Είμαι χαρούμενος που βρίσκομαι εδώ, που συναντώ γνώριμους συντρόφους από την Ευρώπη, που πορευτήκαμε μαζί για πολλά χρόνια. Και έχω τη βεβαιότητα ότι έγινε μια πολύ σοβαρή συζήτηση, σήμερα, σε ένα συνέδριο το θέμα του οποίου είναι εξαιρετικά επίκαιρο.
Θέλω να ξεκινήσω, όμως, με μια αναφορά στο χθεσινό μαζικό έγκλημα στην Αίγυπτο. Μια φρικτή τρομοκρατική ενέργεια, που συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν λόγια για να καταδικάσει κάποιος μια τέτοια ενέργεια. Και η Ελλάδα, βεβαίως, μαζί με ολόκληρο τον πλανήτη, εξέφρασε αμέσως την αλληλεγγύη της στα θύματα, στις οικογένειες των θυμάτων και φυσικά σε ολόκληρο τον Αιγυπτιακό λαό.
Όμως, θα ήθελα με την αφορμή να σχολιάσω: η τυφλή τρομοκρατία, δεν είναι ένα γεγονός που έπεσε από τον ουρανό. Σχετίζεται με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στον κόσμο και κατ’ αυτή την έννοια είναι, ίσως, και μια γέφυρα για το θέμα που συζητάμε σήμερα εδώ.
Η ανασφάλεια, η φτώχεια, οι ανισότητες δηλαδή με την ευρεία έννοια, η απουσία προσδοκιών για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων, δημιουργούν ένα τεράστιο κενό.
Το κενό αυτό, είναι που δημιουργεί σήμερα τις προϋποθέσεις για την άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Όπως και στην ενίσχυση των εθνικισμών, του ανοιχτού ή συγκαλυμμένου φασισμού, της ξεονοφοβικής λαϊκιστικής ακροδεξιάς, που ενισχύεται στον πυρήνα της Ευρώπης, στην καρδιά της Ευρώπης.
Γι αυτό, θα έλεγα, ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε πως ακριβώς επειδή βρισκόμαστε μπροστά σε τέτοια φαινόμενα. Σε φαινόμενα απόλυτης υποβάθμισης της αξίας της ανθρώπινης ζωής, που η γενεσιουργός τους αιτία είναι οι ανισότητες και η διεύρυνση των ανισοτήτων, ότι για αυτόν ακριβώς το λόγο είναι ακόμα πιο σημαντικό, σήμερα, το δικό μας αίτημα. Το αίτημα της Αριστεράς για έναν διαφορετικό κόσμο. Με λιγότερες ανισότητες, περισσότερη δικαιοσύνη, περισσότερη αλληλεγγύη. Έναν κόσμο βιώσιμο, ασφαλή και ανεκτικό για όλους τους ανθρώπους.
Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι: μπορούμε να ανατρέψουμε τις σημερινές ισορροπίες και τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης για να φτάσουμε σε αυτόν τον καλύτερο κόσμο. Διότι τα τελευταία χρόνια η εικόνα που έχουμε είναι ότι τα πράγματα χειροτερεύουν.
Η απάντηση, που θα σας πω είναι δεν ξέρω αν μπορούμε ή δεν μπορούμε, ξέρω ότι πρέπει, είναι αναγκαίο. Πρέπει να προσπαθήσουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Και υπό αυτή την έννοια, μια συζήτηση για τις ανισότητες στο σημερινό κόσμο, θα έλεγα, ότι καλύπτει ένα τεράστιο πεδίο. Ένα πλέγμα αδικίας φαίνεται να καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο.
Τι συζητάμε, όταν συζητάμε για τις ανισότητες; Συζητάμε για τις ανισότητες στην Ευρώπη; Συζητάμε για τις ανισότητες ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, στο Κέντρο και στην Περιφέρεια; Συζητάμε για τις ανισότητες ανάμεσα στις αναπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες χώρες; Για τις ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών – είτε αυτές είναι αναπτυγμένες, είτε αναπτυσσόμενες; Ανισότητες ταξικές, περιφερειακές και κοινωνικές.
