Η επέτειος της 4ης Αυγούστου δημιουργεί εκείνους τους συνειρμούς που είναι απαραίτητοι για τα διδάγματα που οφείλουμε να αντλούμε μέσα από την Ιστορία, ώστε να μη ξαναζήσουμε φασισμό, δηλώνει ο Μιχάλης Τρεμόπουλος, εκπρόσωπος Τύπου και πρώην ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων
Σε κείμενό του τονίζει ότι η υστέρηση στην αφομοίωση της σύγχρονης Ιστορίας και άλλες παθογένειες άφησαν εν πολλοίς ανοιχτή τη δυνατότητα μαζικής αποδοχής της φιλομεταξικής αφήγησης, ένα έδαφος που η Χρυσή Αυγή αξιοποίησε και εξέφρασε.
Σύμφωνα με τον Μ. Τρεμόπουλο, για να μπορέσει ένα φασιστικό, λαϊκιστικό μόρφωμα να εξελιχθεί σε κίνημα και να καταλάβει την εξουσία, πρέπει να εκπληρώνει κάποιες βασικές προϋποθέσεις: να υπάρχει α) περιβάλλον οικονομικής κρίσης, β) απαξίωση του πολιτικού συστήματος και γ) εξασφάλιση υποστήριξης από τις ελίτ, είτε αυτές είναι οικονομικές είτε θρησκευτικές είτε μιντιακές. Οι αντιστοιχίες με την ελληνική πραγματικότητα είναι εξόφθαλμες, τονίζει, όπως και οι κίνδυνοι.
Η δεκαετία του 1930 ήταν και για την Ελλάδα πολυτάραχη όπως και για τον υπόλοιπο κόσμο. Μετά το μακελειό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και τη συνακόλουθη κοινωνική, πολιτική και ηθική κρίση, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι φασισμοί ήταν η κατάληξη της βίαιης σκλήρυνσης της πολιτικής ζωής.
Για την αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος, ενθαρρύνθηκε ο αυταρχισμός και η ανάπτυξη δικτατορικών καθεστώτων, τα οποία στηρίχτηκαν στον εθνικισμό, την ιδεολογία που έκανε αποδεκτές τις στερήσεις τις οποίες συνεπάγονταν οι μαζικοί εξοπλισμοί. Ακολούθησε κύμα εδαφικών διεκδικήσεων, που συνοδεύτηκαν από επιθετικές ενέργειες.
Τα φασιστικά κινήματα χαρακτηρίζονταν από φανατικό αντικομμουνισμό και εθνικισμό, προωθούσαν τον μιλιταρισμό και τη βίαιη καταστολή, τόνιζαν την πίστη τους στις αξίες της θρησκείας, της έννομης τάξης και της οικογένειας και στόχευαν στη διάλυση των συνδικάτων και την επιβολή εργασιακής πειθαρχίας. Πολλά από αυτά μετατράπηκαν σε κινήματα εξουσίας, στηριζόμενα στην ευρεία αποδοχή και υποστήριξή τους από τα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, τους βιομηχάνους, την εκκλησία.
Από τα πιο ουσιώδη συστατικά του φασισμού είναι η απροκάλυπτη χρήση βίας και η μηδενική ανοχή στη διαφορά. Τα τυπικά χαρακτηριστικά του πρωτοφασισμού, κατά τον Ουμπέρτο Έκο, είναι η λατρεία στην παράδοση, η δράση για τη δράση, ο επιλεκτικός λαϊκισμός, η παραδοχή ότι η ταυτότητα του έθνους είναι οι εχθροί του, ότι ο ειρηνισμός είναι συναλλαγή με τον εχθρό.
Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου υπήρχε και ένα ανερχόμενο συνδικαλιστικό κίνημα. Η εμπειρία μέσα από την Ιστορία της Θεσσαλονίκης, όπου υπήρχαν τα θεμέλια που είχε βάλει η ιστορική Φεντερασιόν, είναι καταλυτική. Η ανάπτυξη του εθνικισμού, του αντικομμουνισμού και του αντισημιτισμού στη Θεσσαλονίκη είναι και το αντικείμενο μελέτης χρόνων του Μ. Τρεμόπουλου, που ετοιμάζει και την έκδοση σχετικού βιβλίου.
