[Το διήγημα γράφτηκε το 1972 ]
Πήγαινα σχεδόν σαν να πετούσα. Δεν ήξερα πού! Ακολουθούσα στα τυφλά έναν δρόμο, που μου έδειχνε η ψυχή μου. Την αισθανόμουν μέσα από τους κόλπους της καρδιάς μου, να μου μιλά και να με κατευθύνει, πάνω σε «μονοπάτια» ανώμαλα, με κορυφές βουνών με απόκρημνες ρεματιές και χαμηλές ραχούλες.
Και εγώ, άλλοτε ανέβαινα πολύ ψηλά, σαν να ήθελα να αγγίξω τα αστέρια του ουρανού και άλλοτε πάλι κατέβαινα στη γη και γλιστρούσα πάνω στο χιόνι. Ήταν στ’ αλήθεια πολύ ευχάριστο! Ένοιωθα το σώμα μου ελαφρύ σαν πούπουλο, τα πόδια μου γρήγορα σαν τον αέρα, ενώ η καρδιά μου να βγαίνει από τα στήθια μου και να φεύγει μακριά και ύστερα να ξανάρχεται στον παράδοξο αποψινό περίπατο. Μια αόρατη δύναμη με τραβούσε και εγώ πήγαινα από πίσω της, χωρίς να σταματώ. Και δεν ήταν μονάχα αυτό! Από δίπλα μου, χωρίς να μπορούν να δουν τα μάτια μου, άκουα μια φωνή. Μια φωνή γλυκιά σαν να έβγαινε από το στόμα κάποιου αγγέλου, όπως εγώ τη φανταζόμουν!
-Γρήγορα, πιο γρήγορα!
Πού πήγαινα άραγε; Γύρω μου χιόνι παντού, άσπρο, κάτασπρο κι αφράτο. Το χρώμα του φεγγοβολούσε μέσα στα σκοτεινά πέπλα της νύχτας και έδινε στη χειμωνιάτικη φύση μια εικόνα εντυπωσιακή. Ήταν μια νύκτα παράξενη απόψε και έκανε πολύ κρύο. Δεν το αισθανόμουν όμως καθόλου στο σώμα μου και πήγαινα συνέχεια χωρίς να κουράζομαι!
Δίπλα μου πάντοτε η αγγελική φωνή!
Κάποτε σε μια στροφή του δρόμου, η φωνή σταμάτησε. Μπροστά μου τώρα απλωνόταν μια κάτασπρη πεδιάδα και λίγο δεξιά διέκρινα, τα χιονισμένα κεραμίδια κάποιου χωριού. Λιγοστά ήταν τα φώτα στα παράθυρα, ο κόσμος φαίνεται κοιμόταν ακόμα βαθιά. Παντού γύρω ερημιά! Σιγαλιά! Όλα βουβά, σιωπηλά, υπνωτισμένα, τυλιγμένα στα γλυκά όνειρα, που προσφέρουν οι ζεστές αυτές ώρες της αποψινής νύκτας, κοντά στη μισοσβησμένη φωτιά του τζακιού.
Όμως, τι είναι εκείνο το φως, πέρα σ’ εκείνο το βουνό, που κατεβαίνει από κάποιο αστέρι του ουρανού; Η λάμψη του γύρω είναι μαγική και θεική. Στέλνει τις ολόχρυσες ακτίνες του στη γη, σαν να δείχνει κάτι το μεγάλο και το δυνατό, ένα πράγμα που πρέπει να δει και να μάθει όλος ο κόσμος. Ήμουνα μόνος και φοβήθηκα!
Ξαφνικά κάτι άστραψε και έλαμψε μπροστά μου! Αισθάνθηκα ένα πράγμα σαν τον ήλιο να πέφτει πάνω μου. Τα μάτια μου γέμισαν από χρώματα και ύστερα έγιναν μαύρα. Γέμισε παντού, μαύρο, κατάμαυρο σκοτάδι. Προσπάθησα να βασταχτώ στα πόδια μου, δεν τα κατάφερα όμως. Τα γόνατά μου χωρίς να θέλω λύγισαν και σωριάστηκα κάτω. Όλο το σώμα μου έτρεμε, ενώ τα αυτιά μου μέσα σε εκείνο το χαλασμό, ξεχώρισαν κάποια φωνή που μιλούσε:
-Μη φοβάσαι, μου έλεγαν τα λόγια! Απόψε χαίρεται-χαίρεται η φύσις όλη και αγάλλεται ο ουρανός στην ψυχή του, γιατί αυτό το βράδυ, σ’ εκείνη τη σπηλιά του βουνού, όπου φεγγοβολεί το αστέρι, γεννιέται ο Υιός του Θεού, ο Σωτήρας μας και Χριστός! Σήκω και πήγαινε και συ να δεις και να προσκυνήσεις το Νεογέννητο παιδί!
