Ο δικαστής Άγγελος Λαϊνόπουλος δολοφονείται με τρεις σφαίρες στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Την έρευνα για την εξιχνίαση του στυγερού εγκλήματος αναλαμβάνει ο αστυνόμος του τμήματος Ανθρωποκτονιών της Ελληνικής Αστυνομίας Γιώργος Σερίφης.
Ο Σερίφης κατασταλάζει ότι πρέπει να αναζητήσει τον δολοφόνο μέσα από τρεις υποθέσεις που είχε εκδικάσει κατά την τελευταία δεκαετία ο Λαϊνόπουλος, ως πρόεδρος του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Συγκεκριμένα, μια υπόθεση πλαστογραφίας και κακουργηματικής φοροδιαφυγής σε βάρος του Δημοσίου, μια υπόθεση λαθρεμπορίου ναρκωτικών και εμπορίου λευκής σαρκός και μια υπόθεση τρομοκρατίας. Έτσι, προκύπτουν τρεις ύποπτοι.
Στην πορεία της έρευνας προκύπτουν άλλοι δυο ύποπτοι. Ποιος από τους πέντε είναι ο δολοφόνος;
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Ισίδωρος Καρδερίνης γεννήθηκε στο Χαϊδάρι Αττικής το 1967. Είναι μυθιστοριογράφος, ποιητής και αρθρογράφος. Έχει σπουδάσει οικονομικές επιστήμες και έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην τουριστική οικονομία. Άρθρα του έχουν αναδημοσιευθεί σε εφημερίδες, περιοδικά και sites σε πολλές χώρες. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά και έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και λογοτεχνικές στήλες εφημερίδων. Έχει εκδώσει στην Ελλάδα επτά ποιητικά βιβλία και τρία μυθιστορήματα. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί και εκδoθεί στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ιταλία και την Ισπανία.
Facebook: Karderinis Isidoros
Twitter: isidoros karderinis
Το νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου βρίσκεται στη Νέα Φιλαδέλφεια, που είναι ένα όμορφο προάστιο στη βόρεια πλευρά της Αθήνας. Εκείνο το παγωμένο, μελαγχολικό και καταθλιπτικό απομεσήμερο της Τρίτης 15 Φεβρουαρίου υπήρχαν ελάχιστοι άνθρωποι ανάμεσα στα διάσπαρτα κατάλευκα μνήματα. Ο πανύψηλος πέτρινος μαντρότοιχος που το περιτριγύριζε, διαχώριζε τον σιωπηλό και ατάραχο κόσμο των νεκρών από τον πολύβουο, φασαριόζικο και μάταιο κόσμο. Ο θυμωμένος αγέρας με τη βουερή του πνοή λύγιζε τα θεόρατα σπαθωτά κυπαρίσσια. Τα λουλούδια, τα αγριόχορτα κι οι θάμνοι βολόδερναν στα άγρια αγγίγματά του. Τα γκριζόμαυρα σύννεφα πύκνωναν στον μουντό ουρανό και προμήνυαν καταιγίδα. Τα κατάμαυρα κοράκια σκορπούσαν αδιάκοπα τις πνιχτές κραυγές τους.
Δύο εργάτες του νεκροταφείου μαζί με έναν αδύνατο νεαρό βάδιζαν με γρήγορα βήματα προς ένα μακρινό απομονωμένο μνήμα, κοντά στον γκριζωπό μαντρότοιχο. Στα χέρια τους κρατούσαν βαριοπούλες, τσάπες και φτυάρια. Επρόκειτο να βγάλουν από τον τάφο τον πατέρα του νεαρού, που είχε πεθάνει από μια σπάνια ανίατη ασθένεια πριν από τρία χρόνια.
Σε μερικά λεπτά έφτασαν στο μνήμα και ξεκίνησαν το μακάβριο έργο τους. Πρώτα έσπασαν τα πάλλευκα μάρμαρα κι έπειτα άρχισαν να σκάβουν. Σε λίγο φάνηκε η μαύρη σαπισμένη κάσα και το μισολιωμένο σώμα του νεκρού. Το κεφάλι είχε μετατραπεί σε κρανίο, τα πόδια είχαν λιώσει από τα γόνατα και κάτω, αλλά το υπόλοιπο σώμα ήταν άλιωτο και πρησμένο.
