1 – Υπάρχουν παραγωγοί που υπέβαλλαν ενιαία αίτηση ενίσχυσης αλλά δεν τους κατανεμήθηκαν Δικαιώματα Βασικής Ενίσχυσης;
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, ενιαία αίτηση ενίσχυσης υπέβαλλαν συνολικά 718.000 παραγωγοί.
Από αυτούς που υπέβαλαν αίτηση ενιαίας ενίσχυσης, για το 94,2%, δηλαδή για 676.000 παραγωγούς, εκδόθηκαν προσωρινά Δικαιώματα Βασικής Ενίσχυσης (ΔΒΕ).
Το υπόλοιπο ποσοστό (5,8%) αφορά αιτήσεις παραγωγών οι οποίοι:
είτε κρίθηκαν ως μη ενεργοί γεωργοί (0,8%),
είτε δήλωσαν συνολικές εκτάσεις μικρότερες των 4 στρεμμάτων (2,9%),
είτε κρίθηκαν, για διάφορες αιτίες, μη δικαιούχοι ΔΒΕ με βάση το νέο κανονιστικό πλαίσιο (2,7%).
Όσοι παραγωγοί από τους παραπάνω κρίθηκαν μη δικαιούχοι με βάση το κριτήριο του ενεργού γεωργού ή λόγω μη ταυτοποίησης των στοιχείων τους θα έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτημα αναθεώρησης εφόσον το επιθυμούν.
2 – Υπάρχουν παραγωγοί για τους οποίους εκδόθηκαν Δικαιώματα Βασικής Ενίσχυσης αλλά δεν πιστώθηκε στους λογαριασμούς τους η 1η δόση της εκκαθάρισης Βασικής Ενίσχυσης;
Από το σύνολο των 676.000 παραγωγών για τους οποίους εκδόθηκαν προσωρινά Δικαιώματα Βασικής Ενίσχυσης, πιστώθηκε τη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου το 90% της εκκαθάρισης της βασικής ενίσχυσης στους λογαριασμούς των 564.000 παραγωγών.
Από τους υπόλοιπους 112.000 παραγωγούς που δεν έλαβαν την 1η δόση της Βασικής Ενίσχυσης:
Η μεγάλη πλειοψηφία (περίπου 90.000 παραγωγοί) δικαιούνται βασική ενίσχυση μικρότερη των 250 ευρώ και ο κοινοτικός κανονισμός δεν επιτρέπει την καταβολή της. Οι παραγωγοί αυτοί, εάν είτε με την καταβολή του «πρασινίσματος» είτε και με την χορήγηση των συνδεδεμένων ενισχύσεων, συμπληρώσουν τα 250 ευρώ ως δικαιούμενη ενίσχυση, θα εισπράξουν στο ακέραιο τα χρήματά τους. Εάν δεν συμπληρώνουν τα 250 ευρώ, τότε, με βάση τον κανονισμό δεν θα εισπράξουν ενίσχυση, όπως συνέβαινε μέχρι και πέρυσι, με το προηγούμενο καθεστώς, για τους παραγωγούς που εδικαιούντο ενίσχυση μέχρι 200 ευρώ.
Για τους υπόλοιπους περίπου 22.000 παραγωγούς βρίσκεται σε εξέλιξη ο έλεγχος τόσο των αιτημάτων μεταβολών δικαιωμάτων βασικής ενίσχυσης όσο και ο έλεγχος για τον “ενεργό γεωργό” από το Υπουργείο Οικονομικών. Όσους εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες ο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν μπορεί να τους συμπεριλάβει στην πληρωμή και θα τους ενημερώσει σχετικά με την ολοκλήρωση των ελέγχων, οπότε θα πάρουν τότε τα χρήματα που δικαιούνται.
3 – Υπάρχουν παραγωγοί οι οποίοι είδαν στους λογαριασμούς τους λιγότερα χρήματα από εκείνα που υπολόγιζαν ότι θα πάρουν ή από εκείνα που είχαν πάρει πέρυσι;
Η εφετινή είναι η πρώτη χρονιά εφαρμογής της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Κοινότητας και ο υπολογισμός του πλήθους των δικαιωμάτων και της αξίας κάθε δικαιώματος έγινε από την αρχή, σε εντελώς διαφορετική βάση από ότι ίσχυε με την προηγούμενη ΚΑΠ. Κάθε σύγκριση είναι άτοπη, ωστόσο ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες είναι οι εξής:
Ο προϋπολογισμός της νέας ΚΑΠ, δηλαδή τα διαθέσιμα κονδύλια για τις ενισχύσεις των παραγωγών, είναι λιγότερα από εκείνα της «παλιάς» ΚΑΠ περίπου κατά 15%. Συνεπώς υπάρχει μια μείωση των ενισχύσεων «από την πηγή».