Άνοιξα τα μάτια μου για να δω ποιος μου μιλούσε. Δεν είδα όμως κανένα. Όποιος κι αν ήταν σαν από θαύμα είχε εξαφανιστεί. Με κόπο σηκώθηκα και ξανακοίταξα το αστέρι με το γλυκό του το φως. Και τότε, παράξενο στα αλήθεια! Αισθάνθηκα μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου, ότι άλλαξα, πώς έγινα άλλος. Η ψυχή μου γέμισε από θάρρος και ο φόβος έπαψε. Πήρα δύναμη και νέα ζωή στο σώμα μου, ηρεμία και ατέλειωτη γαλήνη στο μυαλό μου.
Όμως, εκείνος μου είπε κάτι για τον Χριστό μας, για τον Θεό μας. Αυτόν που όλοι μας περιμένουμε από καιρό να έρθει! Ω! Θεέ μου, απίστευτο, αλλά ναι…ναι…αυτό είναι,αυτό!
Εκεί κοντά Του πηγαίνω τώρα εγώ! Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ, μέσα από τα φύλλα της καρδιάς μου..!
Όσο πλησίαζα, η νύκτα γινόταν πιο αστραφτερή και εγώ τόσο περισσότερο άκουγα στην ψυχή μου τον Θεό να με καλεί κοντά Του. Κοιτούσα με απορία γύρω μου. Όλα φαινόταν να φέγγουν με χρυσό φως, με φως που μοιάζει να βάζει φωτιά τον κόσμο και να φέγγει καλύτερα από την ημέρα!
Από μακριά, είδα να έρχονται και άλλα άτομα. Ήταν άνθρωποι βοσκοί. Αυτοί όλα τα βράδια, ξενυχτούν εδώ στους στάβλους προσέχοντας τα ζωντανά τους, με απαραίτητη συντροφιά το τσουχτερό κρύο της νύχτας. Έφταναν βιαστικοί με την «αγκλίτσα» στα χέρια τους, κουκουλωμένοι μέσα στη χονδρή κάπα τους και με τα πρόσωπά τους γεμάτα από έκπληξη και απορία!
Εκεί συναντήθηκαν με άλλους βοσκούς και ζητούσαν από αυτούς να τους εξηγήσουν, τα παράδοξα αυτά γεγονότα της αποψινής νυχτιάτικης ώρας.
Και ενώ μιλούσαν αυτοί, σχίστηκαν με βοή, σαν το αγριεμένο κύμα της θάλασσας οι ουρανοί και άρχισαν να κατεβαίνουν από αυτούς, τάγματα άγγελοι ντυμένοι στα λευκά, με φτερά σαν να ήταν φτιαγμένα από καθαρό χρυσάφι και ασήμι. Τα πρόσωπά τους ήταν χαρούμενα και γελαστά και τα ωραία πλεχτά μαλλιά τους, γυάλιζαν στις θεικές ακτίνες του αστεριού και έμοιαζαν σαν το πύρινο στεφάνι του ήλιου. Είχαν περιτριγυρίσει τη σπηλιά και πετούσαν από πάνω της και δίπλα, ενώ το φλογοκόκκινο στόμα τους με μια «εξαίσια» φωνή, έλεγε ύμνους που δόξαζαν και ευχαριστούσαν το Μεγαλείο και τη Σοφία του Θεού:
« Η Παρθένος σήμερον «Δόξα εν Υψίστης Θεώ
Τον Υπερούσιον τίκτει…» και Και επί γης ειρήνη!»