Για ό,τι και να μιλάμε, νομίζω, ότι βρισκόμαστε στον ίδιο παρονομαστή. Διότι την ίδια στιγμή που αμύθητα ποσά πλούτου συσσωρεύονται στα χέρια λίγων, πολύ λίγων στον πλανήτη, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη στερούνται την πρόσβαση σε βασικά κοινωνικά αγαθά.
Τέτοια αγαθά μπορεί να είναι, από την τροφή, το νερό, την στοιχειώδη εκπαίδευση, έως το δικαίωμα στη σταθερή εργασία και την αξιοπρεπή διαβίωση.
Αυτές οι συνθήκες είναι που δημιουργούν σήμερα και τα τεράστια ρεύματα των προσφύγων και των οικονομικών μεταναστών.
Και δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η προσφυγική κρίση – που ζήσαμε πριν από δύο χρόνια και ζούμε ακόμα και σήμερα – είναι ένα παροδικό και ευκαιριακό φαινόμενο. Ρεύματα, βεβαίως, τα οποία θα ενταθούν το επόμενο διάστημα. Ακριβώς, διότι έχουμε πια ωκεανούς φτώχιας σε ολόκληρο τον πλανήτη, αποσταθεροποιημένες τεράστιες περιοχές και ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας – την ίδια στιγμή- των ανεπτυγμένων χωρών να ωθούνται προς το περιθώριο, τη φτώχεια και την κοινωνική αβεβαιότητα.
Θα ήθελα όμως να σταθώ λίγο περισσότερο σε αυτό το τελευταίο. Στην κοινωνική αβεβαιότητα.
Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ο συσχετισμός δύναμης στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνικών σχηματισμών επέβαλε συγκεκριμένους περιορισμούς στη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Ένα ισχυρό εργατικό κίνημα, αλλά, και μια Αριστερά ενισχυμένη από τον αντιφασιστικό αγώνα κατάφερε να υποχρεώσει την πολιτική εξουσία, τις ελίτ, αλλά, και κυβερνήσεις, τις οποίες με την δυναμική της, με την αλλαγή των συσχετισμών, κατάφερε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να επηρεάζει. Κατάφερε, λοιπόν, να υποχρεώσει την πολιτική εξουσία να λάβει μέτρα προστασίας της κοινωνικής πλειοψηφίας, μέτρα ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων.
Από την κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της απεργίας, τη θεμελίωση του κοινωνικού κράτους αλλά και μια αναδιανεμητική πολιτική βασισμένη στη φορολογία του πλούτου.
Προφανώς, ούτε εκείνη η περίοδος ήταν ρόδινη καθώς οι κοινωνικές ανισότητες παρέμεναν μεγάλες, αλλά, τώρα βλέποντας αυτή την περίοδο από απόσταση εύκολα κανείς διακρίνει ότι επρόκειτο για μια περίοδο περιορισμού – ας το πω έτσι – όχι κατάργησης, αλλά περιορισμού της εξουσίας του κεφαλαίου και των οικονομικών ελίτ.
Θα μπορούσε, όμως, κανείς να υποθέσει ότι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας είχε διαμορφωθεί μια συνθήκη σχετικής ισορροπίας στη βάση της οποίας θεμελιώθηκαν εργαλεία, χρήσιμα, σημαντικά εργαλεία εξισωτικών πολιτικών.
Και ήταν, ακριβώς, αυτή η κατάσταση που έδινε τη δυνατότητα στην Αριστερά να σκέφτεται και να συζητά για μοντέλα οργάνωσης ακόμη και πέρα από τον καπιταλισμό. Είτε, λοιπόν, τα χαρακτηρίζαμε και τα χαρακτηρίζουμε ακόμα – αυτά τα εργαλεία – σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα, ήταν εργαλεία, που ευνόησαν τη δυναμική της Αριστεράς. Και μάλιστα της Αριστεράς που είχε και έχει ως πρόταγμα την υπέρβαση του καπιταλισμού.
Και το λέω, αυτό, για να το συγκρίνουμε με τη σημερινή εποχή, όπου σήμερα βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να επιχειρηματολογήσουμε ξανά για τα αυτονόητα.
Για την ανάγκη, δηλαδή, συγκρότηση της απαραίτητης άμυνας της κοινωνικής πλειοψηφίας και των εργαζομένων απέναντι στην επέλαση ενός ασύδοτου καπιταλισμού.
