Ο Μάρτης δεν μπόρεσε να δώσει στον Θωμά να καταλάβει, ότι να… έφτασε η Άνοιξη και πως στα μέσα του αλλουνού το Πάσχα. Κοιτούσε από το παράθυρο του σπιτιού του και δεν έβλεπε τίποτα, κάτι που να λέει για τον ερχομό τους. Μόνο έναν συννεφιασμένο ουρανό και γκρίζο, να κρέμεται στον ορίζοντα και κανένα πράσινο, σκορπισμένο εδώ και εκεί στον κάμπο, σημάδι πως το «θεριό» ο χειμώνας, δεν ήθελε ακόμα να αφήσει το «βασίλειό» του!
Και δεν είχε άδικο! Ο χειμώνας έμαθε ότι βαστάει τρεις μήνες. Και όμως! Ετούτος θα ξεπεράσει τους τέσσερις. Και τι χειμώνας! Μόλις πρόφτασαν να λιώσουν τα χιόνια και άρχισαν ο βοριάς και η βροχή, ενώ το κρύο παγώνει και τρυπάει το κορμί μέχρι το κόκκαλο. Και αυτός ο ήλιος…!
Ποιος ήλιος; Α! ναι… αυτός που ζεσταίνει το καλοκαίρι Είδες μαζί με το Πάσχα που ήταν τόσο κοντά, ξέχασε και αυτόν. Αχ! Πόσο εύκολα ξεχνάει κανείς!
-Ακούστε, έλεγε όταν του μιλούσαν για το εφετινό Πάσχα. Είναι που το γιορτάζω, σαράντα χρόνια τώρα το ευλογημένο. Σαράντα μετρημένα από τα χρόνια του πατέρα και της μάνας μου. Και ξέρετε πως είναι μωρέ; Ανοιξιάτικο, γεμάτο λουλούδια, χαρούμενο και ζεστό. Ακόμα και ο ήλιος να βοηθάει να ψηθεί το αρνί στη σούβλα. Τόσο ζεστό… Μάλιστα. Παγωμένα Χριστούγεννα ναι, Πάσχα όμως ποτέ..!
Και τα έλεγε με τόση μεγάλη σιγουριά, τόση αισιοδοξία και σοβαρότητα, που ο καθένας αν τον άκουγε, θα τον πίστευε και θα δικαίωνε τα λόγια του. Άλλωστε δεν τα έλεγε και κανένα παιδί!
Όμως… για κοίταξε σήμερα. Για δες γύρω σου. Ανέπνευσε βαθιά τον μυρωμένο ανοιξιάτικο ζέφυρο. Θα αισθανθείς την αγάπη για τη ζωή.
Από σήμερα λοιπόν το Πάσχα!
Όπως όλοι μέσα στο χωριό έκαναν ετοιμασίες να υποδεχτούν την τόση μεγάλη Γιορτή, προετοιμάστηκε και αυτός. Μπορούσε να μείνει πίσω η αφεντιά του;
Αρχή από το κονάκι του. Διόρθωσε τη σκεπή, έβαλε τα κεραμίδια που έφυγαν από τον αέρα στη θέση τους και ύστερα άσπρισε μέσα και έξω τους τοίχους. Παράλληλα αντικατέστησε και κάποια από τα έπιπλα που από την πολυκαιρία, πάλιωσαν και καταστράφηκαν. Έτσι, μ’ αυτά τα λίγα το σπιτάκι του έλαμψε!
Αφού λοιπόν τακτοποίησε όλα αυτά, βάλθηκε να συγυριστεί και ο ίδιος. Έπρεπε να ψωνίσει το κουστούμι για την Ανάσταση. Αυτό το παλιό, έ δεν βαστάει άλλο! Μπαλώθηκε- ξαναμπαλώθηκε εκατόν-δύο φορές και τώρα πρέπει να πάει στη γωνιά. Όσο για τα παπούτσια, ούτε λόγος δεν αξίζει να γίνεται! Έχουν υπερβεί πέντε φορές το όριο της ηλικίας τους!