Πόσο όμορφη ήταν η φωνή τους! Πόσο μεγάλη τέχνη και αρμονία συνδύαζαν τα λόγια! Τους συνόδευαν και οι απλοικοί βοσκοί, που η καρδιά τους εκείνη τη στιγμή, πετούσε μαζί τους στον αέρα, κοντά στα υπέρλαμπρα και απρόσιτα Ύψη του Θεού και Πατέρα όλων μας.
Πέταξε τότε και μένα η καρδιά μου, αισθανόμενος πόσο μεγάλο ήταν για την ανθρωπότητα το αποψινό γεγονός! Πόσο μεγάλη ήταν η σημασία αυτής της γέννησης! Ένοιωσα τον Θεό, ίσως για πρώτη φορά τόσο κοντά μου, να μου μιλάει βαθειά μέσα στα σωθικά μου και να μου λέει, πως είμαι «άνθρωπος», μικρός μπροστά του, πλασμένος από Αυτόν με το ίδιο το Άγιο του το χέρι!
Και όταν μπήκαν οι βοσκοί, τους ακολούθησα και εγώ με αργά βήματα.
Και όταν είδα!!! Ω! Χριστέ μου..! Που ήταν γραφτό Εσύ να γεννηθείς!
Εσύ, ένας βασιλεύς όλων των βασιλέων του κόσμου της γης, που τώρα κλείνει τα γόνατά του ταπεινά και σε προσκυνά ο Ουρανός με τα διαμάντια τα αστέρια του και η γη με όλη τη ζωή της!
Μέσα σε μια φάτνη από άχυρα, εκεί που τα ζώα έτρωγαν και κοιμόταν, βρισκόταν ξαπλωμένο το «Θείον βρέφος». Σπαργανωμένο πρόχειρα από τη μητέρα του, με μάτια που έβγαζαν σπίθες και πρόσωπο να λάμπει, της ζητούσε να το πάρει στην αγκαλιά της και να το ζεστάνει με τη φλόγα της αγάπης, που έχει μια μάνα για το παιδί της.
Και τότε το θαύμα! Τα βόδια που κοιτούσαν σιωπηλά δίπλα, λύθηκαν, αφού πρώτα έκοψαν τη χοντρή αλυσίδα τους και πλησίασαν το Νεογέννητο. Έσκυψαν απάνω του, άνοιξαν τα στόματα και τα ρουθούνια τους και άρχισαν να το λούζουν με τα ζεστά χνώτα, που έβγαιναν από τα θερμά σπλάχνα τους.
Και Εκείνο, όσο μικρό κι αν ήταν σαν «άνθρωπος», όταν κατάλαβε την καλοσύνη τους και τη μεγάλη τους καρδιά, σήκωσε τα αθώα και αγνά χεράκια του και τα ευλόγησε
Όλοι τότε που βρισκόταν στη σπηλιά γονάτισαν κάνοντας το σταυρό τους και το προσκύνησαν με ευλάβεια. Ήταν η πρώτη φορά, που όλοι τους προσκυνούσαν από κοντά, μπροστά στο φως των ματιών τους, Έναν Αληθινό Θεό, που απόψε γεννιέται σαν ένας άνθρωπος κοινός και ταπεινός.
Έσκυψα κι εγώ πάνω Του και το φίλησα στα δυο του τα χεράκια. Με κοίταξε με τα ωραία σπινθηριστά μάτια του και τα δυο κόκκινα χειλάκια του, μου χαμογέλασαν γλυκά!
Ύστερα αποκοιμήθηκε βαθιά. Το πήρε ο ύπνος απαλά, στους όμορφους μενεξεδένιους κήπους του να το σεργιανίσει και να το ξεκουράσει στα ανθισμένα περιβόλια του. Το νανούριζε η ρυθμική φωνή των αγγέλων και των βοσκών, καθώς η νύκτα φαινόταν να φεύγει και να διαλύονται τα μαύρα πέπλα της, ενώ στη θέση της να κάθεται το φως μιας χαρούμενης Μέρας.
Της πολυπόθητης και αξέχαστης Μέρας των Χριστουγέννων!
16-12-2017
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Αρχική
ΑΡΘΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ “Το Όνειρο των Χριστουγέννων” Χριστουγεννιάτικο Διήγημα από τον Τρύφων Ούρδα