«Το νομοσχέδιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό αποτελεί την ύστατη προσπάθεια της πολιτείας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της υπερχρέωσης δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από την κρίση και συγχρόνως να ανατάξει τον παραγωγικό ιστό της χώρας, διασώζοντας και τις ίδιες τις επιχειρήσεις, αλλά και τις θέσεις εργασίας των εργαζομένων σε αυτές»
Η βουλευτής Πέλλας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Θεοδώρα Τζάκρη, εισηγήτρια της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής επί του νομοσχεδίου «Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων» τόνισε ότι «το νομοσχέδιο αποτελεί την ύστατη προσπάθεια της πολιτείας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της υπερχρέωσης δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από την κρίση και συγχρόνως να ανατάξει τον παραγωγικό ιστό της χώρας διασώζοντας και τις ίδιες τις επιχειρήσεις, αλλά και τις θέσεις εργασίας των εργαζομένων σε αυτές».
Η βουλευτής διευκρίνισε ότι το εν λόγω νομοσχέδιο «εισάγει έναν κατεξοχήν εξωδικαστικό μηχανισμό που τοποθετεί για πρώτη φορά την επιχείρηση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές της ως ισότιμο μέρος που επιδιώκει μια λύση που θα στηρίζεται στις πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής των χρεών της και όχι ως τον φτωχό συγγενή που εκλιπαρεί για το έλεός τους ώστε να επιτύχει απλά μία προσωρινή ρύθμιση και αυτή με την προϋπόθεση ότι θα της έχει απομείνει ένα ακόμη ακίνητο να υποθηκεύσει ή ένας πρόσθετος εγγυητής να εγγυηθεί για αυτήν. Πρόκειται επομένως για ένα νομοσχέδιο που δε στοχεύει απλά να μεταφέρει σε μία μεταγενέστερη χρονική στιγμή την αναπόφευκτη πτώχευση της υπερχρεωμένης επιχείρησης, όπως οι νομοθετικές ρυθμίσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων, που όλες τους απέτυχαν παταγωδώς να αντιμετωπίσουν το ζήτημα. Αντιθέτως πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που οριοθετεί αυστηρά και λεπτομερώς το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ της επιχείρησης και του συνόλου των πιστωτών της (τράπεζες, Δημόσιο, ιδιώτες πιστωτές), έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχειά της, θέτοντας μάλιστα ασφαλιστικές δικλείδες ώστε να παρεμποδίζεται η καταστρατήγηση της διαδικασίας από στρατηγικούς κακοπληρωτές και έτσι να υπονομεύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της οικονομίας».
Η κ. Τζάκρη επεσήμανε ότι «αρχική μας επιδίωξη και στόχος ήταν να μπορούν να ενταχθούν όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις στην διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού και ο στόχος αυτός σε πολύ μεγάλο βαθμό επετεύχθη.
Το εν λόγω νομοσχέδιο αφορά όλα τα φυσικά πρόσωπα που είναι έμποροι και έχουν την ικανότητα να πτωχεύουν και τα νομικά πρόσωπα [είτε αυτές είναι προσωπικές εταιρίες (δηλ. ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες), είτε κεφαλαιουχικές (Ι.ΚΕ., ΕΠΕ, Α.Ε.)], που έχουν φορολογική κατοικία στην Ελλάδα και συνολικές οφειλές από 20.000 € και πάνω. Η ρύθμιση αυτή υπαγορεύεται ουσιαστικά από την ίδια τη δομή της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι το 99,6 % των επιχειρήσεων στη χώρα μας είναι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις (δηλαδή έχουν από 1 έως 9 εργαζόμενους) και το ύψος των οφειλών τους κυμαίνεται κάπου εκεί στα 20.000 ευρώ, οι οποίες, ενώ είναι βιώσιμες, αντιμετώπισαν επιτακτικά προβλήματα ρευστότητας, εξαιτίας και της αδυναμίας των τραπεζών να ανταποκριθούν στον καταστατικό τους ρόλο, με αποτέλεσμα να σωρεύσουν χρέη που δεν μπορούν να διαχειριστούν σήμερα βάσει των δυνατοτήτων του κώδικα δεοντολογίας των τραπεζών.
