Οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να απαντήσουν στην ψήφο της Μεγάλης Βρετανίας για αποχώρηση από την ΕΕ στηρίζοντας ακόμη περισσότερο το ευρωπαϊκό εγχείρημα και κάνοντας το πιο διαφανές, προκειμένου να κατευναστούν οι ανησυχίες των πολιτών. Αυτό ήταν το βασικό μήνυμα που προέκυψε από την πρωινή συζήτηση της Τρίτης 5 Ιουλίου 2016 στην ολομέλεια του ΕΚ με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, και τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, για τα αποτελέσματα της συνόδου κορυφής της περασμένης εβδομάδας.

ff0037ce844b77dd28e34549259c8de94df27bbb9bdcde0b1f8d7fa4a2818b27

Μπορείτε να παρακολουθήσετε τις πλήρεις δηλώσεις των παρακάτω ομιλητών κάνοντας κλικ πάνω στο όνομά τους.

Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, υπογράμμισε ότι οι ηγέτες της ΕΕ ασχολήθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνόδου κορυφής και με μια σειρά από ζητήματα που δεν συνδέονται με το μέλλον των σχέσεων του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ. “Το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου δεν συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης”, πρόσθεσε. Ο κ. Τουσκ χαρακτήρισε τη συζήτηση για το Brexit ως “ήρεμη και μετρημένη”. Επεσήμανε ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες έδειξαν να κατανοούν την απόφαση του πρωθυπουργού της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον να αναβάλει την ενεργοποίηση των διαπραγματεύσεων αποχώρησης, ωστόσο δήλωσαν ότι αναμένουν από τη νέα κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να υποβάλει το επίσημο αίτημα το συντομότερο δυνατόν. Ο κ. Τουσκ τόνισε για άλλη μία φορά ότι δεν θα γίνει καμία διαπραγμάτευση προτού υπάρξει το επίσημο αίτημα από τη χώρα για αποχώρηση από την ΕΕ.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, επέκρινε τους υπέρμαχους του Brexit σημειώνοντας ότι “δεν είναι πατριώτες” και ότι “ο πατριώτης δεν εγκαταλείπει το σκάφος, όταν η κατάσταση δυσκολεύει”. Πρόσθεσε ότι οι ίδιοι δεν είχαν κανένα σχέδιο για το πως να προχωρήσουν μετά το δημοψήφισμα και επέμεινε ότι “η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να γίνει Ένωση των Ευρωπαίων” και ότι χρειάζεται να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις.

Ο επικεφαλής της ομάδας του ΕΛΚ, Μάνφρεντ Βέμπερ (Γερμανία), δήλωσε ότι μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, τα 27 κράτη μέλη δεν θα πρέπει να μείνουν όμηροι του πολιτικού χάους που επικρατεί στο Λονδίνο. Σημείωσε ότι ο Μπόρις Τζόνσον και ο Νάιτζελ Φάρατζ “εγκατέλειψαν το πλοίο” όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν και χαρακτήρισε “δειλή” τη συμπεριφορά αυτή. Ζήτησε να υπάρξει μια νέα ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα ανάληψης των ευθυνών, καθώς η ΕΕ είναι επωφελής για τους πολίτες της και δεν είναι αντιδημοκρατική. Ο κ. Βέμπερ κατέληξε λέγοντας ότι “θα ήταν τρέλα να κατηγορήσουμε την ΕΕ για το Brexit.

Ο πρόεδρος της ομάδας των Σοσιαλιστών, Τζιάνι Πιτέλα (Ιταλία), επαίνεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο γιατί “αντιστάθηκε στον εκβιασμό” και τόνισε ότι αν μια χώρα θέλει να έχει πρόσβαση στην ενιαία αγορά, θα πρέπει επίσης να αποδεχθεί την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων. Επέκρινε ωστόσο τους Ευρωπαίους ηγέτες για έλλειψη φιλοδοξίας και αποτυχία επανεκκίνησης της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. “Η καθυστέρηση αυτή δεν αποτελεί απόδειξη της αδυναμίας της ΕΕ, αλλά της αποτυχίας της διακυβερνητικής προσέγγισης και για αυτόν το λόγο στηρίζουμε τις προσπάθειες του κ. Γιούνκερ να υπερασπιστεί την κοινοτική μέθοδο!”, πρόσθεσε.

Ο επικεφαλής των Ευρωπαίων Συντηρητικών Μεταρρυθμιστών, Σιάντ Καμάλ (Ηνωμένο Βασίλειο) δήλωσε ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν μια “κλήση αφύπνισης” για την ΕΕ. Προειδοποίησε κατά της συνέχισης της ίδιας τακτικής ενώ αντιτάχθηκε και στην άσκηση μεγάλης πίεσης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ηγέτες της ΕΕ θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν την τρέχουσα κατάσταση ως μια ευκαιρία για να επανασυνδεθούν με τους πολίτες τους, να καταστήσουν την ΕΕ πιο διαφανή και να επικεντρωθούν στις εύλογες ανησυχίες των πολιτών, όπως είναι η ενίσχυση της ανάπτυξης και η δημιουργία θέσεων εργασίας, κατέληξε.