-Έπαιρνε φάρμακα; ρώτησε ο ένας εργάτης.
-Ναι, πολλά, απάντησε με δακρυσμένα μάτια ο νεαρός.
-Πρέπει να τον θάψουμε σε άλλον κατάλληλο χώρο για ένα χρόνο, παρενέβη ο δεύτερος εργάτης.
Όταν ολοκλήρωσαν την εκταφή, έβαλαν τα μαυρισμένα κόκκαλα σε ένα αργυρόχρωμο μεταλλικό κουτί, φόρτωσαν εν συνεχεία το άλιωτο σώμα σε ένα ειδικό καρότσι και ξεκίνησαν για τον νέο χώρο ταφής. Δεν είχαν προχωρήσει περισσότερο από είκοσι μέτρα, όταν ο πρώτος εργάτης κραύγασε:
-Ένα πτώμα!
Πλησίασαν γρήγορα και είδαν ότι το πτώμα ήταν μπρούμυτα πεσμένο πάνω στην οριζόντια πλάκα ενός μνήματος, που είχε κατακοκκινίσει από το αίμα. Ο δεύτερος εργάτης έσκυψε και το αναποδογύρισε.
-Ο δικαστής Λαϊνόπουλος!…, φώναξε δυνατά ο νεαρός.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά έφτασε στο μνήμα ο αστυνόμος του τμήματος Ανθρωποκτονιών της Ελληνικής Αστυνομίας Γιώργος Σερίφης μαζί με τον υπαστυνόμο Δημήτρη Κεράνη, που έτυχε να βρίσκονται στη γύρω περιοχή για κάποια έρευνα. Ο υπαστυνόμος Κεράνης έβγαλε από τη δεξιά τσέπη του σακακιού του μια μικρή φωτογραφική μηχανή και άρχισε να φωτογραφίζει το πτώμα και τον τόπο της δολοφονίας.
-Δημήτρη, να ειδοποιήσεις αμέσως τον εισαγγελέα, τον ιατροδικαστή, τη Σήμανση κι ένα ασθενοφόρο για να παραλάβει το πτώμα, πρόσταξε μετά από λίγο ο αστυνόμος Σερίφης.
-Μάλιστα, κύριε αστυνόμε.
Η θλιβερή είδηση της δολοφονίας του προέδρου Εφετών Αθηνών και εκλεγμένου αρεοπαγίτη Άγγελου Λαϊνόπουλου συγκλόνισε τη χώρα και έκανε ως πρώτο θέμα τον γύρο όλων των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η σύζυγός του, Σοφία, μόλις πληροφορήθηκε το τραγικό γεγονός, έσπευσε συντετριμμένη στο νεκροτομείο Αθηνών, όπου είχε μεταφερθεί η σωρός του.
-Αχ, Άγγελέ μου, σε σκότωσαν!…, ξεφώνιζε απαρηγόρητα μες στα αναφιλητά της, ενώ έσκυψε και τον φίλησε στο παγωμένο, κάτωχρο και πληγιασμένο μέτωπό του.
Η νεκροψία πραγματοποιήθηκε από τον πιο έμπειρο ιατροδικαστή του Σώματος, ο οποίος εξήγαγε το συμπέρασμα ότι ο Λαϊνόπουλος πυροβολήθηκε στις τέσσερις το απόγευμα περίπου, πισώπλατα, με ένα πιστόλι Walther P22, που είχε ενσωματωμένο σιγαστήρα, από απόσταση περίπου τεσσάρων μέτρων, και χωρίς βέβαια να δει τον δολοφόνο. Διαπίστωσε, συγχρόνως, ότι το πτώμα έφερε τρία τραύματα, ένα διαμπερές στην κοιλιακή χώρα, ένα διαμπερές στη θωρακική χώρα και ένα στο κεφάλι που ήταν και το μοιραίο.