Στο 1ο άρθρο του νόμου υπάρχει διαχωρισμός των επιχειρήσεων σε μικρές και μεγάλες ανάλογα με τον κύκλο εργασιών τους ή ανάλογα με το ύψος των χρεών τους. Έτσι στην κατηγορία των μεγάλων επιχειρήσεων ανήκουν όσες είτε είχαν στην τελευταία χρήση πριν την ένταξή τους στη διαδικασία του παρόντος σχεδίου νόμου κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (2.500.000) ευρώ, είτε έχουν συνολικές οφειλές (ληξιπρόθεσμες ή μη) άνω των δύο εκατομμύριων (2.000.000) ευρώ.
Στις προσπάθειες διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του νομοσχεδίου εντάσσεται και η περίπτωση επιχείρησης η οποία έχει έναν πιστωτή ο οποίος κατέχει ποσοστό μεγαλύτερο του 85% των συνολικών οφειλών της. Στην κατηγορία αυτή υπάγεται η μεγάλη μερίδα των μικρών επιχειρήσεων στην χώρα μας, οι οποίες έχουν συγκεντρωμένες τις οφειλές τους σε ένα πιστωτή. Επιπρόσθετα οι συγχωνεύσεις των τραπεζών και οι εξαγορές χαρτοφυλακίων από κάποιες τράπεζες πολλαπλασιάζουν σίγουρα το φαινόμενο μια επιχείρηση να έχει συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο ποσοστό των δανείων της σε έναν οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, μετά την υποβολή αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης του υπό ψήφιση νομοσχεδίου στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., η αίτηση προωθείται στον εν λόγω πιστωτή για διμερή διαπραγμάτευση. Ο δε πιστωτής πρέπει εντός τριών (3) μηνών να αποδεχθεί ή να απορρίψει την αίτηση διαπραγμάτευσης του οφειλέτη. Θεωρώ, ωστόσο, ότι πρέπει να προβλεφθεί ο συντονισμός και της εν λόγω διαδικασίας από διαμεσολαβητή, καθώς θα εγγυάται την εμπιστευτικότητα της διαδικασίας και ταυτόχρονα θα εξασφαλίζει την τήρηση των προθεσμιών του νόμου.
Μία σημαντική προσθήκη στο εν λόγω νομοσχέδιο αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες – αυτοαπασχολούμενους (δικηγόρους, μηχανικούς, λογιστές κλπ). Αυτοί θα μπορούν πλέον να επωφεληθούν συμπληρωματικά με το Νόμο “Κατσέλη” (Ν. 3869/2010) και των ευνοϊκών διατάξεων του παρόντος νομοσχεδίου ως προς τη ρύθμιση των οφειλών τους προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία με αναλογική εφαρμογή των λύσεων που προβλέπονται από το άρθρο 8 του συζητούμενου νομοσχεδίου».
Η κ. Τζάκρη συνέχισε αναλύοντας τα κριτήρια επιλεξιμότητας προκειμένου μια επιχείρηση να ενταχθεί στον εξωδικαστικό συμβιβασμό, που διακρίνονται ανάλογα με το είδος των βιβλίων που αυτή τηρεί: «Η επιχείρηση που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα κρίνεται επιλέξιμη, εφόσον έχει θετικό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης εξωδικαστικού συμβιβασμού. Η επιχείρηση που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα θα κρίνεται επιλέξιμη εφόσον είτε έχει θετικά αποτελέσματα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (έχει δηλαδή θετικό ebidta) είτε έχει θετική καθαρή θέση (equity). Στις τρεις χρήσεις συμπεριλαμβάνεται και η φετινή η οποία σημειωτέον θα κλείσει σε ενάμιση μήνα από σήμερα, κατά την οποία τα στοιχεία για την οικονομία ήταν καλύτερα από αυτά του 2015 ή του 2014. Αν μια επιχείρηση δεν είχε καμία θετική χρήση τα τελευταία τέσσερα χρόνια αυτή η επιχείρηση έχει άλλου είδους διαρθρωτικά προβλήματα ή μπορεί να υποκρύπτεται και κάτι άλλο. Να πρόκειται δηλαδή για περιπτώσεις επιχειρήσεων που οι ίδιες είναι κατακόκκινες πλην όμως οι επιχειρηματίες στις οποίες αυτές ανήκουν ευημερούν».