Βέβαια θα πει κανένας πως όλα αυτά είναι έξοδα. Έλα όμως που θα κινδυνεύσει να γιορτάσει το Πάσχα χωρίς αξιοπρεπή ενδυμασία. Κάλλιο το πρώτο παρά το δεύτερο..!
Γι αυτό την άλλη μέρα, Μεγάλη Πέμπτη και πριν καλά-καλά να φέξει ο ήλιος στην Ανατολή, αφού έβαλε στην τσέπη του όλες τις οικονομίες, πήρε τον δρόμο για την πόλη.
Ανέβηκε στο τετράποδο γαϊδουράκι του-ευλογημένο ας είναι- και όταν έφτασε σ’ αυτή, τράβηξε κατ’ ευθείαν στο πρώτο κατάστημα που βρήκε μπροστά του. Βγήκε όμως πολύ σύντομα, γιατί κανένα από τα κουστούμια που δοκίμασε δεν ήταν στα μέτρα του. Το ένα φαρδύ στη μέση και στενό στα πόδια, το άλλο μακρύ και ένα σωρό άλλα κουσούρια. Δεν γίνεται. Αυτός το θέλει να είναι σαν κι αυτόν. Στα μέτρα του δηλαδή και σπιθαμή μεγαλύτερο ή μικρότερο.
Δοκίμασε έτσι και στο τέταρτο κατάστημα αλλά τα ίδια και χειρότερα από το πρώτο. Δεν απελπίστηκε όμως. Τι θα πείραζε αν δοκίμαζε και σ’ αυτό που είναι απέναντι. Η δοκιμή στο κάτω-κάτω σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι με χρήματα!
Μετά από υπομονή σχεδόν μιας ώρας και μετά από αμέτρητα «αντίο- καλό Πάσχα» και «ευχαριστώ- επίσης» των πελατών, ήρθε και η σειρά του.
-Ορίστε κύριε, του είπε κάποιος μειδιών, από αυτούς που εξυπηρετούσαν το κοινό. Τι θα σας προσφέρουμε από τα εφετινά λαμπριάτικα είδη μας, πάντα εκλεκτής ποιότητας;
Έβηξε δυο φορές και ύστερα παίρνοντας ύφος σοβαρό απάντησε
-Ε..! Θα ήθελα είπε φωναχτά, να αγοράσω ένα κουστούμι που να μου ταιριάζει, όμοιο στα μέτρα μου. Να αντέχει στα πολλά πλυσίματα, στα χρόνια και να μην ξεφτίζει. Ακόμα να είναι σκούρο ανοιχτό και λίγο φτηνό στην τιμή..!
Αυτό το τελευταίο που είπε, είναι σίγουρο πως και ο ίδιος δεν το πολύ-πίστευε. Ήξερε πόσο ακριβά πωλούνται τα πράγματα αυτή την εποχή. Το είπε όμως έτσι, επειδή το άκουσε από μια κυρία δίπλα του, που η «γαλιάντρα», λίγο-πολύ τσακώθηκε με τον υπάλληλο, γιατί το σακάκι του άντρα της, της φάνηκε πολύ ακριβό και δεν έκανε έκπτωση στην τιμή του.
Και συμπλήρωσε στον ίδιο τόνο:
-Να, αυτό στη βιτρίνα σας, θα είναι καλό για μένα.
-Και βέβαια θα σας είναι καλό, του είπε εκείνος. Για να πεισθείτε όμως περισσότερο, κάντε μια δοκιμή να το φορέσετε και να το δείτε στον καθρέφτη αν σας πηγαίνει πραγματικά. Είμαι σίγουρος πως θα μείνετε ευχαριστημένος. Να ο καθρέφτης.
Αφού κοιτάχτηκε καλά μπρος-πίσω και πήρε διάφορες στάσεις και βεβαιώθηκε για την τελειότητα, είπε να το βάλλουν στο κουτί, πλήρωσε και βγήκε, συνοδευόμενος από τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού και φυσικά με πολλές ευχές από όλους όσους δούλευαν εκεί, για «Καλό Πάσχα».
Περιπλανώμενος στην αγορά, βρέθηκε μπροστά και σε ένα κατάστημα με παπούτσια. Από τη βιτρίνα που κοίταξε, του φάνηκαν υπέροχα. Θέλεις καφέ χρώματος-μαύρου, με κορδόνια ή άνευ, ό,τι ήθελες είχε. Αλλά από τιμές! Φωτιά! Δεν βαριέσαι όμως. Η τσέπη του να είναι καλά. Χωρίς να πήγε ποτέ στην Αθήνα, σήμερα γιορτάζει το «Κολονάκι», έλεγε και ξανάλεγε από μέσα του και γελούσε ο φουκαριάρης!
Σαν μπήκε και μέσα, το μαγαζί του φάνηκε ένα όνειρο! Μεγαλείο και πολυτέλεια! Άλλοι δοκίμαζαν παπούτσια παραπονούμενοι για στενά-μεγάλα στα πόδια τους, άλλοι έφευγαν με παπούτσια που αγόρασαν στις τσάντες τους, άλλοι έκαναν παζάρια για την αγορά τους και άλλοι… έφευγαν όπως μπήκαν, ρίχνοντας κατάρες στην ακρίβεια!
Όταν τον είδαν κι αυτόν να μπαίνει μέσα, έτσι σφιχτό και ντροπαλό, κάποιος από τους πωλητές τον πλησίασε και τον ρώτησε τι επιθυμεί. Τότε αυτός γρήγορα και ξεκάθαρα, χωρίς πολλά λόγια και ακαταλαβίστικες κουβέντες, του είπε το σκοπό της επίσκεψης και το τι ακριβώς θέλει να αγοράσει.
Αμέσως εκείνος κατέβασε από τα ράφια ένα σωρό κουτιά με παπούτσια και του τα έδωσε να τα δοκιμάσει. Φορώντας έτσι το ένα ή το άλλο ζευγάρι και εδώ διάλεξε τα καλύτερα παπούτσια που διέθετε το κατάστημα. Σκαρπίνια μαύρου χρώματος, τελευταίας μόδας και εξαιρετικής ποιότητας. Πολύ δε περισσότερο και εισαγωγής..!
Ευχαριστημένος από τις αγορές, μαζί με άλλες που έκανε, τώρα σε τρόφιμα, φορτώθηκε πάλι στο γαϊδουράκι του και από την πόλη επέστρεψε στο χωριό. Εκεί, αφού τακτοποίησε ακόμα μερικές από τις δουλειές του, αναφερόμενες κυρίως στο ασβέστωμα τοίχων και καθαρισμό αποθήκης, το βράδυ πήγε στην Εκκλησία. Ήταν τα δώδεκα Ευαγγέλια βλέπετε.
Μαζί με τους άλλους χωριανούς τα παρακολούθησε Ένα-Ένα, μάλιστα με μεγάλη ευλάβεια, αναπολών συγχρόνως την παιδική του ηλικία και τα σχολικά του τα χρόνια, όταν ο δάσκαλος τους μίλαγε τέτοια εποχή για τα Πάθη του Χριστού και την Ανάσταση.
Την επόμενη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, ο καιρός έβρεχε. Μαύρα σύννεφα πλάκωναν γύρω την ανοιξιάτικη φύση και έριχναν σταγόνες το δάκρυ τους, λυπημένα και αυτά για τον άδικο θάνατο Εκείνου. Του Καλόκαρδου και Αγαθού Ναζωραίου. Του ευσπλαχνικού Θεού.
Συντετριμμένος και αυτός με λυγμούς, πήγε στους τάφους του πατέρα και της μάνας του και καθάρισε τα αγκάθια και τα χορτάρια που φύτρωναν εκεί και πατούσαν το σώμα τους. Ύστερα με χέρια που έτρεμαν από συγκίνηση, άναψε το καντηλάκια και από ένα κερί στη μνήμη τους.
Πόσο του λείπουν, μόνο αυτός και η ψυχή του το ξέρουν! Γιατί να μην μπορεί να τους μιλήσει, να τους πλησιάσει και να τους πει, πόσο μόνος αισθάνεται χωρίς αυτούς! Γιατί να μην μπορεί να νοιώσει την απέραντη αγάπη τους! Θάνατε πόσο μεγάλες και αγιάτρευτες πληγές ανοίγεις, κάθε που πέφτεις μέσα στις οικογένειες!
Το βράδυ για τον Επιτάφιο, ο παπάς χτύπησε την καμπάνα λίγο νωρίτερα. Ήθελε να πάει ο κόσμος εκεί πιο μπροστά για να τον στολίσουν. Μπήκε λοιπόν στον μπαχτσέ του και αυτός και έκοψε μερικές από τις πασχαλιές και τα ζουμπούλια, που όλες αυτές τις μέρες, στολίζουν την πλάση. Τα έκανε δυο ματσάκια και τα πήγε πάνω στο νεκρό σώμα του Ιησού. Από μέσα του έψελνε: «Η ζωή εν τάφω…»
Και ξημέρωσε η Κυριακή. Το Πάσχα μέσα στο χωριό. Ο κρότος της κανονιάς του, γέμισε απ’ άκρη σ’ άκρη την κάθε γειτονιά και φώτισε τα πιο σκοτεινά δρομάκια. Έφερε την αγάπη στις ψυχές όλων των χωριανών και άναψε την ελπίδα για το αύριο. Παραμέρισε την κακία και το μίσος και έκανε όλοι να δώσουν τα χέρια τους και το «φιλί της Αγάπης» σαν πιστοί χριστιανοί και μιμητές του Αναστημένου Θεού.
-Χριστός Ανέστη χωριανοί-Αληθώς Ανέστη χωριανοί, έψελνε ο παπάς με τους ψαλτάδες του μέσα στην Εκκλησία. Το πλήθος χαρούμενο, κρατώντας αναμμένες λαμπάδες, που έφεγγαν σαν τον ήλιο, σταυροκοπιόταν με ευλάβεια και προσευχόταν προς τον Κύριο του Παντός.
Προσευχήθηκε και αυτός και έψαλλε μαζί με τους άλλους το μεγάλο Γεγονός. Η ψυχή του εκείνες τις ώρες, βγήκε από μέσα του και πέταξε προς τον Αναστημένο Θεό, που σκόρπισε τους εχθρούς Του και έφερε στον κόσμο το Μέγα Έλεος! Την Μεγάλη Αλήθεια! Αυτή που όλοι προ πολλού, ξεχάσανε να λένε και ζούσανε μέσα στα σκοτάδια.
Ώσπου έφτασε η σημερινή μέρα!
Τέλος, αφού τέλειωσε ο παπάς τη Λειτουργία, επέστρεψε στο σπίτι του. Ένοιωθε τόσο ευτυχισμένος όσο ποτέ άλλοτε. Κάθισε ήρεμος στο τραπέζι και έφαγε με όρεξη το αρνάκι που έτρεφε εδώ και αρκετούς μήνες. Ύστερα ήρθαν στο σπίτι του συγγενείς και φίλοι με τους οποίους τσούγκρισε το κόκκινο αυγό και ήπιαν ποτήρια κόκκινο κρασί, ώσπου κάποιος νεώτερος, όταν πια έφτασε στο κέφι, είπε το πρώτο τραγούδι. Ακολούθησαν οι πιο γέροι με παραδοσιακά τραγούδια της δικής τους εποχής, που έλεγαν για την παλληκαριά τους αλλά και για τη δύναμη της Ρωμιοσύνης.
Έτσι, αφού και το τελευταίο ποδαράκι του μικρού αμνού φαγώθηκε και εξαντλήθηκε και η τελευταία σταλαματιά από το κρασί του στο βαρέλι, αποφάσισαν να τα συμπληρώσουν στον καφενέ. Εκεί κάτω από το ψηλό και γέρικο πλατάνι του χωριού, γινόταν μεγάλος χορός. Χόρευαν τα όμορφα κορίτσια και τα αγόρια, που τα χαίρονταν οι μανάδες τους και τα καμάρωναν οι πατεράδες τους.
-Φέρε κρασί να πιούμε, φώναξαν όλοι στον καφετζή.
-Φέρε να πιούμε γρήγορα, είπε και αυτός!
Και πρώτος πιάστηκε να χορέψει έναν αθάνατο ελληνικό σκοπό!
21-4-2019
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