Το ζήτημα των αναγκαστικών πλειστηριασμών είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα και ως τέτοιο ακριβώς το αντιμετωπίζει η ελληνική κυβέρνηση. Στην αντιμετώπιση ακριβώς αυτού του προβλήματος πρέπει να σταθμίσουμε δύο διαφορετικές ανάγκες. Από τη μία μεριά, την ανάγκη για τη βέλτιστη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και για την συγκρότηση ενός βιώσιμου ακριβώς μοντέλου παροχής ρευστότητας στην κοινωνία και από την άλλη μεριά, την πολύ μεγάλη ανάγκη για προστασία της λαϊκής κατοικίας.
Επειδή η παραπληροφόρηση των τελευταίων ημερών είναι τεράστια σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, πρέπει να θυμίσουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί πως η πρώτη κατοικία προστατεύεται για τις λαϊκές τάξεις από ένα εξαιρετικά αυστηρό νομικό πλαίσιο. Αυτό το νομικό πλαίσιο προστατεύει την κατοικία όσων υπερχρεωμένων νοικοκυριών έχουν ενταχθεί στον νόμο Κατσέλη-Σταθάκη. Και η αξία της πρώτης κατοικίας, η οποία προστατεύεται, ξεκινά από τα 180.000 ευρώ για έναν άγαμο οφειλέτη και φτάνει μέχρι τα 280.000 ευρώ σε περίπτωση που έχουμε οικογένεια με τρία παιδιά.
Επίσης, σε ό,τι αφορά τους οφειλέτες οι οποίοι κατέχουν την ιδιότητα του εμπόρου και επομένως δεν μπορούν να ενταχθούν στον νόμο Κατσέλη-Σταθάκη, η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να δημιουργήσει ένα εξαιρετικά συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, μέσω του οποίου μπορούν να ρυθμιστούν χρέη επιχειρήσεων, τα οποία υπερβαίνουν τα 20.000 ευρώ.
Με αυτή την έννοια, θέλω να τονίσω ότι κατανοούμε την αγωνία και τις ανάγκες των λαϊκών οικογενειών. Ωστόσο, να επαναλάβω ότι είναι απόλυτη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης, ότι δεν υπάρχει περίπτωση πρώτη κατοικία λαϊκής οικογένειας να βγει σε αναγκαστικό πλειστηριασμό.
Από εκεί και πέρα, αυτό το οποίο δεν κατανοούμε είναι όλους όσους με ψεύδη προσπαθούν να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και τελικά καταλήγουν, ανεξαρτήτως των προθέσεών τους, να λειτουργούν εξ αντικειμένου υπέρ μεγαλοφειλετών και στρατηγικών κακοπληρωτών.