Τη μεθεπόμενη μέρα, Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου, στις τρεις και μισή το απόγευμα, ήταν προγραμματισμένη η κηδεία του αδικοχαμένου εξηνταντριάχρονου δικαστή στο ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Γλυφάδα. Ο ναός ήταν ιδιαίτερα πλούσια στολισμένος. Οι ιερείς φορούσαν τα χρυσά τους ράσα και έψελναν επικήδεια τροπάρια μπροστά στο ιερό. Ο κόσμος είχε πλημμυρίσει το σεπτό εσωτερικό του μεγαλοπρεπούς ναού. Οι τεράστιοι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι λαμποκοπούσαν. Τα κατάλευκα άνθη μοσχοβολούσαν.
Αντίκρυ από το μαύρο εβένινο φέρετρο κάθονταν περίλυποι: η σύζυγος του δολοφονηθέντος δικαστή, ο γιος και οι στενοί συγγενείς. Στις πρώτες θέσεις, απέναντι από το ιερό, στέκονταν οι επίσημοι.
Όταν τελείωσαν οι ψαλμοί, ακολούθησαν οι επικήδειοι λόγοι. Πρώτα εκφώνησε επικήδειο λόγο ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ντίνος Πορφύρης, ο οποίος είπε:
Αγαπητέ συνάδελφε Άγγελε Λαϊνόπουλε, σε όλη την επαγγελματική σου ζωή υπήρξες έντιμος, δίκαιος, αδέκαστος και ακέραιος. Υπήρξες άνθρωπος οξυδερκής και ευφυής, με απαράμιλλη ψυχική ευγένεια, ευθυκρισία, βαθιά πνευματική καλλιέργεια και υψηλή αίσθηση του δικαστικού καθήκοντος. Είχες, παράλληλα, μεγάλη νομική κατάρτιση, η οποία βασιζόταν στις πτυχιακές, μεταπτυχιακές και διδακτορικές σου σπουδές στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στην περίφημη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Χούμπολτ του Βερολίνου καθώς και στη μεγάλη σου πείρα. Λάμπρυνες κυριολεκτικά με την παρουσία σου τον χώρο της Δικαιοσύνης και αποτελείς φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση για όλους τους δικαστές της χώρας. Έφτασες μέχρι την ανώτατη βαθμίδα μιας δικαστικής σταδιοδρομίας και εκλέχθηκες, πριν μερικές μέρες, αρεοπαγίτης. Δυστυχώς, όμως, ένα τρισάθλιο δολοφονικό χέρι σού αφαίρεσε απροσδόκητα και με τόσο βίαιο και φρικτό τρόπο τη ζωή και δεν σε άφησε να προσφέρεις τις πολύτιμες υπηρεσίες σου ως μέλος του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της πολιτικής και της ποινικής δικαιοσύνης της χώρας μας. Εμείς, οι συνάδελφοί σου δικαστικοί, σου αποτίουμε σήμερα φόρο τιμής. Καλό σου ταξίδι. Αιωνία σου η μνήμη!