Διότι μέσα από μια σειρά πολιτικών ηττών -πολύ αργότερα – από τα τέλη της δεκαετίας του 70, της δεκαετία του 80, τα εργαλεία αυτά έφτασαν στο σημείο να κηρυχθούν επισήμως ως παρωχημένα εργαλεία, στις αρχές της δεκαετίας του 90.
Η νέα κυρίαρχη και αδιαμφισβήτητη για χρόνια αντίληψη ήταν αυτή, η οποία έλεγε ότι πρέπει να αφήσουμε το κεφάλαιο να κάνει ότι θέλει και θα βρει τον τρόπο να δημιουργήσει και πλούτο και ευκαιρίες για όλους.
Και επομένως, στη βάση αυτής της αντίληψης, που άρχισε να γίνεται κυρίαρχη τη δεκαετία του 90, οι κοινωνικές κατακτήσεις, ήταν περίπου ως κάτι το περιττό.
Το μόνο που χρειαζόταν για να απελευθερωθούν οι ασυγκράτητες δυνάμεις της αγοράς, ήταν να τις απαλλάξουμε από τη φορολογία, το εργασιακό κόστος, τους περιβαλλοντικούς κανόνες, τη λογοδοσία.
Γρήγορα, όμως, αποδείχτηκε, ότι αυτοί που άσκησαν κριτική στο σύστημα της παγκοσμιοποίησης – και ήμασταν και εμείς από αυτούς, εκεί βρίσκεται – εάν θέλετε – ένα σημαντικό κομμάτι της ταυτότητας της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Στα κινήματα κριτικής στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Σύντομα, λοιπόν, αποδείχτηκε ότι όσοι άσκησαν κριτική στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είχαν άδικο.
Η απελευθέρωση των αγορών μπορεί να δημιούργησε πλούτο, αλλά δημιούργησε και τεράστιες ανισότητες.
Και η πραγματικότητα είναι ότι χωρίς αναδιανομή του πλούτου δεν μπορείς να δημιουργήσεις κοινωνική ευημερία.
Ούτως ή άλλως, το αφήγημα αυτό, ήρθε και έσκασε σαν φούσκα το 2008 με τη μεγάλη κρίση.
Γιατί τα κέρδη της παγκόσμιας ελίτ, τελικά, όχι μόνο δεν εξασφάλισαν κοινωνική ευημερία, αλλά ήταν και οι ζημιές της παγκόσμιας ελίτ, που μετασχηματίστηκαν εν ριπή οφθαλμού σε κοινωνική δυστυχία.
Σε απώλεια θέσεων εργασίας, σε πτώση του βιοτικού επιπέδου, σε μεγαλύτερη απορρύθμιση και αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους.
Και αυτό, βεβαίως, εμείς εδώ στην Ελλάδα είχαμε την ατυχία να το γνωρίσουμε πάρα πολύ καλά. Και μάλιστα, υπό ένα τρόπο, γίναμε και ένα διεθνές πείραμα. Πως μπορεί μέσα σε ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα, μέσα από ένα σκληρό μοντέλο εσωτερικής υποτίμησης να εφαρμόσεις συσσωρευμένες όλες τις νεοφιλελεύθερες ιδέες και αντιλήψεις, που δεν είχαν ξαναεφαρμοστεί τόσο γρήγορα και τόσο μαζικά σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Από τις συνταγές του ΔΝΤ, συνταγές που την περίοδο την καταστροφική, όπως συνηθίζω να λέω, 2010 – 2014, καταστροφική από τα αποτελέσματα, χάσαμε το 25%, μέσα σε δύο χρόνια, γιατί ήταν πολύ σύντομη αυτή η προσαρμογή, το 25% του ΑΕΠ. Και η ανεργία εκτινάχθηκε από το 7,5% στο 27% κάποια στιγμή, λίγο πριν αναλάβουμε τη διακυβέρνηση. Σήμερα, παραμένει υψηλή, έχει όμως μειωθεί περίπου κατά 6 μονάδες. Με δυο λόγια, δηλαδή, θέλω να πω ότι είχαμε την ατυχία να γνωρίσουμε μια από τις πιο άγριες μορφές αυτής της νεοφιλελεύθερης αντίληψης της εφαρμογής μέτρων, που οδήγησαν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, ραγδαία, γρήγορα στην κοινωνική ανασφάλεια και στη φτώχεια.
