Να αποσυρθεί το νομοσχέδιο για τη «μικρή ΔΕΗ» και να προχωρήσουμε σε πολιτικές απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, ζητούν οι Οικολόγοι Πράσινοι.
Με φανερή την εσπευσμένη προσπάθεια προσαρμογής της κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ στα προαπαιτούμενα της τρόικας για την εκταμίευση της δανειακής δόσης του Ιουλίου, δεν είναι δυνατό να σχεδιαστεί καμιά φερέγγυα, επωφελής για τους καταναλωτές και τους εργαζόμενους αλλά και αειφορική ενεργειακή πολιτική.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι είναι αντίθετοι στην περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ αλλά παράλληλα ζητούν και στροφή σε μια πράσινη ηλεκτροπαραγωγή, με ταυτόχρονη αποκέντρωση του συγκεντρωτικού ενεργειακού μοντέλου και διασφάλιση της βιωσιμότητας στην περιοχή της Δ. Μακεδονίας, που δεινοπαθεί.
Μια εναλλακτική ενεργειακή πολιτική θα πρέπει να στοχεύει στη σταδιακή μετάβαση σε καθαρή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αφού η Ελλάδα διαθέτει επαρκές πρωτογενές δυναμικό (ήλιος, αέρας, νερό). Πρωταρχικό στοιχείο μιας νέας ενεργειακής πολιτικής αποτελεί και η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.
Οι κυβερνήσεις δεν προσπάθησαν επαρκώς αλλά και όπου προσπάθησαν απέτυχαν να εισδύσουν αποτελεσματικά οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) στην ηλεκτροπαραγωγή.
Βεβαίως, γνωρίζουμε ότι οι δραστηριότητες της ΔΕΗ συντηρούν το πελατειακό σύστημα στη Δ. Μακεδονία. Επίσης, ότι η ΔΕΗ απολάμβανε μέχρι τώρα ιδιαίτερων προνομίων και φανερών ή κρυφών επιδοτήσεων, που απολαμβάνουν και οι ιδιώτες μέτοχοι της, με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνεται η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα αλλά και κάποιοι απασχολούμενοι σε αυτήν και εργολάβοι να απολαμβάνουν ιδιαίτερα υψηλών αμοιβών σε σχέση με το αποτέλεσμα. Αυτή η στρεβλή κατάσταση, που αποτρέπει και τη διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή και καθηλώνει αρκετούς σε σχέσεις εξάρτησης από το λιγνίτη, πρέπει να αλλάξει. Η ιδιωτικοποίησή της, όμως, δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα. Για να μην επιστρέψουμε, όμως, ως καθεστώς λειτουργίας στην προ του 2010 εποχή, απαιτείται άλλος προσανατολισμός.
Εάν η κυβέρνηση δεν θέσει πρώτα με σαφήνεια τους εναλλακτικούς στρατηγικούς στόχους της χώρας σε θέματα ενέργειας ως το 2050 (αντίστοιχο διάστημα «ελευθερίας» θα απαιτήσουν προφανώς και οι μεγαλοεπενδυτές), τότε είναι σαφές ότι μια ιδιωτική ΔΕΗ θα δρα ανεξέλεγκτα και με γνώμονα μόνο το κέρδος (χωρίς συνυπολογισμό του σκοπίμως αγνοούμενου εξωτερικού κόστους). Σε μια τέτοια ανάλυση, οι ΑΠΕ βγαίνουν χαμένες.
Επίσης, είναι προφανές ότι μια ιδιωτική εταιρεία αυξάνει τα κέρδη της όταν μεγαλώνει ο τζίρος της, επομένως η ιδιωτικοποίηση αντίκειται στο βασικό στόχο, που πρέπει να είναι η μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα. Συνεπώς, ιδιωτικοποίηση χωρίς δεσμευτικούς άξονες από την κυβέρνηση -και ιδιαίτερα εξοικονόμησης- θα επιδεινώσει οικολογικά την ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα.
Ας απαντήσουν στο ερώτημα, πώς γίνεται στη Γερμανία το 80% των νέων επενδύσεων ΑΠΕ να ανήκει σε μικροεπενδυτές και μόνο το 20% σε μεγάλες εταιρείες και στην Ελλάδα ακριβώς το αντίθετο; Με δεδομένη την πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, μήπως θα έπρεπε να δοθεί δυνατότητα ενεργοποίησης και συμμετοχής σε τοπικούς φορείς, δημοτικές επιχειρήσεις και συνεταιρισμούς;
Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η δημιουργία σχετικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων και μάλιστα σε τοπικό επίπεδο, με την εμπλοκή της Αυτοδιοίκησης και των πολιτών, μπορεί να δώσει ώθηση στην οικονομία της περιοχής και ταυτόχρονα να βοηθήσει να ωριμάσουν νέες συλλογικές και οικολογικές απόψεις των πολιτών στην περιφέρεια.
Και σε μια τέτοια εξέλιξη, βεβαίως, δεν πρέπει να γίνει πώληση των μεγάλων δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και κατάτμηση της ΔΕΗ. Αντίθετα, ο ΑΔΜΗΕ θα πρέπει να μείνει δημόσιος για να μπορεί να ρυθμίζει με γνώμονα το γενικό συμφέρον των πολιτών την παροχή και διάθεση της ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεμένο δίκτυο της Ελλάδας.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι έθεσαν τα ζητήματα τον Μάρτιο, με αφορμή τη διαβούλευση-οπερέτα των μόλις 4 ημερών που είχε βάλει η κυβέρνηση για το Σχέδιο νόμου, και ζήτησαν ενημερωμένο δημόσιο διάλογο για τα ουσιώδη.
«Υποστηρίζουμε την παραμονή της ΔΕΗ στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά ταυτόχρονα απορρίπτουμε τις χρεοκοπημένες πολιτικές των κυβερνήσεων που επέβαλαν ένα κοντόφθαλμο και ρυπογόνο ενεργειακό μοντέλο, και σε συνεργασία με τις τοπικές εξουσίες δεν δρομολόγησαν εναλλακτικές λύσεις πέρα από το λιγνίτη», δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων Μιχάλης Τρεμόπουλος. «Η βρώμικη ενέργεια είναι και ακριβή, αφού βασίζεται στην καταστροφή του μέλλοντος και την υπεξαίρεση του φυσικού κεφαλαίου της περιοχής, το οποίο αποτιμάται στα 5 δις € την τελευταία 20ετία. Υποστηρίζουμε μια αειφορική ενεργειακή πολιτική, που θα εξασφαλίζει μια πράσινη ηλεκτροπαραγωγή, με ταυτόχρονη διασφάλιση της υγείας των πολιτών και του περιβάλλοντος αλλά και το δικαίωμα σε μια εργασία που σέβεται τις προϋποθέσεις της ζωής».