπτωση της αγροτικής γης, θα έπρεπε να προβλέπεται ειδική μείωση είτε κατάργηση του φόρου μεταβίβασης αγροτικών παραγωγικών εκτάσεων σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.
Τόνισε ακόμη ότι, τηρείται η δέσμευση της ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών – πάλι σε πρόταση του ιδίου για την οποία και πρόσφατα κατέθεσε και σχετική ερώτηση – για την απαλλαγή από την τήρηση Βιβλίων και Στοιχείων μερίδας αγροτών και την παραμονή τους στο ειδικό φορολογικό καθεστώς και η φορολόγησή τους να εξακολουθήσει να γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή, ο προσδιορισμός του εισοδήματος να γίνεται με τις επιστροφές του ΦΠΑ του προηγουμένου έτους και μέχρι του ποσού των 2.000 ευρώ επιστροφής ΦΠΑ. Παρόμοια πρόταση κατέθεσε και ο Αντιπρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ.
Ακόμη ζήτησε να μη φορολογηθούν τα ξενοίκιαστα, ημιτελή, εγκαταλειμμένα, ετοιμόρροπα, μη ηλεκτροδοτούμενα κτίσματα και, στο ζήτημα αυτό να δοθεί λύση πριν έλθει στην Ολομέλεια της Βουλής.
Στη δεύτερη μέρα της συνεδρίασης της Επιτροπής, το βράδυ της Κυριακής, ο Γιώργος Καρασμάνης έθεσε και το θέμα που δημιουργείται στους ιδιοκτήτες των ΚΤΕΟ, από τους οποίους ζητείται – μέσα σε ένα χρόνο από την πιστοποίηση – να γίνει ¨διαπίστευση¨ των ΚΤΕΟ για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, γεγονός το οποίο προκαλεί δυσβάστακτη οικονομική επιβάρυνση.
Επισυνάπτονται τα πρακτικά από την τοποθέτηση του Βουλευτή στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής.
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι έχουν γίνει σημαντικές βελτιώσεις σε σύγκριση με το αρχικό νομοσχέδιο και ότι σημαντικός αριθμός των προτάσεών μας έχουν γίνει αποδεκτές. Έχω ακούσει όμως, συναδέλφους από τα αστικά κέντρα, να λένε, ότι το «μάρμαρο» το πληρώνουν οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που είναι στα αστικά κέντρα και ότι οι αγρότες «τη βγάζουν καθαρή» και δεν φορολογούνται. Δηλαδή, πάνε να δημιουργήσουν έναν κοινωνικό αυτοματισμό οι αστοί εναντίον των αγροτών, όταν γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός αστών που έχουν αγροτεμάχια στην ύπαιθρο. Όμως, δεν είναι αυτή η αλήθεια, διότι ο αγρότης με αυτό το νομοσχέδιο, φορολογείται τρεις φορές. Μία φορά ως ιδιοκτήτης σπιτιού, δεύτερη φορά ως ιδιοκτήτης οικοπέδου και τρίτη φορά ως ιδιοκτήτης αγροτεμαχίου.
Έχω επανειλημμένα τοποθετηθεί και εκφράσει τις απόψεις μου, τόσο κατά τη διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης του νομοσχεδίου, όσο και στο γραπτό υπόμνημα με τις θέσεις και προτάσεις μου, που υπέβαλα στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, υποστηρίζοντας πως η αγροτική-παραγωγική γη αποτελεί βασικό συντελεστή παραγωγής για τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και τα είδη διατροφής και πως πουθενά στο κόσμο δεν φορολογείται η χρήση και κατοχής της, παρά μόνο το εισόδημα που προέρχεται από την εκμετάλλευσή της.
Αντέκρουσα, μάλιστα, με συγκεκριμένες πηγές και ποσά, το επιχείρημα πως εάν δεν φορολογηθεί η αγροτική γη, μέσω του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, απαιτούνται πρόσθετα-ισοδύναμα δημοσιονομικά μέτρα, τεκμηριώνοντας πως αυτά που εφαρμόζονται, αλλά και αυτά που θα εφαρμοστούν για τον αγροτικό πληθυσμό, προβλέπουν πολλαπλάσια έσοδα για τον κρατικό προϋπολογισμό από εκείνα του Φόρου Ακινήτων.
Και μάλιστα, εάν θέλετε, έκρουσα και τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας πως από την 1.1.2015 με την εφαρμογή της νέας, αναθεωρημένης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), η ενεργοποίηση των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης και η είσπραξη των κοινοτικών αγροτικών ενισχύσεων και επιδοτήσεων θα γίνεται με μοναδικό κριτήριο τη χρησιμοποιούμενη αγροτική γη, υπογραμμίζοντας την ανάγκη μεγιστοποίησης των καλλιεργούμενων εκτάσεων και όχι της συρρίκνωσής τους.
Και επειδή ποτέ στον μακρύ κοινοβουλευτικό μου βίο δεν επέλεξα τις ακρότητες και τις εκ του ασφαλούς δήθεν βαρύγδουπες τοποθετήσεις, ξεκαθάρισα πως, εάν η κυβέρνηση εμμείνει στην επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων στις αγροτικές εκτάσεις, το ποσό του φόρου πρέπει να είναι «συμβολικό», ιδιαίτερα δηλαδή χαμηλό, μόνο και μόνο για να μην υπάρξουν ενστάσεις ότι, οι αγρότες δεν συμβάλουν κατά τη συνταγματική επιταγή στα φορολογικά βάρη.
Προτείνοντας, μάλιστα, πως η επιβολή του φόρου μπορεί να έχει και διαρθρωτικό χαρακτήρα, εάν συνδυαστεί με την κατάργηση της φορολογίας στις μεταβιβάσεις αγροτικής γης σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί ο κλήρος και να μειωθεί ο αριθμός των ακαλλιέργητων, χέρσων και σχολαζουσών εκτάσεων.
Και όσον αφορά στο δεύτερο, με ικανοποίηση βλέπω τη μείωση του φόρου μεταβίβασης στο 3%, αλλά αυτό γίνεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο και χωρίς ειδική στόχευση, όπως στην περίπτωση της αγροτικής γης, που θα έπρεπε να προβλέπεται ειδική μείωση ή και κατάργηση του φόρου μεταβίβασης αγροτικών-παραγωγικών εκτάσεων σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.
Αναφορικά με τη φορολογική αντιμετώπιση των αγροτών, θα έλεγα πως το νομοσχέδιο προκαλεί μικτές αντιδράσεις. Καθώς στο άρθρο 52, αφενός απαλλάσσεται μερίδα αγροτών από την τήρηση από 1.1.2014 βιβλίων και στοιχείων και η φορολόγησή τους θα συνεχίσει να γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια και με τον τρόπο αυτό τηρείται η δέσμευση που είχε αναλάβει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών κατά τη συζήτηση του περυσινού φορολογικού νόμου, αφετέρου όμως δεν ξεκαθαρίζεται επακριβώς ποίοι θα είναι αυτοί οι αγρότες.
Το θέμα αυτό, όπως ορίζεται στο συγκεκριμένο άρθρο, αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια ενός γενικού γραμματέα – του γενικού γραμματέα δημοσίων εσόδων – ενώ δεν τίθεται ένα συγκεκριμένο κριτήριο, αλλά μπαίνουν διαζευκτικά : είτε με το ακαθάριστο εισόδημα, είτε με τις επιστροφές ΦΠΑ, είτε το ποσό των επιδοτήσεων που οι αγρότες λαμβάνουν κάθε χρόνο. Θεωρώ το ζήτημα του ποιος αγρότης θα φορολογείται ή όχι με βάση την τήρηση βιβλίων και στοιχείων πολύ σημαντικό και κρίσιμο και δεν μπορεί να αφήνεται έτσι «φλου στον αέρα» και στη διακριτική ευχέρεια ενός εκάστοτε Γενικού Γραμματέα. Δεν πρέπει να αποποιηθούμε του δικαιώματός μας ότι εμείς νομοθετούμε και εμείς πρέπει να ορίσουμε ποιο είναι το χαμηλό εισόδημα. Πρέπει να βάλουμε δικλίδες ασφαλείας. Εμείς νομοθετούμε, ο Γενικός Γραμματέας θα εκδώσει την εγκύκλιο με όλες τις λεπτομέρειες εφαρμογής.
Θεωρώ πως, για λόγους φορολογικής δικαιοσύνης οι αγρότες με χαμηλά εισοδήματα θα πρέπει να παραμείνουν στο ειδικό φορολογικό καθεστώς και πιστεύω πως το πλέον πρόσφορο μέσο για τον προσδιορισμό αυτού του εισοδήματος είναι οι επιστροφές ΦΠΑ του προηγουμένου έτους. Και εάν θέλετε και συγκεκριμένο ποσό, σας λέω μέχρι 2.000 ευρώ επιστροφής.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να σας επισημάνω πως τα θέματα φορολόγησης της αγροτικής γης και των αγροτικών εισοδημάτων θα πρέπει πάντα να εξετάζονται με τη μέγιστη δυνατή προσοχή και να συνδυάζονται με όλες τις παραμέτρους, κατευθύνσεις και εξελίξεις της ελληνικής και ευρωπαϊκής γεωργίας, εάν και εφόσον φυσικά υπάρχει η βούληση ο πρωτογενής τομέας να αποτελέσει μοχλό επανόδου στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Ακόμα, είναι πέρα από κάθε λογική η φορολόγηση των μακροχρόνιων, ξενοίκιαστων, ημιτελών, εγκαταλελειμμένων, ετοιμόρροπων, μη ηλεκτροδοτούμενων κτισμάτων που δεν αποδίδουν εισόδημα. Κύριε Υπουργέ, πρέπει να δείτε το θέμα αυτό γιατί προκαλεί έντονο προβληματισμό και είμαι βέβαιος ότι θα δώσετε λύση και σε αυτό το θέμα.».