Και αυτό, για να γίνει τι;
Προφανώς, κάποιοι θα πουν για να σωθεί το ευρωπαϊκό ιδεώδες. Εγώ. θα έλεγα να θυμηθούμε όσα, λίγες μέρες πριν, δήλωσε δημόσια ο φίλος του Ευκλείδη, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο επικεφαλής του Eurogroup, ο οποίος είπε «ας μην κρυβόμαστε, όλα αυτά έγιναν με βασικό στόχο να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες».
Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα.
Οι κοινωνικές ανισότητες αυξήθηκαν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, που χτυπήθηκαν από την κρίση.
Ένας στους τέσσερεις Ευρωπαίους, σήμερα, βρίσκεται αντιμέτωπος με την φτώχεια ή απειλείται άμεσα από αυτήν.
Και βεβαίως, η κατάσταση αυτή είναι προφανές, επιβαρύνει πολύ περισσότερο τις χώρες του Νότου.
Το πιο σημαντικό όμως, είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα, που να μας δείχνει σήμερα, ότι η Ευρώπη οδεύει προς μια κατεύθυνση μείωσης των ανισοτήτων αυτών, παρά το γεγονός ότι έχουμε ξεπεράσει την κρίση.
Αντίθετα, νέα φαινόμενα – γι΄ αυτό και έχει πολύ μεγάλο δίκαιο ο Ευκλείδης, που λέει ότι βρισκόμαστε σε μια μη κανονική κατάσταση – έχουν κάνει πλέον την εμφάνισή τους.
Τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα κλυδωνίζονται. Μεγαλύτερους κλυδωνισμούς βιώνουν τα κόμματα της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά όλα τα παραδοσιακά κόμματα κλυδωνίζονται.
Η απήχηση τους εξανεμίζεται, αλλά δυστυχώς αυτών που η απήχηση φαίνεται να ανεβαίνει είναι των δυνάμεων της ακροδεξιάς.
Ο ευρωσκεπτικισμός επικράτησε πολιτικά στην Βρετανία αλλά επεκτείνεται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Αλλά είναι ένας άγονος και δεξιός ευρωσκεπτικισμός.
Με δυο λόγια θα έλεγε κανείς ότι εάν εξαιρέσει κανείς την Ελλάδα, την Πορτογαλία και το εξαιρετικά επιτυχές, τη μεγάλη εκλογική επιτυχία των εργατικών στη Βρετανία, η υπόλοιπη εικόνα είναι μια εικόνα που έχει μια ροπή προς το γκρίζο, εάν εξαιρέσει κανείς τα χρώματα σε αυτές τις επιτυχίες στις χώρες που προανέφερα.
Η Ελλάδα έχει σήμερα μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά.
Η κυβέρνηση αυτή, μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, αγωνίζεται να βγάλει την χώρα από αυτό το ειδικό καθεστώς στο οποίο μπήκε το 2010. Το καθεστώς της επιτροπείας.
Αλλά ταυτόχρονα αγωνίζεται με κάθε τρόπο στο πλαίσιο του δυνατού, σε αυτές τις συνθήκες, αφού εξήντλησε κάθε δυνατότητα να διεκδικήσει μια διαφορετική πορεία, στο πρώτο εξάμηνο, χωρίς να συντελέσει καταστροφή στις κοινωνικές κατηγορίες που υποστηρίζει. Η κυβέρνηση, λοιπόν, της Αριστεράς έχει ως βασικό στόχο την έξοδο της χώρας από την επιτροπεία αλλά ταυτόχρονα με κάθε τρόπο να στηρίξει τους ασθενέστερους, να εκσυγχρονίσει τις κρατικές δομές, να εξαλείψει τις πελατειακές σχέσεις και την διαφθορά.
Το πιο σημαντικό, όμως, για μας σήμερα, τώρα που βγαίνει η οικονομία από την κρίση και βρίσκεται ξανά σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης –έχουμε πολύ αισιόδοξους οικονομικούς δείκτες – είναι να περάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αυτοί οι θετικοί δείκτες, αυτά τα θετικά αποτελέσματα της ανάπτυξης, στην κοινωνία, μετασχηματισμένα σε θέσεις αξιοπρεπούς και σταθερής εργασίας και με κοινωνική προστασία.
