Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι, περιφερειακοί σύμβουλοι της ΠΚΜ,
Η αναδιάρθρωση του κλάδου της γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας στην Ελλάδα, στο έδαφος του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, σφραγίστηκε από την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ, βασική πτυχή της οποίας αποτέλεσε η εφαρμογή του συστήματος των ποσοστώσεων.
Το μέτρο των ποσοστώσεων, ύστερα από 30 χρόνια συνεχούς παρουσίας, καταργήθηκε την 1η Απρίλη 2015.
Η πολιτική απόφαση για αντικατάστασή του από άλλες παρεμβάσεις υπέρ των μονοπωλίων είχε ληφθεί από όργανα της ΕΕ το 2003, στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αξιολόγησης της ΚΑΠ η οποία άρχισε σταδιακά να υλοποιείται το 2008.
Η πλήρης όμως κατάργηση των ποσοστώσεων δε μεταβάλλει την ουσία της ΚΑΠ στον τομέα του αγελαδινού γάλακτος, αλλά αποτελεί συνέχεια στην προσαρμογή της πολιτικής στο νέο βαθμό συγκεντροποίησης του κλάδου, στις σύγχρονες ανάγκες των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.
Να επισημάνουμε πως το τελευταίο τρίμηνο αποκρυσταλλώνονται με μεγαλύτερη ένταση και με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο οι τάσεις που εδώ και δεκαετίες χαρακτηρίζουν την ελληνική αγελαδοτροφία.
Παρατηρείται μια σημαντική μείωση της τιμής στην οποία οι γαλακτοβιομηχανίες αγοράζουν το γάλα από τους Έλληνες παραγωγούς, με αποτέλεσμα, ιδιαίτερα οι μικρότερες εκτροφές, να μην μπορούν να καλύψουν ούτε τα έξοδα παραγωγής. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις η τιμή δεν ξεπερνάει τα 28 λεπτά του ευρώ, ενώ τα έξοδα μιας μέσης παραγωγικότητας εκτροφής υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 30 λεπτά ανά λίτρο γάλακτος.
Ταυτόχρονα, απλήρωτοι παραμένουν οι αγελαδοτρόφοι, για πάνω από 7-9 μήνες, από τις γαλακτοβιομηχανίες και της Περιοχής μας ( ΜΕΒΓΑΛ, ΚΟΛΙΟΣ, κλπ.).
Επίσης, οι λιγότερο παραγωγικές εκτροφές εγκαταλείπονται από τις γαλακτοβιομηχανίες, οι οποίες σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα, δεν στέλνουν καν βυτία για την παραλαβή γάλακτος από αυτές και δηλώνουν ότι τους είναι άχρηστο «τουλάχιστον το 30% της εγχώριας παραγωγής».1
Ασφαλώς οι εξελίξεις αυτές δεν αποτελούν νέο «κεραυνό εν αιθρία». Επί δεκαετίες, όπως προαναφέραμε, ο κλάδος της εγχώριας αγελαδοτροφίας υφίσταται συνεχή αναδιάρθρωση, με στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Το θέμα είναι ποιος καρπώνεται την άνοδο της παραγωγικότητας, η οποία, στις συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομίας, αντικειμενικά μεταφράζεται σε ανάπτυξη της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων, σε βάρος τόσο των μικρών παραγωγών που ξεκληρίστηκαν, όσο και των λαϊκών στρωμάτων που ακριβοπληρώνουν το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από 27.343 αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις το 1993, το 2015 υπήρχαν μόλις 3.354.
Είναι χαρακτηριστικά τα εξής:
α. Κατά την περίοδο 1993-2003 οι γαλακτοπαραγωγικές εκμεταλλεύσεις μειώνονταν στην Ελλάδα με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 13,5% το χρόνο. Έτσι, από 27.343 εκμεταλλεύσεις το 1993 παρέμειναν 8.640 το 2003.
β. Η ίδια κατάσταση αποτυπώνεται και στην πιο πρόσφατη εξέλιξη της εγχώριας παραγωγής: Από 8.640 παραγωγούς αγελαδινού γάλακτος το 2003 σήμερα δραστηριοποιούνται 3.555 (μείωση 59%).
