paralia-kythnos-620x320

Το άγχος για τη δουλειά φεύγει όταν αυτή φτάνει προς την ολοκλήρωση ενός κύκλου της, δηλαδή μιας πλήρους επανάληψης κατά την οποία στην επόμενη έχουμε κρίνει πως θα αναμένουμε “ξανά τα ίδια”. Αυτό το “ξανά τα ίδια” συνιστά το συμβολισμό της ματαιότητας ως αντιστρόφως ανάλογη του πόσο δημιουργικά βλέπουμε την εργασία μας. Δηλαδή όσο δημιουργικά βλέπουμε την εργασία μας τόσο λιγότερη ματαιότητα νιώθουμε όταν βαίνουμε προς ολοκλήρωση ενός κύκλου της.

Η “ολοκλήρωση” αυτή συνήθως στην Ελλάδα συμβαίνει το καλοκαίρι. Βέβαια στην κουλτούρα μας έχουμε “πλείστας ανάπαυλας” όπως θρησκευτικές επέτιοι και εθνικές γιορτές. Όλα αυτά καθρεφτίζουν θα έλεγε κανείς την δημιουργικότητας και την απελευθέρωση. Αυτή η κουλτούρα έχει να κάνει  αφενός με την ανάγκη μας να δούμε τα πράγματα από απόσταση για να κάνουμε μια δημιουργική σύνθεση, και αφετέρου γιατί το κλίμα και τα μέρη της χώρας που ζούμε προκαλούν μια τάση για εξερεύνηση. Μια τάση για απόλαυση της φύσης.

Η δημιουργικότητα εντοπίζεται στο χώρο και το χρόνο κατά τον οποίο νιώθουμε πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία, το νου και το σώμα μας με τρόπο που να επικοινωνεί στους άλλους κάτι που θα τους χρησιμεύσει για να κάνουν κι αυτοί το ίδιο ούτως ώστε μέσα από την ανταλλαγή να παραχθεί ένα προϊόν. Όπως ο ήλιος, η γη και το δέντρο υπάρχουν και ανταλλάσσουν ενέργεια μέσα στο χρόνο με τρόπους που αποδίδουν καρπούς τους οποίους γεύεται ο άνθρωπος. Είναι δηλαδή η δημιουργικότητα συνυφασμένη άμεσα με τη ζωτικότητα μέσα μας, με την αίσθηση πως υπάρχουμε και  αυτό φαίνεται μέσα από τις σχέσεις μας, συνειδητές και ασύνειδες. Μας έχουν ανάγκη οι άλλοι και αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από το ότι συνεργάζονται μαζί μας. Τους έχουμε κι εμείς ανάγκη κι αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι συνεργαζόμαστε μαζί τους.

Η δημιουργικότητα είναι το παιχνίδι της ζωής. Γι’αυτό και η άμεση και όριμη έκφρασή της, η εργασία, αποτελεί βασικό δικαίωμα.

Σήμερα στη χώρα μας υπάρχει σοβαρό πρόβλημα όσον αφορά στην εργασία. Η κρίση δημιουργεί μια εσωστρέφεια η οποία σαν ουροβόρος όφις πεινά και τρέφεται από τον ίδιο τον ιστό της σαν υποσιτισμένο παιδί με τυμπανισμό που αναρωτιέται “πως γίνεται να είναι κοκαλιάρικο, κι απ” την άλλη να’χει τόσο φουσκωμένη κοιλίτσα”. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που εργάζονται και πολλοί που δεν εργάζονται. Πολλοί απ’τους εργαζόμενους βιώνουν μια μεγάλη ενοχή όσον αφορά στον τρόπο εργασίας, καθώς το άγχος για παραγωγικότητα προκαλεί υπερ-προσπάθεια η οποία βιώνεται από τον εργαζόμενο ως μια διαδικασία που δεν επιτρέπει στους άνεργους να “βρουν κι αυτοί μια θέση στον ήλιο”. Από την άλλη τα δεδουλευμένα του εργαζόμενου βιώνονται εξίσου ενοχικά πολλές φορές καθώς το να σκεφτεί τις διακοπές είναι σαν να ζητά μια πολυτέλεια εν μέσω ατόμων που “δεν έχουν ούτε τα βασικά”.

Από την άλλη υπάρχει ο άνεργος πληθυσμός μέσα στον οποίο υπάρχει μεγάλος θυμός, δισπιστία προς τον εαυτό, τους οικείους και την κοινωνία εν γένει. Ο άνεργος ως μέσο άτομο όχι απλά δε σκέφτεται “το κλείσιμο του κύκλου” για φέτος αλλά ίσως να βιώνει με θυμό και ματαιότητα τον “κύκλο που τελειώνει” και απ” τον οποίο δεν μπορεί να βγει γιατί η ανεργία στο νου του δεν κάνει διακοπές. Το άγχος για την εύρεση εργασίας παραμένει μια συνεχής τροχοπέδη-προϋπόθεση για να νιώσει ελεύθερος και ξένοιαστος. Απ” την άλλη η εργασία καθεαυτή περιλαμβάνει μια δέσμευση κι αυτό σε συνδυασμό με το ότι δεν είναι εύκολο να την βρει κανείς στις μέρες μας κάνει ένα διπλό δεσμό στο μυαλό: “Πρέπει να δεσμευτώ ότι θα δεσμευτώ”. Πολλοί άνθρωποι κατηγορούν τους εαυτούς τους για το ότι δεν βρίσκουν εργασία με αποτέλεσμα να φορτώνονται μια υπερ-εθνική κατάσταση στους ώμους τους, πράγμα το οποίο είναι καταφανώς δυσβάσταχτο.