Κατόπιν, εκφώνησε επικήδειο λόγο ο πρώην συμφοιτητής, πρώην κομματικός συναγωνιστής του Άγγελου Λαϊνόπουλου, πολύ στενός φίλος και κουμπάρος του, δικηγόρος και νυν βουλευτής Λάρισας του Ανανεωτικού Λαϊκού Εργατικού Κόμματος (Α.Λ.Ε.Κ) Φώτιος Ρήγας, ο οποίος με διάχυτη συγκίνηση είπε:
Αγαπητέ συναγωνιστή και πολύτιμε φίλε Άγγελε Λαϊνόπουλε, βρίσκομαι σήμερα στην εξαιρετικά δυσάρεστη θέση να αποχαιρετήσω και εσένα ύστερα από την πρόσφατη φυγή του κοινού μας φίλου και συναγωνιστή Αγησίλαου Χρονά. Ο πόνος της απρόσμενης και βίαιης απώλειάς σου είναι πολύ μεγάλος. Δώσαμε μαζί κατά τα φοιτητικά μας χρόνια μεγάλες μάχες για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του φοιτητικού κόσμου. Περάσαμε ατελείωτες ώρες σε συνεδριάσεις και σε συνελεύσεις. Δουλέψαμε ανιδιοτελώς, ακαταπόνητα και μεθοδικά. Συμμετείχαμε στην ηρωική εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο εναντίον της Δικτατορίας και ήμασταν πάντα στην πρώτη γραμμή στις διαδηλώσεις και στις πορείες του φοιτητικού κινήματος. Ήσουν αγνός ιδεολόγος και μαχητικός υπερασπιστής των πεποιθήσεων και των ιδανικών σου. Ήσουν, όμως, και εγκάρδιος φίλος σε όλο τον δρόμο της ζωής. Ήσουν άνθρωπος γλυκομίλητος, μεγαλόψυχος και καλόκαρδος. Ζήσαμε μαζί ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές ο ένας του άλλου. Γελάσαμε μαζί τις ξέγνοιαστες και εύθυμες ώρες της διασκέδασης. Συζητήσαμε μαζί επί ώρες για ποικίλα θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Σκύβω με απερίγραπτη οδύνη στο φέρετρό σου. Αγαπητέ μου Άγγελε, καλό σου ταξίδι. Αιωνία σου η μνήμη!
Τέλος, με κόκκινα μάτια δακρυσμένα, εκφώνησε επικήδειο λόγο ο γιος του, Αλέξης, ο οποίος είπε:
Πολυαγαπημένε μου πατέρα, η τραγική είδηση της δολοφονίας σου μαύρισε μονομιάς την ψυχή τη δική μου και της μητέρας μου. Το πένθος που μας σκεπάζει είναι πολύ βαρύ. Η ξαφνική απώλειά σου με αυτόν τον άγριο και φρικώδη τρόπο από έναν άγνωστο κτηνώδη δολοφόνο αποτελεί μια βαθιά μαχαιριά που θα μας ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής μας. Ήσουν άνθρωπος με υψηλό ήθος, αρχές, αξιοπρέπεια, κύρος και πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Η καρδιά σου ήταν ένας πανέμορφος κήπος που άνθιζαν καλοσυνάτα λουλούδια. Υπήρξες σε όλη σου τη ζωή εξαίρετος σύζυγος, στοργικός πατέρας και άοκνος συμπαραστάτης σε κάθε μου βήμα. Μου μεταλαμπάδευσες τις ηθικές σου αξίες και τα σπουδαία ιδανικά σου. Μου δίδαξες να είμαι τίμιος και γενναιόψυχος. Αγάπησες τη μητέρα μου πολύ και σε αγάπησε και εκείνη το ίδιο. Σε ευχαριστούμε κι οι δυο από τα βάθη της καρδιάς μας για όσα μας πρόσφερες. Καλό σου ταξίδι. Αιωνία σου η μνήμη!
Όταν τελείωσαν οι επικήδειοι λόγοι, ο κόσμος ξεχύθηκε σαν μελίσσι έξω από την πέτρινη μπεζ εκκλησία με τον επιβλητικό κεντρικό τρούλο και τους τέσσερις μικρούς τρούλους ανάμεσα στα κωδωνοστάσια. Το στιλπνό εβένινο φέρετρο μεταφέρθηκε από τέσσερις κουστουμαρισμένους άνδρες με παπιγιόν στην πολυτελή νεκροφόρα, που περίμενε με υπομονή στο προαύλιο, κι αμέσως ξεκίνησε ένα μεγάλο κομβόι αυτοκινήτων για το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Όταν έφτασαν εκεί, οι εργάτες της ταφής κατέβασαν το φέρετρο με σκοινιά στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο κι από τα πένθιμα χέρια σκόρπισαν λευκά και κόκκινα άνθη.