γ. Ισχυρή ήταν η τάση εξόδου από την παραγωγή και κατά την τελευταία πενταετία (πίνακας 11), με μείωση του αριθμού των εκμεταλλεύσεων από 4.562 σε 3.555 (μείωση 23%) και ιδιαίτερα εκείνων με παραγωγή μικρότερη από 50tn/έτος (από 2.368 το 2009 σε 1.855 το 2014).
Ενδεικτικό του βαθμού συγκεντροποίησης της εγχώριας πρωτογενούς παραγωγής γάλακτος που επιτεύχθηκε μέσα από αυτήν τη διαδικασία είναι ότι το γαλακτοκομικό έτος 2013-2014 οι 311 από τις 3.555 αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις (ποσοστό 8,7%) της χώρας παρήγαγαν το 51% του γάλακτος.
Η αντικειμενική αυτή εξέλιξη, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της αγελαδοτροφίας στην Ελλάδα δεν αθωώνει όλους όσους στήριξαν και στηρίζουν την καπιταλιστική παραγωγή και τη διαχρονική εφαρμογή της ΚΑΠ, ενώ τώρα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για το ξεκλήρισμα των μικρών και μεσαίων παραγωγών.
Ήδη η εγχώρια παραγωγή προϊόντων από αγελαδινό γάλα ελέγχεται από 6 μονοπωλιακούς ομίλους που κατέχουν πάνω από το 70% της παραγωγής και της αγοράς του αγελαδινού γάλακτος κατανάλωσης και των προϊόντων του.
Πρόκειται για τη ΦΑΓΕ, τη ΔΕΛΤΑ τον ΟΛΥΜΠΟ-ΤΥΡΑ, το ολλανδικό μονοπώλιο FRIESLANDCAMPINA (NOYNOY), τη ΜΕΒΓΑΛ και την ΚΡΙΚΡΙ.
Γενικό χαρακτηριστικό των μονοπωλίων του κλάδου, τόσο κατά τη φάση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης όσο και πριν από αυτήν, είναι ο εξαγωγικός προσανατολισμός και η αξιοποίηση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς τους, ως αποτέλεσμα των κρατικών παρεμβάσεων της τελευταίας επταετίας που οδήγησαν στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης και στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων, με σκοπό τη βελτίωση της θέσης τους στις διεθνείς αγορές.
Τα μονοπώλια του γάλακτος, στην κερδοφορία των οποίων είναι υποταγμένη η ελληνική αγελαδοτροφία:
α. Αξιοποιούν τη χαμηλότερη τιμή παραγωγής του νωπού αγελαδινού γάλακτος σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Γαλλία κ.ά., που οφείλεται στην υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας λόγω της μεγαλύτερης κλίμακας παραγωγής, του υψηλότερου τεχνολογικού επιπέδου και των ευνοϊκότερων εδαφοκλιματικών συνθηκών, για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Άλλωστε, η μάχη του ανταγωνισμού των κεφαλαίων σε έναν κλάδο δίνεται κυρίως μέσω της μείωσης των τιμών των εμπορευμάτων. Βασική παράμετρος της τιμής είναι τα έξοδα παραγωγής, τα οποία μειώνονται με τη χρησιμοποίηση φθηνότερων πρώτων υλών.
β. Αξιοποιούν τις εισαγωγές γάλακτος και ασκούν πίεση, ώστε να προμηθεύονται το νωπό εγχώριο γάλα σε τιμές ακόμα και μικρότερες της εγχώριας τιμής παραγωγής. Ετσι πιέζουν στην κατεύθυνση αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στην πρωτογενή παραγωγή. Οι μικρότερες κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις σπρώχνονται εκτός παραγωγής και επιταχύνεται η διαδικασία αύξησης του μεγέθους των αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων, της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, καθώς το μεγαλύτερο κεφάλαιο έχει γενικά τη δυνατότητα να ενσωματώνει πιο γρήγορα και αποτελεσματικά απ’ ό,τι το μικρότερο, καινοτόμες μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης της εργασίας και να είναι πιο ανταγωνιστικό.
γ. Αξιοποιούν την πίεση μέσω της τιμής για την προώθηση της καθετοποίησης της παραγωγής, δηλαδή τον έλεγχο όλων των σταδίων παραγωγής, που επίσης διευκολύνει την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω της καλύτερης οργάνωσης. Εκτεταμένη μορφή καθετοποίησης που εφαρμόζεται διαχρονικά στον τομέα, είναι η υπογραφή συμβολαίων υποχρεωτικής παράδοσης του γάλακτος από τις αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις στα μεταποιητικά μονοπώλια. Οι όροι αυτών των συμβολαίων οδηγούν στον ασφυκτικό έλεγχο της πρωτογενούς παραγωγής από τα μονοπώλια του κλάδου.
