Η Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας έχει κάνει σημαντικά βήματα στο θέμα της ωριμότητας του διαλόγου και του τρόπου προσέγγισης των θεσμικών ζητημάτων, κάτι που αναδείχθηκε στο πρόσφατο τακτικό συνέδριο της ΚΕΔΕ. Παρεμβαίνουμε θεσμικά και έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι καταθέτουμε επεξεργασμένες και πλήρως αιτιολογημένες προτάσεις για όλα τα θέματα που αφορούν το χώρο, συμμετέχοντας ενεργά στον διάλογο που γίνεται. Βεβαίως, πολλές φορές έχουμε καταγγείλει αυτό τον διάλογο ως προσχηματικό, καθώς η κεντρική διοίκηση πάντα θέλει να έχει υπό τον έλεγχό της την Αυτοδιοίκηση, αυτό το ζωντανό κύτταρο της κάθε τοπικής κοινωνίας!
Από την άλλη μεριά οι αυτοδιοικητικοί έχουμε μάθει να δραστηριοποιούμαστε μέσα σε δύσκολες συνθήκες, από θεσμική και οικονομική άποψη. Μέσα από πολύ προσπάθεια και χάρη στο φιλότιμο αιρετών και εργαζομένων καταφέρνουμε να κρατάμε την αυτοδιοίκηση όρθια, αλλά είναι καιρός να σταματήσουμε να βασιζόμαστε στην προσωπική προσπάθεια του καθενός και να δημιουργήσουμε στέρεους θεσμούς. Η πρωτοφανής κρίση που βιώνει η χώρα μας μπορεί να ειδωθεί ως ευκαιρία για μεγάλες θεσμικές αλλαγές και το μόνο σίγουρο είναι ότι θέτει επιτακτικά το ζήτημα αλλαγής της οργάνωσης του Κράτους και των θεσμών του.
Έτσι, είναι αναγκαίο η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση να καταστεί βασικός πυλώνας για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της χώρας, αλλά και γνήσιος θεσμικός εκφραστής ενός νέου Κράτους κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής. Είναι μοναδική ευκαιρία και πρέπει να γίνει στο πλαίσιο μιας Νέας Διοικητικής Μεταρρύθμισης.
Δύο βασικοί πυλώνες που συζητηθήκαν στο Συνέδριο της ΚΕΔΕ αφορούσαν τον «Κλεισθένη» και την Συνταγματική αναθεώρηση.
Είναι σαφές ότι ο Νόμος 4555/2018 («Κλεισθένης») δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της Τοπικής Αυτοδιοίκηση, ούτε στις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν στα δύο χρόνια που διήρκησε ο διάλογος!
Τελικά είναι ένας νόμος που περιορίζεται μόνο στην αλλαγή του εκλογικού συστήματος ανάδειξης των αιρετών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ και Β΄ Βαθμού! Σε καμία περίπτωση δεν βελτιώνει το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας, ενώ δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη λειτουργία μας, καθώς δεν διασφαλίζει την κυβερνησιμότητα, ούτε διασφαλίζει στις Δημοτικές Αρχές τη δυνατότατα να εφαρμόζουν το πρόγραμμα για το οποίο ψηφίστηκαν.
Επιπλέον, δεν ενσωματώνει κρίσιμα ζητήματα στρατηγικής ενίσχυσης της αποκέντρωσης και προώθησης της Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης, όπως αυτά έχουν εκφραστεί, σχεδόν ομόφωνα, σε συνέδρια των αυτοδιοικητικών συλλογικών οργάνων. Φυσικά, δεν συμβάλει στην αποκέντρωση, αλλά ενισχύει ακόμη περισσότερο το συγκεντρωτικό κράτος και καθιστά τον εκάστοτε Υπουργό Εσωτερικών «δικαστή – εισαγγελέα» σε βάρος των Δημάρχων και των Περιφερειαρχών.
Σε ότι αφορά στα οικονομικά είναι σαφές ότι το κεντρικό Κράτος δεν έχει καμία διάθεση να συζητήσει σοβαρά για την κατοχύρωση της οικονομικής αυτοτέλειας και την αποκατάστασης της νομιμότητας στην απόδοση των ΚΑΠ. Αν και έχουμε πει σε όλους τους τόνους ότι οι ΟΤΑ δεν μπορούν να απορροφήσουν άλλες μειώσεις και έχουμε καταθέσει πλήθος προτάσεων, ο «Κλεισθένης» ασχολήθηκε αποκλειστικά με τις εκλογές της αυτοδιοίκησης…
Το άλλο μεγάλο θέμα της περιόδου αυτής είναι η αναμενόμενη Συνταγματική αναθεώρηση, μία λαμπρή ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη!