Με τη νέα ΚΑΠ, καταργείται το καθεστώς της ενιαίας ενίσχυσης και θεσπίζονται νέα καθεστώτα. Το μεγαλύτερο ποσοστό της κοινοτικής χρηματοδότησης περίπου το 85% του εθνικού ανωτάτου ορίου χωρίζεται στη βασική ενίσχυση (περίπου το 55%) και στην ενίσχυση που συναρτάται με τις φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές, το λεγόμενο «πρασίνισμα», που είναι το υπόλοιπο 30%. Οι εν λόγω ενισχύσεις αφορούν στο σύνολο των παραγωγών. Επιπλέον υπάρχουν για συγκεκριμένες κατηγορίες αγροτών, οι συνδεδεμένες ενισχύσεις και οι ενισχύσεις για τους νέους αγρότες.
Η 1η δόση που πιστώθηκε τη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου στους λογαριασμούς είναι το 90% της εκκαθάρισης της βασικής ενίσχυσης, δηλαδή το 90% του 60% κατ΄ αντιστοιχία της ενιαίας ενίσχυσης. Συνεπώς ο παραγωγός έλαβε το 54% της ενιαίας ενίσχυσης. Το υπόλοιπο 46% θα το εισπράξει με την καταβολή του «πρασινίσματος» που υπολογίζεται να καταβληθεί τον Φεβρουάριο. Ορισμένες κατηγορίες αγροτών θα πάρουν επιπλέον και τις συνδεδεμένες ενισχύσεις τους ή τις ενισχύσεις για νέους αγρότες.
Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται ανά περιοχή ή ανά καλλιέργεια σε σχέση με ότι εισέπραττε ο παραγωγός με το προηγούμενο καθεστώς, πέραν του μικρότερου προϋπολογισμού της ΚΑΠ που προαναφέρθηκε, οφείλονται σε επιλογές που έγιναν από τη χώρα μας όσον αφορά τον τρόπο εφαρμογής της ΚΑΠ, όπως για παράδειγμα στην επιλογή να χωριστεί η χώρα σε τρείς περιφέρειες (αροτραία, δενδρώδεις, βοσκότοποι) κ.λπ. Οι επιλογές αυτές έχουν συγκεκριμένες συνέπειες (δυσμενείς για κάποιες καλλιέργειες και κάποιες περιοχές και ευνοϊκές για άλλες) οι οποίες ήταν γνωστές, χωρίς όμως να είναι καταλυτικές. Σε κάθε περίπτωση, οι επιλογές αυτές έγιναν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και όχι από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Οι νεοεισερχόμενοι στο επάγγελμα αγρότες εμφανίζονται να εισπράττουν μικρότερα ποσά από τους «παλιούς» αγρότες που έχουν την ίδια καλλιέργεια, στην ίδια περιοχή, ιδίως τα πρώτα χρόνια εφαρμογής της νέας ΚΑΠ. Είναι πράγματι μια αδικία που προέρχεται – και αυτή – από επιλογές που έγιναν σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά τον τρόπο εφαρμογής της ΚΑΠ, επιλογές ωστόσο που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βρήκε ήδη αποφασισμένες. Στο πλαίσιο του νέου Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης το υπουργείο έχει περιλάβει ειδικά μέτρα ενίσχυσης των νέων αγροτών καθώς τους θεωρεί ως την ατμομηχανή που μπορεί να οδηγήσει τον αγροτικό τομέα στην ανάπτυξη.
Η ίδια η αρχιτεκτονική της νέας ΚΑΠ σε εθνικό επίπεδο (η χώρα μας «έστησε» δυστυχώς ένα από τα πλέον περίπλοκα συστήματα εφαρμογής της νέας ΚΑΠ) δημιουργεί γραφειοκρατία και καθυστερήσεις. Παρόλα αυτά, καταβλήθηκε έγκαιρα η 1η δόση της εκκαθάρισης Βασικής Ενίσχυσης μέσα στις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου, τη στιγμή που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν ακόμα πληρώσει τις ενισχύσεις. Το κυριότερο είναι όμως ότι τηρούνται όλες οι νόμιμες διαδικασίες, με βάση τον κοινοτικό κανονισμό, ώστε να αποφευχθούν νέα πρόστιμα και καταλογισμοί που έχουν εξελιχθεί σε «κατάρα» για τον αγροτικό τομέα. Η μείωση του προϋπολογισμού της ΚΑΠ κατά 15% ωχριά σε σχέση με τις απώλειες που δημιούργησε κατά τις παλαιότερες χρήσεις η επιβολή προστίμων και καταλογισμών από την Ε.Ε., απώλειες που εντέλει τις επιβαρύνεται ο Έλληνας αγρότης και ο Έλληνας φορολογούμενος.