Όμως το γενικό πλαίσιο, το ολίγον απαισιόδοξο, που έθεσα πιο πριν και αφορά την Ευρώπη, εγώ θα έλεγα και τον κόσμο, παραμένει.
Και το ερώτημα στο οποίο οφείλουμε να επικεντρωθούμε είναι: τι πρέπει να κάνουμε ώστε τα πράγματα τα αλλάξουν;
Θα έλεγα ότι το πρώτο που πρέπει να κάνουμε, ίσως ας το πω έτσι εμπνεόμενος από μια φράση που είπε ο Ευκλείδης κάποτε, ότι θα ήταν καλύτερο να ήταν ψυχολόγος παρά οικονομολόγος για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που βρήκε μπροστά του. Αλλά πιστεύω πολύ ότι είναι βασικό στοιχείο η ψυχολογία μας για να αντιμετωπίσουμε και την οικονομική κρίση αλλά και την ανάκαμψη της οικονομίας. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι το πρώτο που πρέπει να κάνουμε, εάν θέλουμε να αλλάξουν τα πράγματα, είναι να πιστέψουμε ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.
Κάθε κυρίαρχη κατάσταση αντλεί την νομιμοποίησή της από την αίσθηση που δημιουργεί στους ανθρώπους ότι ήταν για πάντα εκεί.
Ότι τα δικαιώματά της είναι απαραβίαστα.
Και ότι αποτελεί μια φυσική νομοτέλεια καθώς και την μοναδική ρεαλιστική λύση των εκάστοτε προβλημάτων.
Αν ήταν όμως έτσι τα πράγματα, η ιστορία δεν θα είχε προχωρήσει ποτέ προς τα εμπρός.
Θα είχαμε μείνει στον 18ο αιώνα με το δουλεμπόριο και τις αποικίες.
Ή στον δέκατο ένατο αιώνα με την εξαθλιωμένη εργατική τάξη και με την παιδική εργασία.
Τότε που οι λέξεις οκτάωρο, συνδικάτο, κοινωνική ασφάλιση, ήταν παντελώς άγνωστες.
Κάποτε ο Λένιν, μιλώντας σε νέους σοσιαλιστές στην εξορία, είπε ότι η επανάσταση θα γινόταν, αλλά η δική του γενιά δεν θα την προλάβαινε.
Επιτρέψτε μου, να σας θυμίσω, μιας και βλέπω πολλούς νέους στο ακροατήριο – φαντάζομαι ότι θα είχαν καλύτερα πράγματα να κάνουν Σάββατο βράδυ και το γεγονός ότι βρίσκονται εδώ αξίζουν συγχαρητήρια. Να θυμίσω ότι ο Λένιν τον Ιανουάριο του 1917, εννιά μήνες πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, μιλώντας σε νέους σοσιαλιστές στην εξορία, είχε εκφράσει τη βεβαιότητα ότι η επανάσταση είναι κάτι το οποίο θα γίνει, σίγουρα θα γίνει, αλλά δυστυχώς η δική του γενιά δεν θα αξιωθεί να τη δει. Και εννέα μήνες μετά βρέθηκε στην Πετρούπολη να έχει καταφέρει με τους συντρόφους του να έχει πάρει την εξουσία.
Το λέω αυτό για να αποδείξω ότι η δυναμική εξέλιξη των πραγμάτων, στη ζωή και την ιστορία, έχει αποδειχθεί δεν είναι πάντα γραμμική.
Σήμερα οι συσχετισμοί δύναμης σε παγκόσμια κλίμακα είναι αρνητικοί, δεν είναι όμως νομοτέλεια ότι θα μείνουν για πάντα αρνητικοί.
Στο κάτω-κάτω, και οι τράπεζες, και το χρηματοπιστωτικό σύστημα και οι φορολογικοί παράδεισοι, είναι ανθρώπινες επινοήσεις.
Δεν μας παραδόθηκαν σε πέτρινες πλάκες από τον Θεό.
Άνθρωποι τις έφτιαξαν, άνθρωποι μπορούν να ορίσουν τα πλαίσια λειτουργίας τους.
Το κρίσιμο θέμα είναι ποιος έχει το επάνω χέρι.