Ζητούμε την Συνταγματική αποτύπωση του νέου ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο πλαίσιο ενός ριζικά αναμορφωμένου διοικητικού συστήματος, με την Κεντρική Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση να συναποτελούν μια «λειτουργική ενότητα». Για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται η ανάθεση ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων στους ΟΤΑ και προσδιορισμός των αρμοδιοτήτων αυτών σύμφωνα με τις αρχές της εταιρικής σχέσης, της εγγύτητας και της επικουρικότητας.
Σίγουρα απαιτείται ένα νέο συνταγματικό πλαίσιο για τους φορολογικούς πόρους των ΟΤΑ. Είναι επιτακτική ανάγκη για μεταφορά πόρων, παράλληλα με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων, από το Κράτος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες έχει ανατεθεί στην Αυτοδιοίκηση η δυνατότητα να καθορισμού και είσπραξης συγκεκριμένων φόρων. Είναι μονόδρομος να εφαρμοστεί και στη χώρα μας, χωρίς φυσικά επιβάρυνση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών και με δημιουργία μηχανισμού αναδιανομής για άρση των ανισοτήτων.
Το σίγουρο είναι ότι απαιτείται Συνταγματική θωράκιση τη προβλεπόμενης οικονομικής αυτοτέλειας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως επίσης και Συνταγματική κατοχύρωση υποχρεωτικής διαβούλευσης και νομοθετικής πρωτοβουλίας για τη συμμετοχή στο νομοθετικό έργο των θεσμικών φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Είναι θέμα κοινής λογικής ότι για κάθε νομοσχέδιο που αφορά ζητήματα Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να προηγείται υποχρεωτικώς διαδικασία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους της και οι θεσμικοί φορείς της Αυτοδιοίκησης να έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν οι ίδιοι νομοθετικές πρωτοβουλίες. Η Αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί πειραματόζωο του κάθε Υπουργού Εσωτερικών και της κάθε Επιτροπής!
Τέλος, ζητούμε ειδική συνταγματική διάταξη, που να προβλέπει ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν στο εκλογικό σύστημα και τις εκλογικές περιφέρειες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αν δεν επιτυγχάνονται αυξημένες πλειοψηφίες, να ισχύουν από τις μεθεπόμενες εκλογές. Το σημερινό φαινόμενο να αλλάζουν βασικές διατάξεις για τις αυτοδιοικητικές εκλογές την τελευταία στιγμή και να μην γνωρίζουμε εάν οι εκλογές θα διενεργηθούν τον Μάιο ή τον Οκτώβριο, αποτελεί ντροπή για μία, κατά τα άλλα, οργανωμένη Πολιτεία.
Εκτός από τον «Κλεισθένη» και τη Συνταγματική αναθεώρηση στο τακτικό μας συνέδριο συζητήθηκε μία αναπτυξιακή πρόταση που με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Προτάθηκε να προχωρήσουμε στον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου Τοπικού Αναπτυξιακού Προγράμματος, που θα αποτελέσει το κατάλληλο χρηματοδοτικό πλαίσιο για να απελευθερωθούν οι αναπτυξιακές δυνατότητες κάθε τόπου και να αξιοποιηθούν τα τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον, λόγω της εγγύτητας με τους πολίτες, τα προβλήματα και τις δυνατότητες της οικονομίας. Με το βλέμμα της στο μέλλον, μπορεί να συντονίζει σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, εθνικά και κοινοτικά προγράμματα με στόχο την κινητοποίηση πόρων, τη συνέργεια και τη συνεργασία που θα αποφέρουν μεγαλύτερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Μέσα από το Ετήσιο Τακτικό Συνέδριο του 2018 της ΚΕΔΕ καλούμε την Κυβέρνηση και τα Πολιτικά Κόμματα να υιοθετήσουν τις θέσεις και τις προτάσεις μας, που βασίζονται στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας και γενικότερα στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ο διάλογος για την αναθεώρηση του συντάγματος, πρέπει να έχει βασικό στόχο την ενίσχυση της αποκέντρωσης, ώστε να μπορέσει η Ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκηση να συμβάλλει αποτελεσματικά στην παραγωγική ανασυγκρότηση κα ανάπτυξη της χώρας και στην κοινωνική αλληλεγγύη και συνοχή.
Δημήτρης Γιάννου
Δήμαρχος Έδεσσας