ΤΟ ΤΣΑΓΚΑΡΑΔΙΚΟ
Σκυμμένος όλη μέρα πάνω στον μπάγκο, στη μηχανή και τα παπούτσια του ο κύριος Τάκος ο τσαγκάρης στην Αριδαία, δεν σήκωνε το βλέμμα του να κοιτάξει και λίγο πιο πέρα τη δουλειά του. Έραβε, μπάλωνε, ξήλωνε, διόρθωνε τα δέρματα και τις σόλες από τα παπούτσια, τέλειωνε το ένα ζευγάρι έπιανε το άλλο και άντε πάλι από την αρχή μέχρι να πλακώσει το σούρουπο και να ανάψει τη λάμπα. Τότε σιγά-σιγά ανέβαινε για το σπίτι του.
Βέβαια σίγουρο είναι, ότι ενώ δούλευε, έριχνε κάποιες γρήγορες και λοξές ματιές στους πελάτες του και τους χαμογελούσε κάτω από το γείσο της τραγιάσκας του, κάθε φορά που αυτοί, μέσα στο μαγαζί, «γκρίνιαζαν» για την αργοπορία στη διόρθωση των υποδημάτων τους. Όμως αυτός με ήρεμη φωνή και με ένα ύφος «άκρως» αφοπλιστικό και με λόγια που θα έλεγε κανένας πως δεν σήκωναν αντίλογο, τους έλεγε:
-Παιδιά αυτοί είμαστε και έτσι μένουμε! Το κατάστημα μπορεί να αργεί αλλά δεν λησμονεί! Κάνει ντόμπρα δουλειά! Όλοι να είναι ευχαριστημένοι! Και από κάτω με «περηφάνια» και με μια δόση χιούμορ συμπλήρωνε:
-Και πού είστε! Εδώ δεν χωράει και «μέσον..!» Με τη σειρά σας όλοι θα πάρετε, εννοώντας φυσικά, ότι όλοι θα εξυπηρετηθούν με τη σειρά που του πηγαίνουν τα «πατούμενα».
Έτσι πέρναγαν οι καιροί και τα χρόνια, οι χειμώνες και τα καλοκαίρια με τον μάστορα καθισμένο στην ίδια ψάθινη καρέκλα, μπροστά στην ίδια μηχανή και με το ίδιο μεράκι να φτιάχνει και να επιδιορθώνει, «τριζάτα» σκαρπίνια κυρίων, κομψές γόβες και τακούνια γυναικών, μοντέρνα και φανταχτερά πέδιλα κοριτσιών, πού και πού παπουτσάκια για μικρά παιδιά, μέχρι και…«τσόκαρα» που του έφερναν από τα χωριά!
Ωστόσο να μη φανταστεί κανένας, ότι ο περισσότερος κόσμος, είχε την πολυτέλεια να του φέρνει και πολλά ζευγάρια . Όχι φυσικά! Παπούτσια να φορέσουν δεν είχαν όλοι! Και αυτοί που είχαν, άντε να είχαν μονάχα ένα ζευγάρι. Και φυσικά αυτά ήταν τα «καλά» τους τα παπούτσια, που τα φορούσαν στις γιορτές, τα πανηγύρια και τους γάμους. Τις άλλες μέρες για το σπίτι, τα χωράφια και τις υπόλοιπες μετακινήσεις από τον ένα τόπο στον άλλο, τις έκαναν με τα τσαρούχια και στην καλύτερη περίπτωση με εκείνα τα «λαστιχένια» τα παπούτσια. Εδώ βέβαια δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε, πως υπήρχαν και περιπτώσεις που κάποιοι, ήθελαν να περπατάνε και «ξυπόλυτοι», μόνο και μόνο για να μη χαλάνε τα παπούτσια τους και έτσι να μη χρειάζεται να αγοράσουν καινούργια. Διότι τότε, πού να τρέχουν να βρούνε τα μαγαζιά να τα αγοράσουν και πάνω από όλα πού να βρούνε τα λεφτά!