Μ’αυτά και με “κείνα οι φαντασιώσεις καταστροφής, ότι π.χ. “κάποιος που έχει μεγαλύτερη ανάγκη θα “φάει” τη δουλειά αυτού που κουράστηκε και θέλει διακοπές” δημιουργούν ένα κλίμα φόβου και παγωμάρας. Το επίπεδο εργασίας πέφτει δραματικά γιατί λίγοι συλλογίζονται πως η καλή εργασία είναι μια συνισταμένη ικανοποίησης και ξεκούρασης, η οποία βιώνεται ως τέτοια εξ αιτίας της κούρασης απ” τη δουλειά. Κι αυτός ο “κύκλος” είναι η δυναμική πάνω στην οποία κάποιος δημιουργεί πραγματικά, δηλαδή εργάζεται παραγωγικά και νιώθει πως προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο με το οποίο δένεται εξ ανάγκης και πεποιθήσεως.

Σήμερα φαίνεται πως η δουλειά, ενώ ήταν μια πράξη συλλογικής πίστης και αφοσίωσης στον άνθρωπο ως γένος, κατέληξε από υπηρέτης του να γίνει αφέντης του. Σ’αυτή τη συγκυρία λοιπόν που η ξεκούραση μοιάζει μακρυά και οι διακοπές γίναν πολυτέλεια, τα διλήμματα σφίξαν το μυαλό κι ο άνθρωπος τον εαυτό του.

Η απόσταση λοιπόν που καλείται πλέον να πάρει ο σύγχρονος άνθρωπος από τα καθέκαστα μπορεί να μην είναι εφικτή με πρακτικό τρόπο σε παραλία αλλά μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο.

Η εφευρετικότητα ανθίζει άλλωστε σε δύσκολες συγκυρίες:

α) οι μεγάλοι θεωρητικοί της φυσικής (Bors, Heisenberg) διατύπωσαν τις θεωρίες τους τη δεκαετία του 1920, δηλαδή πριν ή και κατά τη διάρκεια του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου ενώ παράλληλα

β) ο L. Wittgenstein γράφει το απαράμιλλο φιλοσοφικό του έργο για τη λογική.

Κατά το μεσοπόλεμο (μεταξύ πρώτου και δευτέρου παγκοσμίου)

γ)ο Einstein διατυπώνει τη θεωρία της σχετικότητας,

δ)ο Freud την ψυχανάλυση και

ε)άλλα πολλά.

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται παρηγοριά στον άρρωστο όμως δεν είναι! Η θλίψη της παρακμής έχει μεγάλη σχέση με το να συγκρίνουμε το παρόν με το παρελθόν. Σαν “τα καλύτερα να πέρασαν, να μην ήταν στο χέρι μας και να μη μπορούμε να δημιουργήσουμε άλλα”! Αυτή είναι η λογική πίσω από την οποία βασιλεύει μια ματαιότητα που έχει να κάνει με τον καταναλωτικό ηδονισμό. Ο ηδονισμός αυτός δεν είναι απλά ίδιον της “καταναλωτικής κοινωνίας” αλλά ίσως μέσα απ” αυτήν του δώθηκε κάποια έμφαση. Πρόκειται όμως για μια ιδιότητα του μυαλού όλων των ανθρώπων. Αυτή η ιδιότητα έχει να κάνει με την επανάληψη και ονομάζεται συνήθεια. Η συνήθεια είναι ένα παγιωμένο μοτίβο κατά το οποίο κάποιος ξέρει πως αν ακολουθήσει συγκεκριμένα βήματα θα πετύχει ένα πολύ συγκεκριμένο σκοπό. Όταν λοιπόν δεν έχει πια π.χ. πόδια για να κάνει αυτά τα βήματα, θα περιπέσει σε θλίψη διότι έχει συνηθίσει να τα χρησιμοποιεί προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του. Αν καταφέρει όμως να ξεπεράσει τη θλίψη θα νιώσει μια εφευρετικότητα, μια διανοητική πνοή που πηγάζει κατευθείαν από τον ίδιο και τη θέλησή του να επιτύχει κάτι. Ο,τιδήποτε. Να νιώσει δηλαδή δημιουργικός.

Στο θέμα που πραγματευόμαστε συγκεκριμένα βοηθητικά είναι τα κοινωνικά δίκτυα στο internet και οι οργανωτικές δυνατότητες για events που παρέχουν.

Π.χ. στο Θησείο, το σάββατο περνούσα και άκουσα στο κάτω μέρος της Ερμού swing jazz. Πλησίασα και είδα αρκετά ζευγάρια να χορεύουν μ’αυτή τη μουσική σε ένα πλακόστρωτο. Είχαν ένα dj, ένα laptop και δύο μόνιτορ και κάνανε πάρτυ οι άνθρωποι! Δεν έχω ιδέα ποιος το σκέφτηκε αυτό. Όμως πήγα εκεί και ένιωσα τη χαρά του αυθορμητισμού. Αντίστοιχα events παλαιότερα ήταν και τα “harlem shake”.

Η δημιουργικότητα, η χαρά δηλαδή του να επικοινωνεί κανείς την ύπαρξή του με τους υπόλοιπους είναι δωρεάν και έχει μέσα της την ουσία της επικοινωνίας: Την εξωστρέφεια. Η πιο απαλή απ’όλες τις εκρήξεις. Δεν επιβάλλεται σε κανέναν, τους χωράει όλους και δεν σταματάει πουθενά όταν ξεκινήσει με σκοπό τον εαυτό της.

Οι λύσεις που μπορεί να βρει κανείς για να κάνει ευχάριστο το καλοκαίρι του “τώρα πια που τα λεφτά σπανίζουν” είναι τόσες όσοι και οι άνθρωποι που κυκλοφορούν και νιώθουν πως θέλουν να επικοινωνήσουν.