Μερικά σημεία από το κείμενό του, που δημοσιεύεται στο TVXS:
Στη δεκαετία του ’20 η χωροφυλακή προσπαθούσε να ελέγξει τις εξελίξεις μέσα και από τους χαφιέδες της καθώς και με βασανιστήρια, με μαστίγωμα με βούρδουλα, «φάλαγγα» κτλ. Προσλάμβαναν για βοήθεια τραμπούκους «μαγκουροφόρους», που και οι ίδιοι ήταν συχνά εργαζόμενοι στα χρηματοδοτούμενα από τους εργοδότες «κίτρινα σωματεία». Έτσι δημιουργήθηκε ο πυρήνας ενός δικτύου αντικομουνιστικών, εθνικιστικών ομάδων, που θα ανθήσει σε στενή συνάφεια με τις αρχές τα επόμενα χρόνια και θα παίξει ολέθριο ρόλο στην πολιτική.
Υπάρχει όμως ευθύνη και στην πολιτική του Ελ. Βενιζέλου για την ανάδυση ενός κύματος αντισημιτισμού και για την οικονομική αποδυνάμωση των εβραίων. Ήταν φανερό ότι «από τη στιγμή που η Θεσσαλονίκη γίνεται συνοριακή πόλη, ήταν εθνικός αυτοσκοπός να επιβληθεί το ελληνικό στοιχείο». Και βέβαια, η καταπίεση συχνά δεν ήταν τόσο ο αντικειμενικός σκοπός όσο μια όψη του «εκσυγχρονισμού του κράτους».
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η εθνική συσπείρωση έχει ανάγκη από νέες στοχεύσεις. Με την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, το ιδεολογικό κενό καλύπτεται από έναν τραυματισμένο και υλικά ανταλλάξιμο εθνικισμό. Οι φορείς της εθνικής ιδεολογίας κατήγγελλαν, πλέον, όχι τους εξωτερικούς εχθρούς αλλά τους εσωτερικούς, τους κομμουνιστές και τους Εβραίους.
Ήδη ο Μακεδονικός Αγώνας είχε ευνοήσει την ανάπτυξη ποικίλων ισχυρών δεσμών ανάμεσα σε τοπικούς παράγοντες και σε πατριαρχικούς αγρότες. Οι εξελίξεις και τα προβλήματα της δύσκολης περιόδου 1908-1922 είχαν συντηρήσει την ανάγκη προστατών και μεσολαβητών, ενώ μέσα στο κλίμα του «εθνικού διχασμού» το πατριαρχικό δίκτυο του Μακεδονικού Αγώνα είχε μεταλλαχτεί σε κομματικό μηχανισμό, με εθνικά καταξιωμένους πάτρωνες και αφοσιωμένους πελάτες.
Αντίστοιχοι δεσμοί σφυρηλατήθηκαν και με τον προσφυγικό κόσμο. Και επειδή οι περισσότεροι πρόσφυγες είχαν αγκαλιάσει τον βενιζελισμό, ακόμη και η μερίδα τους που θα υιοθετήσει φασίζουσες πρακτικές θα συνεχίσει να διατηρεί τους δεσμούς της και να τους δίνει υλική υπόσταση.
Κατά τη δεκαετία 1923-1933 στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν πέντε εκλογικές αναμετρήσεις’ ουσιαστικά όλη η περίοδος ήταν μία παρατεταμένη προεκλογική εκστρατεία γεμάτη στρατιωτικά κινήματα και συνωμοσίες.
Υπάρχει βεβαιωμένη σχέση των εθνικιστικών και φασιστικών κινημάτων με τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς. Ως το 1929 λειτουργούσαν 13 σύλλογοι και σωματεία με επιδιώξεις εθνικιστικές, αντικομμουνιστικές, ακόμη και φασιστικές τέσσερις από αυτούς ήταν σύλλογοι εργατών, πέντε ήταν ενώσεις αναπήρων και εφέδρων οπλιτών, ένας προέβλεπε τη δυνατότητα να συμμετάσχει ενεργά στην πολιτική, δύο έδιναν ιδιαίτερη έμφαση σε ιδεολογικά ζητήματα και ο τελευταίος αποδεχόταν την ιταλική φασιστική ιδεολογία. Επομένως, υπήρχε ήδη γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της μεταξύ τους συνεργασίας, έχοντας ως βάση συνεννόησης ορισμένες κοινά αποδεκτές αρχές.