Και βεβαίως το κρίσιμο θέμα για να μπορείς να αποκτήσεις το πάνω χέρι είναι να έχεις και ένα σχέδιο. Να μπορείς να διαμορφώσεις εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο.
Γιατί ξέρετε κάτι; Το πιο εύκολο πράγμα είναι να φωνάζεις κάτω η ανισότητα.
Δεν αρκεί να φωνάζουμε «κάτω οι ανισότητες». Νομίζω ότι αυτό θα μπορούσαν να το φωνάξουν οι πάντες σήμερα.
Από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέχρι κορυφαία στελέχη των πολυεθνικών.
Γενικά κατά την άποψή μου όσο πιο βέβαιος είσαι ότι δεν αλλάζουν τα πράγματα τόσο πιο άνετος είσαι να μιλάς δημοσίως να μειωθούν οι κοινωνικές ανισότητες.
Η ουσία της συζήτησης, όμως, δεν είναι μόνο το τι πρέπει να αλλάξει, αλλά το πώς πρέπει και το πως μπορεί να γίνει αυτό.
Η θέληση των ανθρώπων για κοινωνική δικαιοσύνη, για βελτίωση της ζωής τους άρα η θέληση των κοινωνιών για αλλαγή υπάρχει. Είναι έμφυτη είναι δεδομένη. Αυτό που λείπει, κατά την άποψή μου, είναι η εμπιστοσύνη σε ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο και η πίστη ότι αυτό μπορεί να είναι εφικτό. Μπορεί να είναι ρεαλιστικό.
Ένα σχέδιο που πρέπει να είναι ριζοσπαστικό αλλά και να διαπνέεται από αυτοπεποίθηση για την βιωσιμότητά του.
Ώστε να ανοίξουμε έναν δρόμο καταπολέμησης των ανισοτήτων, μέσα όμως από απλούς, κατανοητούς και ώριμους στόχους.
Όπως για παράδειγμα η δίκαιη φορολογία του πλούτου και του κέρδους, ώστε να εξασφαλιστούν πόροι για δημόσιες επενδύσεις και κοινωνικό κράτος.
Τα όρια στην χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία.
Η κατάργηση των φορολογικών παραδείσων.
Ο περιορισμός των μισθολογικών ανισοτήτων.
Αιτήματα καθαρά, συγκεκριμένα και αιτήματα υλοποιήσιμα, ικανά πιστεύω να συσπειρώσουν γύρω τους μια ισχυρή κοινωνική πλειοψηφία.
Και τα οποία στην πορεία μπορεί να διευρύνονται ολοένα περισσότερο.
Και εδώ πρέπει να σημειώσουμε πόσο καθοριστικό προς μια τέτοια εξέλιξη είναι το να αγωνιστούμε για να αποκτήσει νέο περιεχόμενο ο όρος δημοκρατία.
Έτσι ώστε από θεσμό που εξισορροπεί συμφέροντα και πολλές φορές αποκοιμίζει συνειδήσεις, να μεταβληθεί σε εργαλείο επιβολής της θέλησης των πολλών. Γι αυτό το λόγο εγώ συνηθίζω να λέω ότι ένα από τα βασικά προβλήματα σήμερα στην Ευρώπη, στο θεσμικό της πλαίσιο, έτσι όπως είναι δομημένη, είναι το έλλειμμα δημοκρατίας. Του ελέγχου των πολιτών από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων.
Μπορεί λοιπόν το πρόταγμα για περισσότερη δημοκρατία να αποτελέσει μοχλό αλλαγής του συσχετισμού δύναμης.
Γιατί το να δοθεί, κατά την άποψή μου, ένα ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο στην δημοκρατία, δεν είναι μια ακαδημαϊκή αμπελοφιλοσοφία.
Είναι υπόθεση ενός διαρκούς αγώνα, να κερδίσουμε συνειδήσεις και να ξαναβάλουμε τις μάζες στο πεδίο της πολιτικής πάλης.
Τέλος, αυτό που πρέπει να κάνουμε κατά την άποψή μου είναι να μην έχουμε και την αίσθηση ότι διακατέχουμε μόνο εμείς την απόλυτη αλήθεια αλλά να συγκροτήσουμε ισχυρές κοινωνικές πρωτίστως αλλά και πολιτικές συμμαχίες.
