Κιώς καλοκαίρι πούναι
άφησα το παραθύριον ημίκλεισθον
μην ο αγήρ δροσίσει τη στεγνή κορμοστασιά μου.
Μαντί γιαγέρα
μιαν ψυχή εμφάνη από μπρος μου.
Με κοίταε, το ίδιο κι εγώ.
Φτερούϊζε αλλά δεν πετούσε
μόν’ πήγαινε γύρω του εαυτού της.
Νόησα ότι στο έδαφος δεν ημπορούσε καλά να περπατήσει.
Κι όμως κάθε φορά που βλέπω μιαν ψυχή
έχει τη ζέστη την πολύ.
Μ’ έκανε εντύπωσις,
πως όταν τη φύσηξα απάνω της
αυτή εισήλθε προς τα μένα,
τότε κι εγώ εταράχθη.
Ωστέ να δύναμαι να λέγω
πως όταν ο Δημιουργός εδημιούργει την ψυχήν
με την Πνοήν Του μόνον
ετρόμαξε όταν αυτή
πήγε προς τον Πνευματικόν του χώρον.
Ωστέ κι Αυτός τραβήχτηκε ξωπίσω,
μα και μίαν ευχαρίστηση,
μα και μειδίασμα επέφερε σ’ Αυτόν.
Απότομη που είναι η ψυχή!
Φαντάσου φόβον καταβάλλει.
Ξέρω αφού το βλέπω ομπρός μου
πως η ψυχή καλύτερα πετάει παρά να περπατάει μπορεί.
Αναστάσιος Δούκλης (9 Ιουνίου 1998)