Όμως η βασική οργάνωση-κορμός ήταν η Εθνική Ένωσις «Η Ελλάς» (Ε.Ε.Ε.), με καταστατική ίδρυση στις 5.2.1927, που δεχόταν ως μέλη μόνο χριστιανούς και βασικοί εχθροί της ήταν οι εβραίοι, ο κομμουνισμός, ο ταξικός συνδικαλισμός. Οι «τριεψιλίτες» εργάτες απολάμβαναν και την εμπιστοσύνη των εργοδοτών της πόλης. Η οργάνωση έπαιρνε μέρος σε επίσημες παρελάσεις στις εθνικές γιορτές και λάβαινε επιχορηγήσεις από το δήμο, κρατικούς φορείς και μεγάλες τράπεζες.
Η Ε.Ε.Ε. κατάφερε να έχει μέχρι και 27 παραρτήματα σε όλη τη χώρα, να κατεβάζει στρατιές με τραίνα και να παρελαύνει στην Αθήνα, να καθορίζει την πολιτική ατζέντα και να υλοποιεί διωγμούς, εμπρησμούς κ.α. Στόχος τους ήταν να εξοντωθεί η εβραϊκή κοινότητα της πόλης και να αντιμετωπιστεί η αριστερά. Ταυτόχρονα επιδίωκε να ενισχύσει τις γραμμές ένταξης στο λεγόμενο εθνικό κορμό. Μπορεί να μην κατάφεραν να φτάσουν ως κίνημα στην εξουσία αλλά επηρέασαν το κυβερνητικό κόμμα των Φιλελεύθερων και προετοίμασαν το έδαφος για τη φασιστική δικτατορία του Μεταξά.
Μέσα στο 1930 η ΕΕΕ θα συσπειρώσει όλα τα αντιδραστικά στοιχεία της πόλης και της υπαίθρου και θα μετατραπεί σε παραστρατιωτική οργάνωση, με μαχητικές ομάδες κρούσης. Με παρελάσεις και τραμπουκισμούς, με παρεμβάσεις στις δημοτικές εκλογές και διαπλοκές με υψηλά πολιτικά πρόσωπα, με καταστροφή των εβραϊκών νεκροταφείων και πογκρόμ, επεκτείνονται πανελλαδικά, με 27 παραρτήματα και 7.000 μέλη. Από αυτά, τα 3.000 υπολογίζονται μόνο στη Θεσσαλονίκη, κυρίως πρόσφυγες.
Το αποκορύφωμα ήταν το πρώτο μεγάλο πογκρόμ εναντίον των εβραίων, με θανάτους, κυρίως στον εβραϊκό συνοικισμό Κάμπελ. Εκπρόσωποι της ΕΕΕ είχαν συναντηθεί με τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Γονατά την παραμονή των ταραχών, και εκείνος συντάχθηκε με τους στόχους τους.
Προκύπτει, λοιπόν, ότι μολονότι ένα σοβαρό τμήμα του προσφυγικού και ντόπιου πληθυσμού ελεγχόταν από τους κομματικούς μηχανισμούς, κοινωνικά και ιδεολογικά εκφραζόταν και κατέφευγε σε οργανώσεις, όπως η ΕΕΕ. Μέσω της ποικιλόμορφης εξάρτησης των οργανώσεων αυτών (οικονομική ενίσχυση, ηθική συμπαράσταση, δημόσια προβολή) από φορείς της εξουσίας (βενιζελικοί κυρίως πολιτευτές, τοπικός Τύπος, εκκλησιαστικές αρχές, κά.) ασκούνταν μια μορφή ελέγχου από τους παράγοντες της κατεστημένης εξουσίας πάνω στο δυσαρεστημένο κόσμο.
Ο πόλεμος της ΕΕΕ εναντίον των εβραίων θα ωθήσει μόνο χιλιάδες εβραϊκές οικογένειες της Θεσσαλονίκης να αναχωρήσουν για το εξωτερικό. Οι πιο πλούσιοι θα φύγουν για την Ευρώπη και άλλοι για την Παλαιστίνη.
Η πολιτική συμπαράσταση προς την ΕΕΕ είχε και σαφές υλικό αντίκρισμα: οι κρατικές και δημοτικές αρχές ανταποκρίνονταν στα αιτήματα χρηματοδότησης των εθνικοφρόνων υπερασπιστών της τάξης. Αυτό αφορούσε και τον Τύπο και την εκκλησία και πολιτευτές των Φιλελεύθερων και των Λαϊκών.