Συμμαχία ανάμεσα σε όλους αυτούς που είναι όντως αποφασισμένοι να προωθήσουν ένα σχέδιο ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση της ανισότητας ανεξάρτητα αν συμφωνούμε μαζί τους στον τελικό στόχο. Στο πως θέλουμε να είναι δομημένη η κοινωνία.
Η Αριστερά λοιπόν είναι σίγουρα μια από τις δυνάμεις μια τέτοιας πλατιάς συμμαχίας οφείλει ωστόσο και αυτή να αντιμετωπίσει τις υποκειμενικές τις αδυναμίες. Να ανοιχτεί περισσότερο στην κοινωνία. Να επεξεργαστεί πιο ώριμα τους στόχους και την πολιτική των συμμαχιών της.
Θεωρώ ότι προς αυτή την κατεύθυνση- και είναι θετικό-κινείται πλέον και ένα τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη.
Ή παρατεταμένη κρίση και οι αναδιατάξεις που αυτή προκάλεσε στο πολιτικό σκηνικό, έχουν απελευθερώσει σημαντικές προοδευτικές δυνάμεις, που επιδιώκουν ολοένα και πιο ανοιχτά τον ταξικό και κοινωνικό επαναπροσανατολισμό. Και βεβαίως αυτό είναι θετικό.
Θεωρώ λοιπόν ότι το να καθορίσουμε ελάχιστους κοινούς πολιτικούς στόχους με τις δυνάμεις αυτές, είναι πλέον περισσότερο από ώριμο.
Όμως το πιο σημαντικό, θα έλεγα δεν είναι η πολιτική συμμαχία αλλά η κοινωνική συμμαχία. Η συμμαχία με κοινωνικές δυνάμεις.
Με τα μαζικά κινήματα που επιμένουν να είναι παρόντα, και βέβαια θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι βρισκόμαστε και σε μια περίοδο απαξίωσης του θεσμικού πλαισίου των κοινωνικών υποκειμένων. Άρα αυτά που είναι σήμερα παρόντα και υπερβαίνουν τις υπάρχουσες δομές είναι πολύτιμα. Είτε αυτά τα κινήματα αφορούν την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την προάσπιση της κοινωνικής δικαιοσύνης, είτε την προστασία του περιβάλλοντος, την δωρεάν δημόσια παιδεία. Και βεβαίως να μην ξεχάσω και τα κινήματα που υπερασπίζονται την αλληλεγγύη στους αδύναμους, στους πρόσφυγες, αυτούς που μάχονται τον ρατσισμό, τον εθνικισμό.
Φίλες και φίλοι επειδή υποσχέθηκα πριν από λίγο, γιατί είχαμε σύσκεψη πριν έρθουμε εδώ, στους συντρόφους που συζήταγα και ιδιαιτέρως στον Νεοκλή ότι δεν θα μιλήσω πολύ- μια υπόσχεση που δεν την κάνω πράξη συχνά- θέλω να κλείσω με την εξής επισήμανση.
Πολλοί με ρωτάνε και στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, βλέποντάς με να εκπροσωπώ μια παράταξη της ριζοσπαστικής αριστεράς, ταυτόχρονα να συνομιλώ στη Ευρώπη με σοσιαλδημοκράτες, με πράσινους, με ρωτάνε «εσύ ακριβώς τι είσαι;»
Θέλω λοιπόν να αναφερθώ στο τι πιστεύω ότι υπάρχει σήμερα στο πλαίσιο το Ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο. Ποιο είναι το πεδίο των ιδεών που υπάρχει σήμερα.
Σήμερα λοιπόν υπάρχουν κυρίως τρεις τάσεις. Υπάρχει η τάση που ακόμα και σήμερα πιστεύει ότι το μέλλον αυτού του κόσμου βρίσκεται στην ακόμα μεγαλύτερη απελευθέρωση των αγορών.
Στην μετατροπή κάθε κοινωνικού δικαιώματος σε εμπόρευμα.
Στην ιδιωτικοποίηση των βασικότερων κοινωνικών αγαθών.
Στην μείωση των κοινωνικών δαπανών.
Στην ελαστικοποίηση της εργασίας.