2
Ο Άγγελος Λαϊνόπουλος ζούσε από τότε που παντρεύτηκε, πριν τριάντα τρία χρόνια, σε μια όμορφη πευκόφυτη μονοκατοικία στη Γλυφάδα, που είναι ένα σαγηνευτικό προάστιο στη νοτιοδυτική παραλιακή ζώνη της Αττικής. Η σύζυγός του, που ήταν δύο χρόνια μικρότερή του, ήταν δικηγόρος και διατηρούσε γραφείο στην ίδια πόλη. Ο μονάκριβος γιος τους είχε κατορθώσει να εκλεγεί, πριν δυόμισι χρόνια, λέκτορας Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο δικαστής Λαϊνόπουλος χρειαζόταν τέσσερα χρόνια μόνο για να συνταξιοδοτηθεί. Το όνειρό του ήταν να εγκατασταθεί μόνιμα στην εξοχική και πατρογονική του κατοικία στο Πεταλίδι Μεσσηνίας, απελευθερωμένος από τις σκοτούρες και τις πολύπλοκες υποθέσεις του δικαστικού επαγγέλματος. Ήθελε να αγναντεύει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, γαλήνια κι ανέμελα, από τη σκιερή βεράντα του εξοχικού του με την πανοραμική θέα, τη στρωτή γαλάζια θάλασσα και τα καράβια που χάνονταν σιγά σιγά στον αραχνοΰφαντο ορίζοντα.
Πέντε μήνες πριν τη δολοφονία του ο αξιοσέβαστος δικαστής είχε χάσει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον πρώην συμφοιτητή, πολύ στενό φίλο και κουμπάρο του, διακεκριμένο δικηγόρο και πρώην πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Αγησίλαο Χρονά. Ο θάνατος αυτός τον είχε πληγώσει αβάσταχτα. Είχε ραγίσει σαν κρύσταλλο τη σπλαχνική καρδιά του. Σαράντα πέντε χρόνια αδιάλειπτης ανέφελης φιλίας είχαν τελειώσει τόσο ξαφνικά και άδικα. Έτσι, επισκεπτόταν συχνά και σε συγκεκριμένη μέρα και ώρα, κάθε Τρίτη στις τέσσερις το απόγευμα, τον τάφο του, που ο ίδιος ο εκλιπών δικηγόρος είχε ζητήσει, χρόνια πριν από τους οικείους του, να βρίσκεται σε αυτό το ταπεινό μέρος του νεκροταφείου. Ο δολοφόνος γνώριζε πολύ καλά αυτή του τη συνήθεια και του έστησε ενέδρα θανάτου.
Το κουβάρι της εξιχνίασης του στυγερού εγκλήματος ήταν εξαιρετικά μπερδεμένο. Ο αστυνόμος Γιώργος Σερίφης, που είχε αναλάβει την έρευνα, είχε τεράστια επαγγελματική φήμη, γιατί στο παρελθόν είχε επιτύχει να διαλευκάνει απίστευτα δύσκολες υποθέσεις ανθρωποκτονιών. Ήταν κυριολεκτικά ένα αστυνομικό δαιμόνιο!
Είχε περάσει μια μέρα από την κηδεία του Λαϊνόπουλου. Ο αστυνόμος Σερίφης βρισκόταν στο γραφείο του στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, μαζί με τον υπαστυνόμο Δημήτρη Κεράνη. Κάποια στιγμή ο Κεράνης τού είπε:
-Κύριε αστυνόμε, πολύ περίπλοκη η υπόθεση της δολοφονίας του δικαστή Λαϊνόπουλου.
-Έτσι είναι, Δημήτρη. Παρ’ όλα αυτά για όλα τα προβλήματα υπάρχει λύση.
-Κύριε αστυνόμε, αφού αναλάβατε την έρευνα εσείς, είμαι βέβαιος ότι θα φανεί φως στην άκρη του σκοτεινού τούνελ.
-Οψόμεθα. Προς το παρόν, όμως, πάμε να πιούμε έναν καφέ στο αντικρινό καφενείο.
Βγήκαν από το γραφείο του αστυνόμου, που βρισκόταν στον έκτο όροφο, κατέβηκαν στο ισόγειο με τον ανελκυστήρα, διέσχισαν τη διάβαση των πεζών στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και μπήκαν στο καφενείο.
-Καλώς τον κύριο αστυνόμο, τον υποδέχθηκε με θέρμη ο γηραλέος φαλακρός καφετζής.
Κάθισαν σε ένα ξύλινο τραπεζάκι δίπλα στην τζαμαρία. Εκείνη τη στιγμή καθόταν επίσης σε ένα τραπεζάκι στη δεξιά γωνία του καφενείου ένας πολύ γέρος άντρας με άσπρα μαλλιά σαν το μπαμπάκι και χοντρά πρεσβυωπικά γυαλιά με μαύρο σκελετό, ο οποίος διάβαζε πολύ κοντά την εφημερίδα του. Σε ένα άλλο τραπεζάκι, στο μέσον, κάθονταν δύο ηλικιωμένοι γκριζομάλληδες άντρες, που έπαιζαν τάβλι, και σε ένα άλλο στην αριστερή γωνία κάθονταν και συζητούσαν δύο νεαροί εργαζόμενοι του Δήμου Αθηναίων, που έκαναν ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα από τη δουλειά τους.
Οι δύο αστυνομικοί παρήγγειλαν και σε λίγο ήρθαν και οι καφέδες τους. Ο Κεράνης, που ήταν φανατικός καπνιστής, έβγαλε ένα πακέτο πουράκια MOODS. Πήρε ένα, το άναψε και τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά. Την ίδια στιγμή ο Σερίφης έβγαλε από τη δεξιά του τσέπη το τσιμπούκι του, ένα πακέτο καπνό και τον χρυσό αναπτήρα του. Έβαλε καπνό, το άναψε και άρχισε να καπνίζει. Οι καπνοί διασκορπίζονταν ορμητικά στην ατμόσφαιρα.
Πέντε λεπτά αργότερα μπήκε στο καφενείο ο καλός φίλος του αστυνόμου, ο δημοσιογράφος και αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας «Εξιχνίαση» Άρης Σκιαδάς. Χαιρετίστηκαν κι ο ευτραφής, διοπτροφόρος δημοσιογράφος κάθισε σε μια καρέκλα, βγάζοντας από την αριστερή του τσέπη ένα πακέτο τσιγάρα CAMEL. Μέσα σε αυτό το πνιγηρό περιβάλλον ο Κεράνης τού είπε:
-Άρη, να σε κεράσουμε. Τι θέλεις;
-Έναν γλυκό ελληνικό.
Ο Κεράνης παρήγγειλε τον καφέ κι αμέσως μετά ο Σκιαδάς, απευθυνόμενος προς τον Σερίφη, ρώτησε:
-Λοιπόν, Γιώργο, τι νεότερα υπάρχουν για τη συνταρακτική δολοφονία του δικαστή Λαϊνόπουλου;
-Άρη, αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σου πω τίποτα. Η έρευνα είναι στο ξεκίνημά της. Η υπόθεση είναι πολύ δύσκολη και χρειάζεται υπομονή. Ψάχνουμε προς όλες τις κατευθύνσεις.
-Καλώς.
Ύστερα από κάμποση ώρα ο Σκιαδάς έφυγε κι οι δύο αστυνομικοί επέστρεψαν στο γραφείο του αστυνόμου. Ο Σερίφης κάθισε στη μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα του και άνοιξε έναν ογκώδη κόκκινο φάκελο με τις κακουργηματικές υποθέσεις που εκδικάζονταν ή είχε εκδικάσει ο δικαστής Λαϊνόπουλος εδώ και δέκα χρόνια.
-Κύριε αστυνόμε, πιστεύω ακράδαντα ότι η δολοφονία σχετίζεται με την επαγγελματική ιδιότητα του θύματος, συμπέρανε στοχαστικά ο Κεράνης, ενώ άναψε ένα τσιγάρο.
Την ίδια στιγμή ο αστυνόμος Σερίφης άναψε το τσιμπούκι του κι αμέσως μετά είπε:
-Κοίτα, Δημήτρη, κι εγώ αυτό πιστεύω, χωρίς, όμως, να μπορεί να αποκλειστεί κάποια σοβαρή προσωπική διαφορά του Λαϊνόπουλου, που αυτήν τη στιγμή δεν γνωρίζουμε.
-Κύριε αστυνόμε, έχετε κατασταλάξει από ποιες υποθέσεις πρέπει να αναζητήσουμε τον δολοφόνο;
-Νομίζω, ναι. Πρέπει να επικεντρωθούμε κυρίως σε τρεις υποθέσεις. Μια υπόθεση πλαστογραφίας και κακουργηματικής φοροδιαφυγής σε βάρος του Δημοσίου, μια υπόθεση λαθρεμπορίου ναρκωτικών και εμπορίου λευκής σαρκός και μια υπόθεση τρομοκρατίας.
Εκείνη τη στιγμή κτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η σύζυγος του αστυνόμου, η Ελένη.
-Γιώργο, έχω να σου αναγγείλω ένα εξαιρετικά δυσάρεστο νέο, πρόφερε με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Ο θείος Θανάσης, πριν από λίγο, πέθανε.
-Τι λες Ελένη;! Λυπάμαι πολύ! Έρχομαι αμέσως.
Έκλεισε σε ελάχιστα δευτερόλεπτα το τηλέφωνο και εν συνεχεία είπε στον υπαστυνόμο:
-Δημήτρη, πρέπει να φύγω. Ο αγαπημένος θείος της γυναίκας μου, δυστυχώς, πέθανε.
-Κύριε αστυνόμε, τα θερμά μου συλλυπητήρια.
-Σε ευχαριστώ.
Σηκώθηκαν ταυτόχρονα από τις καρέκλες τους, βγήκαν στον μακρόστενο διάδρομο και έφυγαν.
3
Είχαν περάσει πέντε μέρες από την κηδεία του Άγγελου Λαϊνόπουλου. Στο γραφείο του αστυνόμου Γιώργου Σερίφη είχε προσέλθει για να καταθέσει η γραμματέας του δολοφονημένου δικαστή Αλίκη Γεωργιάδη. Εκεί ήταν και η γραμματέας του αστυνόμου Κατερίνα Μάνεση που κρατούσε πρακτικά.
Η Αλίκη Γεωργιάδη ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα, τριάντα χρονών, ψηλή, κανονικού πάχους, με λευκή επιδερμίδα, ίσια μαύρα μαλλιά και ανοιχτά καστανά μάτια. Ταυτόχρονα, ήταν πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
-Κυρία Γεωργιάδη, παρακαλώ, καθίστε, την προέτρεψε ο Σερίφης.
Η γραμματέας του Λαϊνόπουλου κάθισε σε μια καρέκλα αντίκρυ από τον αστυνόμο.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα κι ο υπαστυνόμος Δημήτρης Κεράνης και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο γκριζωπό ξύλινο γραφείο του αστυνόμου.
-Λοιπόν, κυρία Γεωργιάδη, από πότε είστε γραμματέας του εκλιπόντος; ρώτησε κατόπιν ο Σερίφης.
-Εδώ και πέντε μήνες.
-Όλο αυτό το χρονικό διάστημα που ήσασταν δίπλα του και είχατε καθημερινή επαφή μαζί του τι συμπέρασμα είχατε βγάλει για τον άνθρωπο Άγγελο Λαϊνόπουλο;
-O αείμνηστος πρόεδρος ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, πρόφερε με εμφανή συγκίνηση η γραμματέας. Ήταν καλόψυχος, ήπιος, καλομίλητος και χαμογελαστός!
-Μάλιστα. Σας είχε πει οτιδήποτε έξω από την τυπική επαγγελματική σας σχέση, που θα είχε σημασία να μας το καταθέσετε;
-Όχι, δεν υπάρχει κάτι.
-Eίχατε παρατηρήσει κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά του, ειδικά το τελευταίο χρονικό διάστημα, δηλαδή μήπως ήταν σκεπτικός, μήπως είχε γίνει εσωστρεφής, μήπως ήταν νευρικός, μήπως ήταν ανήσυχος;
-Όχι, δεν είχα παρατηρήσει καμία αλλαγή.
-Την ημέρα της δολοφονίας του πώς ήταν;
-Χαρούμενος γιατί την προηγούμενη μέρα είχε εκλεγεί αρεοπαγίτης.
-Τον τελευταίο μήνα μήπως είχε έρθει στο γραφείο του κάποιος απρόσμενος ασυνήθιστος επισκέπτης;
-Όχι.
-Μάλιστα. Μήπως είχε δεχτεί κάποιο ανώνυμο ή με ψεύτικο όνομα απειλητικό γράμμα ή οποιαδήποτε άλλη απειλή, δηλαδή μια λεκτική απειλή, ένα απειλητικό τηλεφώνημα, μια απειλή μέσω του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου κ.λ.π.;
-Όχι, είμαι σίγουρη. Δεν είχε δεχτεί από τότε που έγινα γραμματέας του κανένα απειλητικό γράμμα, ούτε απειλή μέσω του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου. Για άλλη απειλή δεν μου είχε πει κάτι.
-Την ημέρα της δολοφονίας του έφυγε από το γραφείο του και πήγε κατευθείαν στο νεκροταφείο ή μήπως σας είχε πει ότι θα περνούσε προηγουμένως από κάπου αλλού;
-Όχι, μου είπε ότι θα πάει στο νεκροταφείο.
-Tι ώρα έφυγε;
-Στις τρεις και τέταρτο.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο υπαστυνόμος Β’ Γιάννης Γεραλής, διακόπτοντας την κατάθεση της γραμματέως.
-Κύριε αστυνόμε, έχετε έναν πολύ σημαντικό φάκελο.
-Καλώς, υπαστυνόμε.
Εν συνεχεία, ο Σερίφης, απευθυνόμενος προς τη γραμματέα του δολοφονηθέντος δικαστή, είπε:
-Λοιπόν, κυρία Γεωργιάδη, δεν σας χρειάζομαι άλλο. Μπορείτε να φύγετε.
Η Αλίκη Γεωργιάδη σηκώθηκε από την καρέκλα της, διάβασε και υπέγραψε την κατάθεσή της, τους χαιρέτισε και έφυγε.
-Κύριε αστυνόμε, δεν έβγαλα κάποιο συμπέρασμα από αυτήν την κατάθεση, που θα μπορούσε να βοηθήσει την έρευνα, σχολίασε αμέσως μετά ο Κεράνης.
-Κι εγώ.
Ύστερα από λίγο οι δύο αστυνομικοί και η Μάνεση έφυγαν για τα σπίτια τους, αφού είχε γίνει πια απόγευμα. Ο αστυνόμος Σερίφης έφτασε στο σπίτι του στο Χαλάνδρι σε είκοσι λεπτά. Πάρκαρε στο γκαράζ της πανέμορφης κατάφυτης μονοκατοικίας του, ανέβηκε κατόπιν τα λίγα σκαλοπάτια και μπήκε μέσα.
-Γεια σου, Γιώργο, τον χαιρέτισε με θλιμμένο ύφος η γυναίκα του, που ήταν ακόμα στενoχωρημένη από τον θάνατο και τη χθεσινή κηδεία του θείου της.
-Ελένη, γεια σου. Σήμερα είμαι πολύ κουρασμένος. Ήταν μια εξαιρετικά έντονη μέρα. Τι φαγητό έχουμε;
-Μακαρόνια με κιμά.
-Α, πολύ ωραία!
Κάθισαν στη σκούρα καφέ τραπεζαρία στο σαλόνι και η παραδουλεύτρα που είχαν, τους σέρβιρε. Ο Σερίφης έφαγε με μεγάλη ευχαρίστηση το αγαπημένο του φαγητό, ήπιε και μερικά ποτηράκια κόκκινο κρασί κι έπειτα μαζί με τη γυναίκα του πήγαν για να ξαπλώσουν στο υπνοδωμάτιό τους.