Στις βουλευτικές εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, τις τελευταίες δημοκρατικές εκλογές στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, δεν θα προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η προοπτική ρυθμιστικού ρόλου της Αριστεράς θα επηρεάσει τις εξελίξεις και, ο βασιλιάς Γεώργιος θα διορίσει πρωθυπουργό τον βασιλόφρονα και γερμανόφιλο στρατιωτικό Ιωάννη Μεταξά, που είχε συμμετάσχει στις εκλογές και είχε εξασφαλίσει ποσοστό 3,94% με 7 έδρες. Παρόλο το μικρό του ποσοστό, ο Μεταξάς θα δεχτεί τη στήριξη των δύο μεγάλων κομμάτων της εποχής, των Φιλελευθέρων και του Λαϊκού. Αμέσως, μάλιστα, η Βουλή θα διακόψει τις εργασίες της -δήθεν λόγω καλοκαιριού- και θα δώσει στον Μεταξά υπερεξουσίες.
Είναι η απάντηση του αστικού πολιτικού κόσμου στις εργατικές κινητοποιήσεις. Ήδη από τις αρχές Μαρτίου είχε εκδηλωθεί μια σειρά απεργιών. Η εξέγερση του Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη, μια από τις πιο σημαντικές στιγμές για την παγκόσμια ιστορία του εργατικού κινήματος, που εκτός από πολιτική επιστράτευση είχε πνιγεί στο αίμα, με «ελευθερία δράσης» στη χωροφυλακή αλλά και τη συνδρομή των τραμπούκων της εθνικιστικής οργάνωσης ΕΕΕ, που πυροβολούσαν και από τις ταράτσες κτιρίων. Απολογισμός: 12 νεκροί, 32 βαριά και 250 ελαφρά τραυματίες, όλοι πολίτες. Οι τρεις από τους νεκρούς ήταν Εβραίοι.
Η δικτατορία του Μεταξά θα αξιοποιήσει τα στελέχη των εθνικιστικών οργανώσεων στην ΕΟΝ και την κρατική δομή. Η οργάνωση θα επανεμφανιστεί λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από το ναζιστικό στρατό με αρχηγό τον συνταγματάρχη Γεώργιο Πούλο, για την πραγμάτωση των ιδανικών του εθνικοσοσιαλισμού. Αυτό στην πράξη σήμαινε συνεργασία με τους ναζί κατακτητές, εκτεταμένες δολοφονίες στο όνομα του εθνικού αγώνα ενάντια στον κομμουνισμό και ιδιοτελής δοσιλογισμός.
Η Άκρα Δεξιά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα εμφανιστεί στην Ευρώπη ως μια περιθωριακή πολιτική δύναμη και παρέμεινε σε καραντίνα, ταυτόχρονα με την πολιτική ενσωμάτωσης ακόμη και βασικών στελεχών της στο πολιτικό σύστημα. Ειδικά στην Ελλάδα, οι δοσίλογοι συνεργάτες της ναζιστικής Γερμανίας θα κρυφτούν στη μεγάλη Δεξιά παράταξη και θα κάνουν σημαία τα εθνικά ιδεώδη και τον αντικομμουνισμό. Όλες οι εκδοχές της Δεξιάς στεγάστηκαν στο κόμμα του Συναγερμού και μετά της ΕΡΕ ενώ το δεξιό παρακράτος αυτονομήθηκε μόνο για να επιβάλει τη χούντα του 1967.
Στα συμπεράσματά του ο Μ. Τρεμόπουλος καταλήγει:
Η Άκρα Δεξιά, ο λαϊκισμός και τελικά ο φασισμός ευδοκιμούν προπάντων σε μεταβατικές περιόδους. Το τέλος του πολέμου το 1945, ο μεταβιομηχανισμός της δεκαετίας του ’70, ο μετακομμουνισμός της δεκαετίας του ’90, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η «δημοσιονομική» κρίση μετά το 2008 αποτελούν χαρακτηριστικές καμπές μετάβασης, στη διάρκεια των οποίων το παρελθόν ξυπνά και οι αμυντικές στάσεις απέναντι στη νέα πραγματικότητα διεγείρονται.
Οι συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η έξαρση των εθνικισμών και των πολιτικών εθνοκάθαρσης, οι ξένες επεμβάσεις, η αντιπαράθεση για το όνομα της ΠΓΔΜ, η μαζική είσοδος παράνομων μεταναστών κ.α. ενίσχυσαν στην Ελλάδα την εθνικιστική και ρατσιστική ρητορεία και δημιούργησαν ένα ευρύ αξιακό υπόστρωμα στην κοινωνική συνείδηση για την αποδοχή της ακροδεξιάς ατζέντας.
Και η αντιμετώπισή της είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση.