Καταθέτουμε σήμερα την πρόταση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά και επαγγελματικά δάνεια: δημιουργία ενός «Ταμείου Ανασυγκρότησης των Επιχειρήσεων». Τον περασμένο Νοέμβριο παρουσιάσαμε την πρότασή μας για τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια και δεσμευθήκαμε να επεξεργαστούμε ολοκληρωμένη πρόταση και για τα επιχειρηματικά και επαγγελματικά.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη διαθέτει στελέχη με γνώσεις και προοπτική και υλοποιεί τη δέσμευσή της για ένα ολοκληρωμένο σχέδιο προστασίας των δανειστών. Η ιδέα της πρότασης ξεκίνησε από το σύντροφο Σπύρο Φράγκο και διαμορφώθηκε από κοινού με τον Π. Καμμά, Ευ. Βότση, Μ. Τσατσούλη, Π. Ζάχο, Χρ. Πρωτόπαπα, ενώ σημαντική ήταν η συνεισφορά των Ηρ. Ρούπα, Φ. Σαχινίδη, Αφρ. Παπαθανάση, Π. Κρανιδιώτη, Δ. Οικονόμου, Δ. Χατζησωκράτη, Δ. Μάντζο και Ν. Κανελλόπουλο.
Όλοι μαζί είμαστε περήφανοι για τις προτάσεις που δημοσιεύουμε σήμερα.
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου, Βουλευτή Αρκαδίας και επικεφαλής του τομέα Ανάπτυξης της Κ.Ο. της Δημοκρατικής Συμπαράταξης έχει ως εξής:
“Το ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Συμπαράταξη επανέρχεται σήμερα σε ένα ζήτημα, το οποίο απειλεί, μαζί με την ανεργία, την παραγωγική βάση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας με πλήρη διάλυση: τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια – τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, το συνολικό ύψος των «κόκκινων» δανείων υπολογιζόταν σε 108,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Εξ αυτών, περίπου το 60% ήταν μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια περίπου 65,1 δις ευρώ.
Το ποσό αυτό αυξήθηκε κατά δύο δις ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2017 και σήμερα, υπολογίζεται πως το 80% των ρυθμισμένων δανείων έπαψαν να εξυπηρετούνται από τις αρχές του έτους. Η ανασφάλεια, η συνεχής αναβολή του κλεισίματος της αξιολόγησης λόγω της κυβερνητικής αναξιοπιστίας, η στάση πληρωμών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα για να εμφανίσει επίπλαστα πλεονάσματα, η αύξηση φόρων, εισφορών, πάνω απ’όλα όμως, η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών και των επιχειρηματιών στα τερτίπια της Κυβέρνησης και ο φόβος για το παρόν και το άμεσο μέλλον, είναι οι κυριότερες αιτίες.
Σε όλο αυτό το διάστημα που η Κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου σέρνει τη χώρα και την οικονομία σε ένα αδιέξοδο με τις ιδεοληψίες της, η ΕΚΤ μέσω των ενέσεων ρευστότητας του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης έχει μοιράσει εκατοντάδες δις ευρώ. Πρόσφατα μόνο χορήγησε δανεισμό 233,5 δισ.ευρώ στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, με μηδενικό επιτόκιο για τέσσερα χρόνια. Από αυτή τη δεξαμενή των δωρεάν κεφαλαίων, προφανώς παραμένουν εκτός μόνο οι ελληνικές τράπεζες για όσο διάστημα είναι σε εκκρεμότητα η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η έκθεση της ΕΚΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τις αποφάσεις του Eurogroup για το ελληνικό πρόγραμμα.
Από τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια, τα 2/3 (δύο τρίτα) περίπου οφείλονται από πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Δηλαδή, από την κατηγορία των επαγγελματιών και επιχειρηματιών, που αφενός μεν όλοι λέμε στερεότυπα εδώ και δεκαετίες ότι αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, αφετέρου δε, έχει πληγεί από την ύφεση και έχει κυνηγηθεί από την κυβερνητική πολιτική όσο καμία άλλη, με υπέρογκες εισφορές, υπερβολική φορολογία, και τώρα πια, με το σχεδιασμό της Κυβέρνησης για την άνευ όρων παράδοσή τους σε ξένα funds.
Πριν από τέσσερις μήνες, η Δημοκρατική Συμπαράταξη κατέθεσε μία ολοκληρωμένη πρόταση σχετικά με τη ρύθμιση των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων. Η πρότασή μας αυτή, με γνώμονα την προστασία των αδύναμων δανειοληπτών, την επιβράβευση των συνεπών, την ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και φυσικά την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Σήμερα, επανερχόμαστε με μία ουσιαστική και τεκμηριωμένη πρόταση για τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια, η οποία περιστρέφεται γύρω από τη δημιουργία ενός Ταμείου Ανασυγκρότησης των Επιχειρήσεων, το οποίο θα αγοράσει τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια από τις τράπεζες, εξυγιαίνοντας άμεσα τους ισολογισμούς αυτών. Αυτό το σχέδιο έχει εφαρμοστεί επιτυχώς και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Ισπανία και στην Ιρλανδία. Ο ESM θα είναι ένας από τους μετόχους του Ταμείου. Από τα διαθέσιμα κεφάλαια του ESM, περί τα 15 δις ευρώ μπορούν να προστεθούν στο μετοχικό κεφάλαιο του Ταμείου, όπως έγινε και στην Ισπανία.
Η αντιμετώπιση του ζητήματος είναι κατεπείγουσα, δεδομένου ότι το ιδιωτικό χρέος είναι στην πραγματικότητα μία «ωρολογιακή βόμβα» στα θεμέλια της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας. Η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η ίδια η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, αλλά και η επιβίωση του (πολύπαθου) ασφαλιστικού συστήματος, εξαρτάται από την κατεπείγουσα αντιμετώπιση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων.
Δυστυχώς, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν φαίνεται να το συνειδητοποιεί αυτό. Αναρριχήθηκαν στην εξουσία με σύνθημα «έξω τα κοράκια», οδήγησαν τις τράπεζες με την καταστροφική δήθεν «διαπραγμάτευσή» τους, στην αχρείαστη – έως τον Ιανουάριο του 2015 – τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, απαξιώνοντάς τις πλήρως. Το καλοκαίρι του 2014, η χρηματιστηριακή τους αξία ήταν 34 δις ευρώ. Ένα χρόνο μετά, η αξία τους έπεσε στο ένα (1) δις ευρώ. Και σήμερα, με τις ολέθριες επιλογές της, τις οδηγεί σε πλήρη αφελληνισμό. Παραδίδοντας τις τράπεζες σε ξένες διοικήσεις, παραδίδει και τον δανεισμό των επιχειρήσεων σε ξένα funds.
Η Κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου συμφώνησε με τους πιστωτές σε ένα μίγμα αναδιαρθρώσεων – ρυθμίσεων, πωλήσεων, ρευστοποιήσεων και διαγραφών «κόκκινων» δανείων, ώστε μέχρι το τέλος του 2019 να έχουν τακτοποιηθεί από τους ισολογισμούς των τραπεζών € 40,2 δις συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, με τη συμβολή των «κόκκινων» επιχειρηματικών ανοιγμάτων στο στόχο αυτό να εκτιμάται στο 58%.
Ωστόσο, η Κυβέρνηση, ενώ θεσμοθέτησε τη λειτουργία Εταιρειών Διαχείρισης και Εταιρειών Απόκτησης Απαιτήσεων με τον ν.4354/2015 που αφορά τη διαχείριση δανείων και εκτός του ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων, παρουσίασε σοβαρό σχέδιο για τη διαχείρισή τους εντός του ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων μόλις ένα χρόνο μετά. Κατέθεσε ένα ελλειμματικό νομοσχέδιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, παρ’όλο που τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών δεν είναι ενθαρρυντικά.
Καταδεικνύεται λοιπόν, πως η πώληση των δανείων δεν είναι η πιο συμφέρουσα λύση ακόμα και για τις ίδιες της τράπεζες, διότι τα funds, βάσει των εκτιμήσεων, πιθανώς να επιδιώξουν να αγοράσουν τα δάνεια σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να αναγκαστούν να εγγράψουν σημαντικές ζημιές.
Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα, η οποία υιοθέτησε αυτό το μοντέλο διαχείρισης των κόκκινων δανείων, δηλαδή τη λειτουργία δευτερογενούς αγοράς δανείων. Η ανεπάρκεια της σημερινής Κυβέρνησης οδήγησε δηλαδή στην υιοθέτηση στην πραγματικότητα ως λύσης μίας οικονομικής επιλογής, η οποία από μόνη της υπονομεύει εκ θεμελίων την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών επιχειρήσεων. Προσπαθώντας δε να διορθώσουν τα αδιόρθωτα, εδώ κι ένα χρόνο ψηφίζουν και ξε-ψηφίζουν διατάξεις, έχοντας χάσει το λογαριασμό των δικών τους καταστροφικών λαθών.
Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, σχετικά με την υιοθέτηση εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων είναι ένα ακόμη ολέθριο λάθος στην καταστροφική για την επιχειρηματικότητα κανονιστική αλληλουχία της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ:
Αφορά σε λίγες μόνο μεγάλες επιχειρήσεις, με πολλούς και διαφορετικούς πιστωτές.
Μένουν εκτός ρύθμισης και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, χωρίς να υπάρχει κάποια ειδική αιτιολόγηση γι’ αυτό.
Αποκλείονται επιχειρήσεις που έχουν ήδη προβεί σε ρύθμιση κάποιων οφειλών τους (λ.χ έναντι της φορολογικής διοίκησης) “τιμωρώντας” εκείνους που είχαν μπει σε μία ρύθμιση και την εφαρμόζουν μέχρι σήμερα.
Η προϋπόθεση που θέτει το νομοσχέδιο, πως η επιχείρηση πρέπει να έχει ένα τουλάχιστον έτος θετικά αποτελέσματα την τελευταία τριετία, είναι βέβαιο ότι θα αποκλείσει τη συντριπτική μερίδα των επιχειρήσεων, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια σχεδόν το σύνολο των επιχειρήσεων της χώρας έχει πληγεί βαρύτατα από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση.
Εξαιρετικά προβληματική είναι επιπλέον η ρύθμιση που απαιτεί η επιχείρηση να μην έχει το 85% των οφειλών της σε έναν πιστωτή αφού εξαιρεί πάρα πολλές επιχειρήσεις που έχουν βασική σχέση χρηματοδότησης με μία μόνο τράπεζα και οι οποίες κινδυνεύουν σήμερα να μείνουν εκτός πεδίου εφαρμογής. Το ίδιο ισχύει και για τις επιχειρήσεις που έχουν οφειλές μόνο (ή σχεδόν μόνο) στην εφορία ή σε έναν ασφαλιστικό φορέα.
Το νομοσχέδιο, ενώ ευαγγελίζεται την εξωδικαστική ρύθμιση, εισάγει μια κοστοβόρα και αργόσυρτη δικαστική διαδικασία επικύρωσης, από Πολυμελές Δικαστήριο και μάλιστα μετά από ειδική δικάσιμο.
Είναι ακατανόητος και εντελώς αδικαιολόγητος ο περιορισμός του αριθμού των διαμεσολαβητών – συντονιστών χωρίς καμία ασφάλεια και διαφάνεια στα κριτήρια και τη διαδικασία επιλογής όσων εγγραφούν στο μητρώο συντονιστών προδιαγράφοντας μια αδιαφανή και ως εκ τούτου διαβλητή και πελατειακή διαδικασία.