Η βουλευτής αναφερόμενη στις ασφαλιστικές δικλείδες του εν λόγω νομοσχεδίου προκειμένου να αποφευχθεί η καταστρατήγηση των διατάξεών του από «στρατηγικούς κακοπληρωτές» διευκρίνισε ότι «θα μπορούν να προβούν σε εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών τους, μόνο οι επιχειρήσεις οι οποίες είχαν κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 οφειλή από δάνειο ή πίστωση σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα (90) ημερών ή οφειλή προς χρηματοδοτικό φορέα που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016 ή ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ή να είχε βεβαιωθεί η μη πληρωμή επιταγών εκδόσεώς τους λόγω μη επαρκούς υπολοίπου ή να είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπροθέσμων απαιτήσεων εις βάρος τους. Δηλαδή αρκεί η προς ένταξη επιχείρηση να αποδεικνύει ότι είχε αδυναμία να εξυπηρετήσει έστω και μία οφειλή της προς οποιονδήποτε πιστωτή της έως την 31 Δεκεμβρίου 2016.
Έπειτα εξαιρούνται από την προστασία του νομοσχεδίου τα φυσικά πρόσωπα ή εκ των νομικών προσώπων αυτοί οι οποίοι είναι είτε διαχειριστές ή οι Πρόεδροι του Δ.Σ. τους ή οι διευθύνοντες σύμβουλοί τους και έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για μια λίστα από προβλεπόμενα οικονομικά εγκλήματα (υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών)».
Η κ. Τζάκρη τόνισε ότι «όλες οι οφειλές μιας επιχείρησης θα ρυθμίζονται από το εν λόγω νομοσχέδιο. Καταρχάς θα ρυθμίζονται οι οφειλές προς τις τράπεζες, οι οφειλές προς το Δημόσιο, δηλαδή τη φορολογική διοίκηση, τα ασφαλιστικά ταμεία, ακόμη και προς τους φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και προς τους ιδιώτες πιστωτές.
Αναφορικά με τις ρυθμιζόμενες οφειλές προς τις τράπεζες πρέπει να σημειωθεί ότι με το που “προσέρχονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων” προαφαιρούνται, δηλαδή διαγράφονται όλοι οι τόκοι υπερημερίας τους. Επιπρόσθετα είναι αδιάφορη η φύση των προς ρύθμιση οφειλών. Θα ρυθμίζονται οι οφειλές από κάθε είδους δάνεια ή πιστώσεις, είτε προέκυψαν από επιχειρηματικά δάνεια ή εν γένει συμβάσεις που προσιδιάζουν στην άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως είναι π.χ. οι ανοιχτοί αλληλόχρεοι λογαριασμοί, είτε όχι. Με άλλα λόγια θα εντάσσονται στην εξωδικαστική ρύθμιση και τα στεγαστικά ή επισκευαστικά δάνεια των επιχειρήσεων.
Έπειτα -όπως προανέφερα- ρυθμίζονται τα χρέη προς το Δημόσιο, δηλαδή την Φορολογική Διοίκηση, τα Ασφαλιστικά Ταμεία, αλλά και τους Ο.Τ.Α. ακόμα οι οφειλές από ΦΠΑ εφόσον δεν έχει εισπραχθεί. Οι διαπραγματεύσεις με το Δημόσιο θα ξεκινούν με διαγραφή του 95% των απαιτήσεων του Δημοσίου από πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από τη φορολογική διοίκηση και ποσοστό 85% των απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Οι μόνες οφειλές Δημοσίου που δε θα τίθενται υπό διαπραγμάτευση είναι οι οφειλές από εισφορές προς τους εργαζομένους και αυτό γιατί τα δικαιώματα των εργαζομένων δε μπορεί να τίθενται υπό κανενός είδους διαπραγμάτευση.