Σε αυτό το έδαφος παρεμβαίνουν η ΕΕ και οι διάφοροι οργανισμοί του κεφαλαίου (π.χ. ΟΟΣΑ), έχοντας ως στρατηγικές στοχεύσεις:
α. Τη θωράκιση της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.
β. Τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους στις διεθνείς αγορές, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.
Να σημειωθεί πως η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος αποτελεί την πιο σημαντική γεωργική δραστηριότητα στην ΕΕ και καταλαμβάνει το 14% περίπου της συνολικής αξίας της γεωργικής παραγωγής.
Στην Ελλάδα παράγεται το 0,5% του αγελαδινού γάλακτος της ΕΕ.
(Την ίδια ώρα η ΕΕ είναι παγκοσμίως πρώτη στην παραγωγή γάλακτος, καθώς υπολογίζεται ότι παράγει το 20% της παγκόσμιας παραγωγής.Το 65% του αγελαδινού γάλακτος της ΕΕ παράγεται σε 5 περιοχές: Τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τις Κάτω Χώρες.)
Σε ότι αφορά την εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος κατανάλωσης και γαλακτοκομικών προϊόντων από αγελαδινό γάλα, να σημειωθεί ότι, μόλις το 60% των αναγκών σε πρώτη ύλη γάλακτος καλύπτεται από την εγχώρια αγελαδοτροφία. Το υπόλοιπο 40% των αναγκών σε πρώτη ύλη γάλακτος καλύπτεται από εισαγωγές γάλακτος σε διάφορες μορφές (πλήρες, συμπυκνωμένο, σκόνη) το οποίο χρησιμοποιείται στη μεταποίηση κυρίως για την παραγωγή γάλακτος επιμηκυμένης διάρκειας (υψηλής παστερίωσης), συμπυκνωμένου γάλακτος κατανάλωσης (εβαπορέ), γιαουρτιού, τυριού, επιδορπίων/ροφημάτων και παγωτού. Επιπλέον των εισαγωγών γάλακτος που αξιοποιούνται ως πρώτη ύλη στη μεταποίηση, για την κάλυψη των αναγκών εισάγονται γαλακτοκομικά προϊόντα που ξεπερνούν σε ισοδύναμο γάλακτος την εγχώρια πρωτογενή παραγωγή. Από το σύνολο, τώρα, του γάλακτος που παράγει η εγχώρια αγελαδοτροφία, το 70% κατευθύνεται στην παραγωγή του «φρέσκου»- παστεριωμένου γάλακτος και το 30% στην παραγωγή των υπόλοιπων προϊόντων.
Με βάση τα παραπάνω, αν ληφθούν υπόψη τόσο οι ανάγκες σε γάλα – πρώτη ύλη για τη βιομηχανία όσο και οι ανάγκες σε τελικά προϊόντα με βάση το γάλα, υπολογίζεται ότι η εγχώρια γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία καλύπτει περίπου το 35% του συνόλου των αναγκών.
Υπάρχουν δυνατότητες και προοπτική ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών?
Το αγελαδινό γάλα και τα προϊόντα του ενώ αποτελούν ένα από τα βασικά είδη διατροφής των λαϊκών στρωμάτων, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, η παραγωγή τους είναι υποταγμένη στις ανάγκες κερδοφορίας των μονοπωλίων.
Η Ελλάδα όμως, διαθέτει μια σειρά από αντικειμενικές προϋποθέσεις για κάλυψη των κοινωνικών αναγκών σε γαλακτοκομικά προϊόντα, οι οποίες μένουν αναξιοποίητες στο σημερινό δρόμο ανάπτυξης και στο έδαφος της ΚΑΠ.