“Τα ποντίκια εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται”, δήλωσε ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων, Γκυ Φερχόφσταντ (Βέλγιο). Περιγράφοντας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit ως “σεισμό”, κάλεσε το Συμβούλιο να “σταματήσει να υπνοβατεί οδηγούμενο στην καταστροφή”. “Η ΕΕ είτε θα αλλάξει είτε θα πεθάνει”, πρόσθεσε. “Το Συμβούλιο πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι πολίτες δεν είναι κατά της Ευρώπης, αλλά κατά αυτής της Ευρώπης”, κατέληξε, σημειώνοντας ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας δημοσκόπησης του Ευρωβαρομέτρου, οι πολίτες θέλουν η ΕΕ να αναλάβει μεγαλύτερη δράση, όχι λιγότερη.

Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς, Γκαμπριέλ Τσίμερ (Γερμανία) χαρακτήρισε τα συμπεράσματα του Συμβουλίου ως “σκανδαλώδη” σημειώνοντας ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες ζήτησαν για ακόμη μία φορά να υπάρξει μία “φάση προβληματισμού”, κάτι που θα υπονομεύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των πολιτών. Επέκρινε τον κ. Γιούνκερ για την “προσπάθεια να αποτρέψει τα εθνικά κοινοβούλια από την ψηφοφορία για τη συμφωνία CETA” και ζήτησε την εφαρμογή προγράμματος έκτακτης ανάγκης για τα θύματα της κρίσης στην ΕΕ.

Η συν-επικεφαλής της ομάδας των Πρασίνων, Ρεμπέκα Χαρμς (Γερμανία) επέκρινε τους λαϊκιστές και εθνικιστές που χρησιμοποιούν απλούς πολίτες για να εξυπηρετήσουν δικούς τους σκοπούς. “Μπορώ να εκφράσω μόνο περιφρόνηση για όλους τους Φάρατζ και Λεπέν του κόσμου, οι οποίοι θέτουν τους απλούς ανθρώπους τον έναν εναντίον του άλλου”, δήλωσε, προσθέτοντας ότι οι υπόλοιπες 27 χώρες της ΕΕ θα πρέπει να κρατήσουν την πόρτα ανοικτή για το Ηνωμένο Βασίλειο, τους ανθρώπους και τις περιοχές που επιθυμούν να παραμείνουν στην ΕΕ.

Ο Πολ Ναταλ (ΕΕΑΔ, Ηνωμένο Βασίλειο), δήλωσε ότι η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να διεξάγουν συνομιλίες σε καλό κλίμα, προκειμένου η διαπραγμάτευση να είναι επωφελής για όλους και να καταστούν οι δύο πλευρές καλοί εμπορικοί εταίροι. Διαφορετικά, οι Γάλλοι αγρότες και η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία θα υποφέρουν, τόνισε, αναφερόμενος στο τρέχον εμπορικό έλλειμμα της Βρετανίας με την ΕΕ.

Η επικεφαλής της ΕΕΕ, Μαρίν Λεπέν (Γαλλία), ζήτησε να υπάρξει μία δίκαιη εμπορική συμφωνία και κατηγόρησε τους “ευρωπαϊστές” ότι δεν σέβονται τη βούληση του λαού. “Οι λαοί δεν θέλουν περισσότερη ολοκλήρωση, αλλά διαφύλαξη της κυριαρχίας τους και ελεύθερη συνεργασία”, πρόσθεσε και προέτρεψε την ΕΕ να “αλλάξει ή να εξαφανιστεί”.

Συνοψίζοντας, ο κ. Γιούνκερ, κατηγόρησε μερίδα ευρωβουλευτών για το ότι χρησιμοποιούν τη συζήτηση για το Brexit ως πρόσχημα για να πουν αυτά που θέλουν να πουν ούτως ή άλλως και τόνισε ότι ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. “Εδώ και 40 χρόνια, οι κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου αρνούνταν να αναγνωρίσουν οποιοδήποτε επίτευγμα της ΕΕ” δήλωσε, προσθέτοντας ότι “δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι άνθρωποι πίστευαν τα ψέματα που τους έλεγαν εδώ και δεκαετίες”. Ο κ. Γιούνκερ σημείωσε τέλος ότι η ΕΕ και τα εθνικά κράτη δεν αποτελούν έννοιες αντίθετες.

Ο κ. Τουσκ δήλωσε ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αποτελεί συνέπεια της “αρνητικής και συχνά άδικης” εικόνας της ΕΕ, την οποία προωθεί η πολιτική ελίτ. Επανέλαβε ότι ο ίδιος παροτρύνει διαρκώς τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων να σταματήσουν να κατηγορούν την ΕΕ για αδυναμία και αποτυχίες και να αναλάβουν τις ευθύνες για τις πράξεις τους. “Δεν πρέπει να υποκύψουμε στα αρνητικά συναισθήματα που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, αντίθετα πρέπει να αξιολογήσουμε νηφάλια την κατάσταση και να λάβουμε ορθολογικές αποφάσεις”, κατέληξε.