Με όλες αυτές τις ρυθμίσεις, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με υπογραφή Τσίπρα και με την ψήφο όλων των Βουλευτών τους, φράζει το δρόμο στις προσπάθειες εκατοντάδων χιλιάδων μικρών, μεσαίων αλλά και μεγαλύτερων επιχειρήσεων να επιβιώσουν, να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες τους, να διασφαλίσουν τις θέσεις εργασίας που συντηρούν, να αγωνιστούν για την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, δεν έχει πέσει ούτε ένα ευρώ στην αγορά από τον πολυδιαφημισμένο «αναπτυξιακό» νόμο που ψηφίστηκε πριν από ενάμισι χρόνο, ενώ ελάχιστα κονδύλια του ΕΣΠΑ 2014-2020 έχουν ξεκινήσει να αξιοποιούνται, την ώρα που βρισκόμαστε ήδη στη μέση της προγραμματικής περιόδου.
Η υποβολή αιτήσεων έληξε άδοξα για τα δύο πρώτα καθεστώτα του αναπτυξιακού νόμου, «Γενική επιχειρηματικότητα» και «Νέες ανεξάρτητες ΜΜΕ»: μόνο 821 επενδυτές κατέθεσαν σχέδια συνολικού ύψους 2,2 δις ευρώ. Από αυτά, σχέδια ύψους 1,5 δις ευρώ υποβλήθηκαν στο καθεστώς «Γενική επιχειρηματικότητα», ζητώντας κατ’ εκτίμηση περισσότερα από 0,5 δις ευρώ ενίσχυση. Ο προϋπολογισμός κάθε καθεστώτος, όπως έχει σχεδιαστεί από το Υπουργείο, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 150 εκ. ευρώ (χρηματική ενίσχυση και φοροαπαλλαγές). Άρα προκύπτει ότι μόνο ένα μικρό μέρος από τα σχέδια θα ικανοποιηθούν. Ο κ.Μίχαλος με χθεσινή του επιστολή, το καταγγέλλει ξεκάθαρα: οι εννέα στις δέκα επιχειρήσεις που υπέβαλαν προτάσεις, απορρίφθηκαν! Τα κονδύλια δεν επαρκούν. Επιχειρηματίες και εργαζόμενοι χάνουν κάθε ελπίδα ενίσχυσης. Επιπλέον, η αξιολόγηση των αιτήσεων, μαζί με την διαδικασία υποβολής ενστάσεων, δεν προβλέπεται να τελειώσει πριν περάσουν έξι μήνες. Και το επόμενο εξάμηνο λοιπόν, δεν θα πέσει ούτε ένα ευρώ στην αγορά.
Επίσης, η αποτυχία του νέου αναπτυξιακού νόμου φαίνεται και από το γεγονός ότι στο πολυδιαφημιζόμενο καθεστώς «Επενδύσεις Μείζονος Μεγέθους» (επενδυτικά σχέδια άνω των 20 εκ. ευρώ) δεν έχει υποβληθεί ούτε ένα σχέδιο επένδυσης, όπως προκύπτει και από τις ανακοινώσεις του Υπουργείου στα μέσα Φεβρουαρίου.
Για το ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Συμπαράταξη ένας είναι ο δρόμος: να εκπροσωπήσουμε την παραγωγική Ελλάδα, θέτοντας μία αναπτυξιακή ατζέντα για το 2030.
Θέλουμε να στηρίξουμε τον ιδιωτικό τομέα. Είναι ανάγκη ο ελληνικός επιχειρηματικός κόσμος να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του για το παρόν, αλλά και την εμπιστοσύνη στο μέλλον. Η χώρα χρειάζεται μία ανταγωνιστική οικονομία, που θα μπορέσει να στηρίξει ένα αξιόπιστο κοινωνικό κράτος, με θέσεις εργασίας, ανάπτυξη, υγεία για όλους, ποιοτική παιδεία, αξιοκρατία. Αυτή είναι η ατζέντα μας για την Ελλάδα του 2030.”