Την ίδια στιγμή ενισχύεται η τάση διαμόρφωσης μιας παραγωγικής βάσης που στηρίζεται στη μεγάλη καπιταλιστική παραγωγική μονάδα και στην καθετοποίηση. Πρόκειται για τάση περαιτέρω ωρίμανσης των υλικών συνθηκών για κατάργηση της καπιταλιστικής, αλλά και της ατομικής ιδιοκτησίας της γης. Αυτό μπορεί να γίνει με την κοινωνικοποίηση της γης, των μεγάλων κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής σε όλους τους κλάδους και την αξιοποίησή τους προς όφελος των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών, μέσω της ένταξής τους στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό. Οι νέες σχέσεις ιδιοκτησίας και οργάνωσης της παραγωγής δε χωράνε μέσα στα δεσμά της καπιταλιστικής ΕΕ και κάθε άλλης ιμπεριαλιστικής διακρατικής καπιταλιστικής ένωσης και προϋποθέτουν την εργατική εξουσία.
Στο παραπάνω πλαίσιο, η βιομηχανική και ένα μέρος της αγροτικής – κτηνοτροφικής παραγωγής πραγματοποιούνται με σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, κεντρικού σχεδιασμού, εργατικού ελέγχου σε όλη την κλίμακα διεύθυνσης – διοίκησης. Παράλληλα αξιοποιούνται οι αγροτικοί παραγωγικοί συνεταιρισμοί με δικαίωμα χρήσης της κρατικής γης ως μέσου παραγωγής. Οι συγκεκριμένοι συνεταιρισμοί διαφέρουν ριζικά από τους σημερινούς στο πλαίσιο του καπιταλισμού, π.χ. δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όχημα για τη συγκέντρωση της γης, ούτε για αλλαγή της χρήσης της προς αποκόμιση κέρδους. Σε αυτές τις συνθήκες οι μικροί παραγωγοί θα προτιμήσουν την ένταξή τους στους συνεταιρισμούς, γιατί θα διασφαλίσουν σημαντική βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσής τους (μείωση κόστους παραγωγής, προστασία παραγωγής, επιστημονική – τεχνική υποστήριξη κ.ά.).
Πιο συγκεκριμένα στον τομέα του αγελαδινού γάλακτος:
Δημιουργούνται κρατικές παραγωγικές μονάδες για την παραγωγή και επεξεργασία του γάλακτος. Σε αυτές θα ενταχτούν οι εργαζόμενοι στον τομέα, αλλά και άλλοι εργαζόμενοι με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών σε ποιοτικά προϊόντα, με την αξιοποίηση και αφομοίωση επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων.
Ο κεντρικός σχεδιασμός θα στηριχτεί, στα πρώτα δύσκολα χρόνια της προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης που παρουσιάζει ήδη η γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία, αλλά και στις σημαντικές υποδομές των καπιταλιστικών εκμεταλλεύσεων και των μονοπωλίων της μεταποίησης. Θα διασφαλίσει σε σύντομο διάστημα φθηνή κάλυψη των ενεργειακών αναγκών και τη στήριξη της παραγωγής σε ζωικό κεφάλαιο, ζωοτροφές, φάρμακο, άρδευση, λιπάσματα, επιστημονική οργάνωση. Σε αυτήν την κατεύθυνση θα αξιοποιηθούν συνδυασμένα και αποτελεσματικά οι ενιαίοι κρατικοί φορείς στους κλάδους ενέργειας, κατασκευών, ύδρευσης, φαρμάκου, χημικής βιομηχανίας, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την κεντρικά σχεδιασμένη ισόρροπη επίδραση στο φυσικό περιβάλλον προς αποφυγή καταστροφών. Ο έλεγχος των τροφίμων θα διεξάγεται από εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό παράλληλα και ταυτόχρονα με την παραγωγική διαδικασία.
Με αυτόν τον τρόπο η μεγάλη κρατική παραγωγική μονάδα, που θα αναπτυχθεί στη βάση της κοινωνικοποίησης, θα μπορέσει σχετικά γρήγορα να καλύψει την ικανοποίηση του συνόλου σχεδόν των αναγκών σε αγελαδινό γάλα και σε γαλακτοκομικά προϊόντα.
Οι εξελίξεις στον τομέα του αγελαδινού γάλακτος υπογραμμίζουν ότι σήμερα στη χώρα μας υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια ριζικά διαφορετική οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας, η οποία μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία. Αρκεί να ανασυνταχτεί το λαϊκό κίνημα, να πιστέψει στη δύναμή του και να βαδίσει με γραμμή ρήξης και ανατροπής της εξουσίας των μονοπωλίων, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Να βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις και να αποδείξει στην πράξη ότι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής θα απελευθερώσει τις μεγάλες αναξιοποίητες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.