Σάββατο το απόγευμα και το αφεντικό του μαγαζιού, ο κύριος Τάκος, ο αγαπητός σε όλους τεχνίτης παπουτσιών, είπε να κλείσει νωρίς σήμερα το κατάστημα. Αύριο ξημερώνει Κυριακή, μια μέρα ξεκούρασης και ησυχίας με την Εκκλησία το πρωί και ύστερα κανα-καφέ στο εστιατόριο του Καπερνίδη, δίπλα στο ποτάμι! Γι αυτό καλύτερα να πάει τώρα, νωρίς στο σπίτι του, προκειμένου να ετοιμαστεί και να το ρίξει στον ύπνο.
Αρκετά από την Ανατολή δούλεψε με εκείνα τα λουστρίνια της κυρά-Φανής, της χοντρής της γειτόνισσας που κάθεται απέναντι και που κάθε τόσο τα χαλάει σε μια βόλτα που κάνει μέχρι το «τσιφλίκι» για να τα δείξει, «ασορτί» με το κλαδωτό της το φουστάνι, στη φιλενάδα της τη κυρά-Λιούνγκαινα. Ασχολήθηκε βέβαια για λίγο και με εκείνα τα παλιοτσάρουχα του Γιορδάνη του ταχυδρόμου, που και αυτός ο φουκαράς, όλη τη μέρα περπατάει, μοιράζοντας γράμματα για έναν ψευτομισθό που παίρνει από τον Οργανισμό και έτσι ζει την οικογένειά του. Ακόμα κάπου το μεσημέρι, πέρασαν «σφήνα» και ο Δήμαρχος ο Τυμπανίδης με τον Φρούραρχο τον Πετρόπουλο, ζητώντας επίμονα να τους καρφώσει καινούργια «πεταλάκια» κάτω από τις σόλες των παπουτσιών τους και έτσι έφτασε το βραδάκι χωρίς να το καταλάβει. Καιρός ήταν λοιπόν τώρα να εγκαταλείψει το μαγαζί!
Έτσι κατέβασε τα κουρτινάκια στα παράθυρα, συμμάζεψε λίγο τα εργαλεία, φύσηξε και τη λάμπα να σβήσει και βγήκε έξω από την πόρτα. Την ώρα όμως που γύριζε το κλειδί για να κλειδώσει, από μακριά και πίσω του, μέσα στο σκοτάδι άκουσε κάποιους να τον φωνάζουν:
-Μάστορα μην κλείνεις, κάτσε πρώτα να σου πούμε!
Ξαφνιασμένος γύρισε και είδε δυο άτομα, όσο μπορούσε να τα διακρίνει δηλαδή μέσα στη μαυρίλα, λαχανιασμένα και ιδρωμένα, να τρέχουν προς το μέρος του και με κόμπους στο λαιμό εξ αιτίας της κούρασης, να του λένε και να του ξαναλένε να περιμένει:
-Μάστορα μην κλείνεις, τελικά πήρε το λόγο και είπε ο ένας από αυτούς, που φαινόταν και μεγαλύτερος στην ηλικία. Θέλουμε να σου πούμε για μια ζημιά που πάθαμε σήμερα το μεσημέρι από ένα σκυλί εκεί στη γειτονιά μας στο χωριό. Που λες, χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι, το παλιόσκυλο άρπαξε από τη μέσα πόρτα του σπιτιού μας, τα «ολοκαίνουργια» παπούτσια του παιδιού μου, και έδειξε το συνοδό του, και με τα άλλα σκυλιά τα κάνανε κομμάτια..! Μετά ο άνθρωπος, αφού πήρε κάμποσες αναπνοές, συνέχισε:
-Και το παιδί αύριο μάστορα παντρεύεται! Δεν έχει άλλα να φορέσει για το γάμο. Πού να παραγγείλουμε και καινούργια! Μαγαζιά που πουλάνε έτοιμα, έχει μόνο στη Θεσσαλονίκη. Όμως… πότε να πάμε τώρα να τα πάρουμε. Δυο-τρεις που ρωτήσαμε στο χωριό να μας δανείσουν προσωρινά τα δικά τους δεν ταιριάζανε στα πόδια! Το ένα ζευγάρι ήταν μικρό το άλλο μεγάλο! Σε παρακαλούμε, πάρε τα αυτά τα κομματιασμένα και διόρθωσέ τα ή κάνε μας καινούργια. Πάντως αύριο Κυριακή, μέχρι το μεσημέρι που θα γίνει η στέψη πρέπει να τα έχουμε!
Στη τελευταία του λέξη, μέσα από έναν ντορβά που τον είχε κρεμασμένο στον ώμο του, έβγαλε τα κατεστραμμένα παπούτσια και τα έδειξε στον τσαγκάρη, που όση ώρα του μίλαγε τον κοίταζε έκπληκτος στο πρόσωπο.
Ο κύριος Τάκος με μια γρήγορη κίνηση τα πήρε στα χέρια του και πραγματικά του ήρθε να γελάσει. Αυτά δεν ήταν παπούτσια! Κάποτε βέβαια μπορεί να ήταν. Τώρα όμως, έμοιαζαν περισσότερο με ξεσκισμένα κουρέλια! Όπως τα έβλεπε, ούτε λόγος για επιδιόρθωση, αφού στο ένα από το ζευγάρι έλλειπε η μισή η σόλα και η μπροστινή η μύτη του και το άλλο δεν είχε απάνω του δέρμα να δέσουν τα κορδόνια. Χώρια που από τις πολλές δαγκωματιές τα καημένα, έχασαν το μαύρο το χρώμα τους που ήταν βαμμένα και φάνηκε σκέτο το άσπρο χρώμα του δέρματος, εκείνου του ζώου που προέρχονταν! Έτσι λοιπόν, αφού τα έριξε ακόμα μια τελευταία ματιά στο μισοσκόταδο, με ήρεμη φωνή τους είπε:
-Ρε παιδιά, αυτά δεν είναι παπούτσια για να φτιαχτούν! Καταστράφηκαν τελείως…
-Τι λες μάστορα, τον διέκοψε πάλι απότομα ο άλλος που του μίλαγε και με την αγωνία τώρα περισσότερο ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Τότε αν είναι, σχεδόν του φώναζε, να του φτιάξεις άλλα. Καινούργια παπούτσια του παιδιού. Πώς θα πάει αύριο στην Εκκλησία για να παντρευτεί! Ξυπόλυτος με γραβάτα και κουστούμι δεν γίνεται! Σε παρακαλώ, πληρώνουμε όσα-όσα. Εγώ που σου μιλάω είμαι ο πατέρας αυτού του παιδιού! Σε παρακαλώ..!
Σε μεγάλη δυσκολία ήρθε ο μάστορας έξω από την πόρτα του μαγαζιού του, απόψε Σαββατόβραδο με το σκοτάδι να πέφτει τώρα για τα καλά στην πόλη της Αριδαίας και με τα δυο άτομα να τον παρακαλάνε όλο και περισσότερο, σχεδόν να τον ικετεύουν, έτοιμοι αν χρειασθεί να πέσουν και στα πόδια του, προκειμένου να τους τελειώσει τη δουλειά, αυτόν τον «νταλκά» που είχαν στο κεφάλι τους. Και ο ίδιος! Αύριο Κυριακή μέρα, θέλει από τώρα να πάει στο σπίτι του, να πέσει για ύπνο και να ξεκουραστεί μετά την ταλαιπωρία της μέρας πάνω στην καρέκλα, δουλεύοντας τα παπούτσια των πελατών του, τη μια με τη μηχανή και την άλλη με τα χέρια.
Αλλά όμως στους ανθρώπους, εδώ και τώρα πρέπει να δώσει μια απάντηση. Θετική ή αρνητική! Θα κάτσει να φτιάξει τα παπούτσια στο παιδί, που με τον πατέρα του τον κοιτάνε στα μάτια ή θα τους πει πως αυτό είναι αδύνατο να γίνει μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και έτσι να ψάξουν να βρούνε άλλη λύση! Γιατί εδώ που τα λέμε, τα παπούτσια δεν τα φτιάχνει όλα η μηχανή. Περισσότερο τα φτιάχνουν τα χέρια και αυτό θέλει χρόνο!
Ωστόσο πριν απαντήσει, πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του, πως το παιδί που είναι απέναντί του παντρεύεται. Πώς θα το δει ο κόσμος! Πώς θα εμφανιστεί στην Εκκλησία, μπροστά στον παπά χωρίς παπούτσια και «εν τέλει» πώς θα «πατήσει», αν προλάβει φυσικά, το πόδι της νύφης στο άκουσμα της επιστολής εκείνης του Αποστόλου « η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα !» Βρε κακό που τον βρήκε απόψε τον άμοιρο και μάλιστα χωρίς να φταίει!
Με κατεβασμένο το κεφάλι, ξανάβαλε το κλειδί στην πόρτα και μπήκε στο μαγαζί. Από κοντά τον ακολούθησαν και οι άλλοι. Με αργές κινήσεις και με το τσακμάκι που είχε στην τσέπη του, άναψε τη σβησμένη λάμπα και έκατσε πάλι στην καρέκλα. Έτριψε τα μάτια του με τα χέρια, τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω και έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό. Πήρε από το συρτάρι ένα μολύβι, μαζί με ένα χοντρό πετσί και απευθυνόμενος προς το παιδί, του είπε:
-Φέρε τα πόδια σου εδώ να πάρουμε τα μέτρα για τα παπούτσια..!
Τελικά ο μάστορας είχε πάρει την απόφασή του. Θα έφτιαχνε τα καινούργια παπούτσια, όπως του ζήτησαν οι απρόσμενοι βραδινοί πελάτες του. Όχι πως είχε τόσο μεγάλη ανάγκη τα λεφτά που θα έπαιρνε από αυτή τη δουλειά, όσο γιατί σαν άνθρωπος ήθελε να εξυπηρετήσει τους δυο συνανθρώπους του, που ήρθαν στην πόρτα του σπιτιού του και με την ψυχή στο στόμα, ζήταγαν να τους βοηθήσει!
Έτσι, σαν είπανε και για τα λεφτά, ο φιλότιμος παπουτσής έπιασε αμέσως δουλειά. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση που πήρε, να φτιάξει τα παπούτσια μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα! Αν και νύσταζε τρομερά και τα μάτια του έπεφταν στο πάτωμα για να τα κλείσει, πολύ γρήγορα ετοίμασε τα δέρματα, τις σόλες, τα καρφιά, τις κόλλες, το χρώμα και άρχιζε να τα δοκιμάζει πάνω στο «καλαπόδι». Έπρεπε να βιαστεί και δεν είχε καιρό για χάσιμο..!
Με τη «φτουρά» της δουλειάς, στο μεγάλο ρολόι του τοίχου μέσα στο μαγαζί , η ώρα πήγε δώδεκα τα μεσάνυχτα, τρεις το πρωί, εφτά το χάραμα, ώσπου λίγη ώρα μετά άκουσε και την καμπάνα να χτυπάει για την Εκκλησία. Εδώ ο τσαγκάρης σταμάτησε και έκανε το σταυρό του. Ύστερα με αρκετή δυσκολία, εξ αιτίας της πολύωρης εργασίας, ανέβηκε πάνω στο σπίτι του για να πλυθεί και να αλλάξει, προκειμένου να πάει στη Θεία Λειτουργία και να ανάψει ένα κεράκι. Μετά την Εκκλησία αντί για την καθιερωμένη βόλτα, θα στρωνόταν και πάλι στη δουλειά, έτσι ώστε μέχρι το απόγευμα, τα παπούτσια να ήταν έτοιμα, όπως το υποσχέθηκε!
Πραγματικά έτσι και έγινε! Μέχρι λίγο πριν το μεσημέρι, τα παπούτσια ήταν έτοιμα. Περιποιημένα, λουστραρισμένα, φιγουράτα, φτιαγμένα με την τελευταία λέξη της μόδας, έτοιμα να φορεθούν! Με περηφάνια ο μάστορας, που τα τέλειωσε τόσο γρήγορα αλλά και που έγιναν τόσο όμορφα, τα ακούμπησε πάνω στον πάγκο και τα χάζευε από μακριά, περιμένοντας από λεπτό σε λεπτό να χτυπήσει η πόρτα και να έρθουν να τα πάρουν για τον γάμο.
Η ώρα όμως περνούσε και κανένας δεν φαινόταν να έρχεται. Άρχισε να ανησυχεί. Το απόγευμα είπαν πως θα έρχονταν και τώρα ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψει! Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τους ενδιαφερόμενους. Τι μπορεί να έγινε άραγε; Και να σκεφτεί κανείς, πως για να είναι συνεπής στο λόγο του, δούλευε ασταμάτητα όλη τη νύχτα!
Με την απορία και την απογοήτευση πλημμύρα στην ψυχή του μήπως τον κορόιδεψαν, ο τσαγκάρης αργά το σούρουπο, έκλεισε το μαγαζί και όπως ήταν πολύ κουρασμένος, ανέβηκε πάνω στο σπίτι του για να κοιμηθεί!
Φθινόπωρο στην Αριδαία του έτους 1923. Η Πέμπτη που ξημέρωνε δεν θα ήταν βροχερή, όπως έδειχνε από το βράδυ της προηγούμενης μέρας. Ο ήλιος πετάχτηκε λαμπερός από πολύ νωρίς πάνω από τα βουνά και όσο ανέβαινε έκανε τη μέρα καλοκαιριάτικη και την ατμόσφαιρα γύρω καθαρή και χαρούμενη. Ευκαιρία να κατέβει στο παζάρι ο κόσμος από τα χωριά και να ψωνίσει, ό,τι έχει ανάγκη για το νοικοκυριό του από τους παζαρτζίδες, που έστησαν από το πρωί τα σεργιά τους στους δρόμους γύρω από την πλατεία και στις γέφυρες πάνω από τα ποτάμια. Ευκαιρία ακόμα, να γεμίσουν και τα καφενεία με κόσμο, σερβίροντας καλοψημένους καφέδες και ιδιαίτερα για τους περισσότερο μερακλήδες, ουζάκια και κρασιά, συνοδευόμενα με κλαρίνο ή γκάιντα. Ακόμα τέλος να δουλέψουν, οι σαμαρτζήδες, οι καροποιοί, οι γανωτές, οι ακονιστές ψαλιδιών και μαχαιριών αλλά και εκείνοι οι ταλαίπωροι οι πεταλωτές , που κάθε τέτοια μέρα τους ψήνει ο ήλιος, πέρα εκεί στην άκρη του παζαριού, στο «χαιβάν παζάρ» όπως το λένε, «περιποιούμενοι» τα πόδια των αλόγων. Τι να πει κανείς!
Ένα παζάρι που τα έχει όλα! Από βελόνι μέχρι και…νύφες για όσους τη μέρα αυτοί, ντύνονται γαμπροί και στο πίσω μέρος του μυαλού τους, γυρεύουν γυναίκα για να παντρευτούν και έτσι «πονηρά» και υπομονετικά, παρατηρούν μέσα από τις τέντες των πάγκων, τις κόρες που συνοδεύονται από τις μανάδες τους, στολισμένες από πάνω μέχρι και κάτω, φορώντας, πολύχρωμα φουστάνια με κεντημένες ποδιές στη μέση και κάλτσες στα πόδια καθώς και κάτασπρη μαντήλα στο κεφάλι με εκείνο το χαρακτηριστικό κόκκινο τριαντάφυλλο στο αυτί!
Σήμερα λοιπόν Πέμπτη και στο τσαγκαράδικο του κυρίου Τάκου, μπήκε και βγήκε αρκετός κόσμος για τα παπούτσια του. Ήτανε όπως είπαμε, αγαπητό πρόσωπο στην κοινωνία και καλός μάστορας, γι αυτό και ο καθένας από τους πελάτες του, μπορούσε να τον εμπιστευθεί στο φτιάξιμο των παπουτσιών του! Μα σε κάποια στιγμή προς το μεσημέρι, το κατάστημα άδειασε από όλους τους πελάτες του και ο ίδιος έμεινε μόνος του, απερίσπαστος στη δουλειά του. Ήθελε σήμερα τουλάχιστον να επιδιορθώσει ένα ζευγάρι παπούτσια, που του έστειλε ένας ξάδερφος, ζωέμπορας από το χωριό, εξαιρετικής ποιότητας πράμα που λέμε, αμερικανικής κατασκευής, που τα φόραγε ο άνθρωπος, σαν καλά που ήτανε μονάχα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα και τώρα τελευταία, καθημερινά στις μετακινήσεις του για τις αγορές ζώων.
Έτσι ενώ έφτανε προς το τέλος της εργασίας, είδε να μπαίνει στο μαγαζί, κάποιος που δεν θα έλεγε με βεβαιότητα ότι του ήταν άγνωστος! Ήταν ένας άνδρας αρκετά νέος, ψηλός με αραιό μουστάκι και με μικρά μαύρα χτενισμένα μαλλιά. Φορούσε άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, ενώ στα πόδια του είχε καφέ στρατιωτικά άρβυλα. Μόλις ο μάστορας τον είδε όρθιο να στέκεται απέναντί του, έτοιμος να του μιλήσει, το κεφάλι του πήγε να σπάσει καθώς με τη μνήμη του έψαχνε να βρει, αν τέλος πάντων τον γνωρίζει ή μήπως αυτό ήταν απλώς μια πλάνη! Όμως όσο και αν προσπαθούσε δεν γινόταν τίποτα! Τίποτα δεν μπορούσε να θυμηθεί από αυτόν τον άνθρωπο, που ήταν μαζί του μέσα στο μαγαζί..!
-Κύριε… άρχισε να του λέει ο «γνωστός» και συγχρόνως ο «άγνωστος», κοιτάζοντας πιο πολύ το πάτωμα σαν να ντρεπόταν. Κύριε επανέλαβε, βλέποντάς τον όμως αυτή τη δεύτερη φορά στα μάτια, λες και από κάπου πήρε κουράγιο. Ήρθα να πάρω εκείνα τα παπούτσια που τα παρήγγειλα πριν από τέσσερα χρόνια, εδώ ένα βράδυ με τον πατέρα μου, επειδή όπως σου είπαμε την ίδια μέρα μου τα φάγανε τα σκυλιά και έτσι δεν είχα να φορέσω την επόμενη μέρα, Κυριακή του γάμου μου. Εσύ βέβαια είναι σίγουρο ότι τα έφτιαξες! Εγώ όμως δυστυχώς δεν μπόρεσα τότε να έρθω να τα πάρω για να τα φορέσω και να παντρευτώ, γιατί το ίδιο βράδυ έγινε επιστράτευση! Τρεις χωροφύλακες ήρθαν στο σπίτι μας και με πήραν, για να πάμε μαζί με δυο άλλους χωριανούς μας στην Αθήνα και από εκεί στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Εκεί δώσαμε πολλές μάχες και νικήσαμε. Μα είναι θαύμα που ζούμε. Τώρα όμως που τελείωσε ο πόλεμος, ήρθα να τα πάρω. Συγνώμη που άργησα τόσα χρόνια. Αλλά τόσο χρειάστηκε να είμαι στρατιώτης και ο πατέρας μου δεν ζει πια. Πόσο κάνουν και για την καθυστέρηση να πληρώσω παραπάνω..!
Μέχρις απάνω τινάχτηκε ο μάστορας ο τσαγκάρης, σαν άκουσε τι του έλεγε ο άνθρωπος που μπήκε μεσημεριάτικα στο μαγαζί του. Καλά λοιπόν του ερχότανε στο κεφάλι, πως κάπου τον ξαναείδε. Δεν μπορούσε όμως να πιστέψει σε αυτά που έβλεπε και σε αυτά που άκουγε. Όχι πως ξέχασε το βράδυ εκείνο, που πατέρας και γιος τον παρακαλούσαν να φτιάξει τα παπούτσια αλλά να, μετά από τόσα χρόνια είχε ξεγράψει πως θα έρθουν να τα πάρουν!