Και βεβαίως στο ιερό δικαίωμα του κεφαλαίου να μην φορολογείται και να μεταναστεύει σε φορολογικούς παραδείσους.
Δεν θα χρειαστεί πολύ σκέψη για να φανταστείτε ποιο κόμμα και ποιες δυνάμεις στην Ελλάδα εκπροσωπεί αυτή την τάση.
Αυτή λοιπόν είναι η τάση του νεοφιλελευθερισμού.
Είτε δεξιού, κυρίως δεξιού, είτε όμως κάποιες φορές και κεντροαριστερού.
Πρόκειται για αντιλήψεις που πλασάρονται συνεχώς ως φρέσκιες και καινοτόμες, ενώ στη πραγματικότητα είναι πιο παλιές και από το δουλεμπόριο του 18ου αιώνα. Πολύ παλιές αντιλήψεις.
Και που βεβαίως διευρύνουν αντί να αντιμετωπίζουν τις τεράστιες ανισότητες και τα τεράστια προβλήματα κοινωνικής συνοχής που οξύνθηκαν ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008.
Η δεύτερη τάση -διαρκώς διευρυνόμενη το τελευταίο διάστημα- είναι η τάση της λαϊκιστικής ακροδεξιάς και του εθνικισμού- σοβινισμού, που καμιά φορά αυτός ο σοβινισμός και ο εθνικισμός ακουμπά και τις παρυφές της αριστεράς.
Η λαϊκιστική ακροδεξιά αντίληψη, για το έλλειμμα κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερίας, θεωρεί ότι υπεύθυνοι είναι οι πιο αδύναμοι.
Είτε αυτοί είναι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, είτε διαφόρων ειδών μειονότητες, είτε οι τεμπέληδες του Νότου που φταίνε γιατί ζούνε πάνω από τις δυνατότητές τους.
Και τι υπόσχεται; Υπόσχεται ευημερία και ασφάλεια, μέσα από την επιστροφή στην εθνική περιχαράκωση, την μισαλλοδοξία και τον αυταρχισμό.
Και αυτές οι αντιλήψεις είναι παμπάλαιες.
Και έχουν καταδικαστεί ιστορικά περισσότερες από μία φορές και κάποτε δημιούργησαν και τα μεγαλύτερα ιστορικά εγκλήματα στην ανθρωπότητα.
Απέναντι στις δύο αυτές τάσεις, βρίσκεται το δικό μας σύστημα αντιλήψεων.
Βρίσκεται η αριστερή και προοδευτική ιδεολογία.
Που θέτει ως επιτακτική την ανάγκη να κάνουμε τον κόσμο μας πιο ανθρώπινο.
Στηρίζοντας τους αδύναμους.
Εξασφαλίζοντας το δικαίωμα όλων στην δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την αξιοπρέπεια.
Όχι με τον ανταγωνισμό των λαών αλλά με τη συνεργασία και με την αλληλεγγύη των λαών.
Πιστεύω βαθιά, ότι παρά που πολλοί λένε πως αυτή η τάση, αυτή η ιδεολογία, η δική μας, είναι παλιά και γερασμένη, είναι η πιο καινούργια και η πιο φρέσκια από όλες.
Και το κυριότερο είναι η μόνη βιώσιμη εναλλακτική προοπτική, απέναντι στην βαθειά κοινωνική κρίση που αναπαράγει και διευρύνει διαρκώς το χάσμα και τις ανισότητες ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους.
Για την εναλλακτική αυτή προοπτική, οφείλουμε να αγωνιστούμε ώστε να την κάνουμε υπόθεση ολόκληρης της κοινωνίας, οφείλουμε να αγωνιστούμε ώστε να την κάνουμε ρεαλιστική προοπτική, οφείλουμε να πιστέψουμε ότι είναι εφικτό, ότι μπορούμε να την κάνουμε ρεαλιστική προοπτική.
Ένας κόσμος γεμάτος ανισότητες δεν μπορεί να είναι ο κόσμος του μέλλοντος. Η άμβλυνση των ανισοτήτων, η υπέρβαση του σημερινού καπιταλισμού που αναπαράγει και γεννά αυτές τις ανισότητες και οδηγεί τον ίδιο τον πλανήτη σε υπαρξιακή κρίση, είναι η μόνη νομοτέλεια για την οποία αξίζει να αγωνιστούμε.