Η συμπερίληψη των οφειλών προς το Δημόσιο και η παρεχόμενη ευελιξία προς αυτό να μπορεί να προβεί ακόμη και σε διαγραφή χρεών επιχειρήσεων είναι ένα εξαιρετικό βήμα, το οποίο μπορεί αφεαυτό να διασφαλίσει την επιτυχία του παρόντος νομοσχεδίου».
Η κ. Τζάκρη αναφερόμενη στο περιεχόμενο της συμφωνίας εξωδικαστικού συμβιβασμού επεσήμανε ότι «μπορεί να είναι ο,τιδήποτε συμφωνήσουν τα μέρη και θα στηρίζεται στις πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής των χρεών της. Μπορεί να συμφωνηθεί κούρεμα, περισσότερες δόσεις, αλλά το σημαντικότερο όλων οι επιχειρήσεις θα μπορούν να αντλήσουν ρευστότητα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το λεγόμενο “new money” στα πλαίσια της συμφωνίας αναδιάρθρωσης προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους. Προς την κατεύθυνση αυτή θα συμβάλει καθοριστικά η ρύθμιση που θα έρθει σε 15 ημέρες από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και θα εξασφαλίζει το ακαταδίωκτο των στελεχών των τραπεζών και των εκπροσώπων του δημοσίου που θα υπογράφουν την σύμβαση αναδιάρθρωσης.
Αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθεί μια επιχείρηση, θα πρέπει να ειπωθεί καταρχήν ότι αυτή διεξάγεται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας ηλεκτρονικής υποβολής και διαχείρισης αιτήσεων που αναπτύσσεται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. Η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. εγγυάται ότι η πλατφόρμα αυτή θα ανοίξει για να υποδεχτεί τις πρώτες αιτήσεις τρεις μήνες μετά την ψήφιση του παρόντος νομοσχεδίου. Η πλατφόρμα αυτή θα επικοινωνεί με το ΤΑΧΙS και το ΚΕΑΟ (Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών) και σε ότι αφορά τα χρέη των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο θα μπορεί να αντλεί τα στοιχεία αυτά για τις επιχειρήσεις ηλεκτρονικά χωρίς να είναι υποχρεωμένες αυτές να τα υποβάλουν εγγράφως. Η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. θα είναι μάλιστα έτοιμη σε ένα μήνα να παρουσιάσει το σχετικό demo. Πλην όμως για να είναι όλο το σύστημα λειτουργικό θα πρέπει και οι τράπεζες να ετοιμάσουν το δικό τους πληροφοριακό σύστημα το συντομότερο δυνατόν ώστε να επικοινωνεί και αυτό με την πλατφόρμα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.
Η αναστολή δε των καταδιωκτικών μέτρων κατά της οφειλέτριας επιχείρησης για 70 ημέρες από την αποστολή της πρόσκλησης στους πιστωτές (χρόνος από τον οποίο αναστέλλεται και η εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας των τραπεζών) συν 4 μήνες μετά την παρέλευση αυτών και όσο διαρκεί η διαδικασία αποτελεί επί της ουσίας άλλο ένα μέσο πίεσης των πιστωτών της να διαπραγματευτούν και να προσπαθήσουν να καταλήξουν σε μία κοινά αποδεκτή λύση αναδιάρθρωσης των οφειλών της».
Η κ. Τζάκρη υπογράμμισε ότι με το εν λόγω νομοσχέδιο «υφίσταται μόνο η δυνατότητα (και όχι υποχρέωση) επικύρωσης της εν λόγω σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών από το αρμόδιο κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο θα προβεί μόνο σε εξέταση τήρησης των τυπικών προϋποθέσεων του εν λόγω νομοσχεδίου, ώστε να υποκαταστήσει τη βούληση των μη συναινούντων στο σχέδιο αναδιάρθρωσης πιστωτών και όχι σε ουσιαστική αξιολόγηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Και στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσω ότι είναι η πρώτη φορά που η εκτελεστική εξουσία δε μεταθέτει το βάρος των ατυχών επιλογών της στις πλάτες των δικαστών, θεωρώντας δεδομένο ότι έχουν οικονομικές γνώσεις και επιχειρηματική εμπειρία».-