Βέβαια από την άλλη μεριά και αυτός δεν έψαξε τους ανθρώπους αυτούς, ούτε και ρώτησε για την τύχη τους! Αλλά και πάλι είχε δίκαιο. Δεν γνώριζε τα ονόματά τους, ακόμα και αυτόν τον τόπο καταγωγής τους. Ποιόν να ρωτήσει για να μάθει. Τόσα χωριά έχει η Αριδαία γύρω της! Έτσι μια και αυτοί δεν ξαναφάνηκαν, τα πήρε και αυτός και τα έβαλε σε μια θέση βαθιά μέσα στα ράφια, κυριολεκτικά τα εγκατέλειψε εκεί, μέρα με τη μέρα να σκονίζονται και από τότε ούτε που νοιάστηκε ποτέ γι αυτά. Ωστόσο όμως, κάθε φορά που τα καθάριζε , θυμόταν αυτούς που τα παρήγγειλαν και προς στιγμή τον έτρωγε η περιέργεια, γιατί τόσα χρόνια δεν πέρασαν να τον δουν και να τα πάρουν. Ύστερα πάλι με τη δουλειά τα ξεχνούσε και άντε πάλι από την αρχή…
Και τώρα να πως λύνεται το μυστήριο! Το παιδί απέναντί του στάθηκε πολύ άτυχο στη ζωή, γιατί όπως τώρα πληροφορήθηκε, μια ανάσα πριν από το γάμο του, έφυγε στρατιώτης για να πολεμήσει. Πού να είχε καιρό για παντρειές και για…καινούργια παπούτσια! Πού να φανταζόταν το άμοιρο τι έκπληξη του φύλαγε η τύχη, μια μέρα πριν από τον γάμο του! Δυστυχώς πολλές φορές η μοίρα των ανθρώπων, παίζει μαζί τους πολλά και άσχημα παιχνίδια. Γι αυτό και ποτέ κανένας να μην μιλάει με σιγουριά για το μέλλον του. Ούτε καν και για την «επόμενη» μέρα!
Με πολύ κόπο, από το μεγάλο σόκ που έπαθε ο μάστορας ακούγοντας την ιστορία, τράβηξε την καρέκλα από τον πάγκο που καθόταν και σηκώθηκε πάνω. Πλησίασε το παλικάρι και άνοιξε τα χέρια του για να το αγκαλιάσει. Συγκινημένος από όλα όσα άκουσε με δάκρυα στα μάτια και με χείλη που έτρεμαν, του είπε;
Παιδί μου με έκανες να κλάψω για όλα όσα άκουσα πως τράβηξες. Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσω, το βράδυ εκείνο που ήρθες στο μαγαζί με τον πατέρα σου! Και πώς είναι δυνατόν να ξεχάσω όλη τη νύχτα, που δούλευα για να σου φτιάξω τα παπούτσια! Όμως, έτσι που έγιναν τα πράγματα, χαλάλι σου που δεν ήρθες τόσα χρόνια να τα πάρεις! Τώρα δεν ξέρω αν παντρεύτηκες, μα σου αξίζουν καινούργια παπούτσια. Να ξεκουραστούνε τα πόδια σου από τα άρβυλα που φοράς. Αύριο κιόλας αρχίζω δουλειά για σένα! Πες μου μονάχα αυτή τη φορά, ποιος είσαι και από πού κατάγεσαι;
-Πέτρο με λένε είπε το παιδί, λίγο σαστισμένο από τα λόγια του μάστορα! Πέτρο και είμαι από τη Δωροθέα. Και αν το θέλει ο Θεός ,λέω να παντρευτώ την Άνοιξη μετά το Πάσχα..!
Κάπου στο κέντρο της Αριδαίας, ανάμεσα σε παλιές και καινούργιες πολυκατοικίες, ένα μικρό και ανήλιο ισόγειο κατάστημα, όπου μέσα του στριμώχνονται να χωρέσουν ασφυκτικά, ένας σαρακοφαγωμένος πάγκος και δυο κιτρινισμένα από το χρόνο ράφια με σκονισμένα παπούτσια, καθώς και μια φθαρμένη από τη χρήση μηχανή και εργαλεία, φτάνουν μελαγχολικά στο σήμερα και μιλάνε για το παρελθόν τους. Του δίνουν χαρτί και μολύβι να γράψει, ό,τι στο διάβα του χρόνου που λειτούργησαν, τα συγκίνησε περισσότερο.
Είναι το «τσαγκαράδικο» του διηγήματός μας..!
8-9-2017
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