Αποτελεί μεγάλη παγίδα, αλλά και πρόκληση, ο ισχυρισμός του κ. Μητσοτάκη ότι “όλοι πρέπει να βάλουν πλάτη και να επιμεριστούν τη ζημιά”. Στην πραγματικότητα, ο λαός, που ματώνει ήδη επί μία δεκαετία, θα κληθεί να πληρώσει το μάρμαρο και της νέας κρίσης, για να στηριχθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτό το στόχο υπηρετούν τα μέτρα της κυβέρνησης, που από τη μια παρέχουν άφθονο κρατικό χρήμα και νέα εργαλεία στους μεγαλοεπιχειρηματίες, ενώ από την άλλη ισοπεδώνουν εργασιακές σχέσεις, συλλογικές συμβάσεις, το λαϊκό εισόδημα.
Απάντηση στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης δε μπορεί να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ με το πρόγραμμά του, που πλειοδοτεί σε μέτρα ακόμη μεγαλύτερης επιδότησης των μεγάλων επιχειρήσεων, τα οποία αντικειμενικά θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι, χρησιμοποιώντας ως προπέτασμα καπνού τη δήθεν στήριξη της “μεσαίας τάξης”.
Μητσοτάκης και Τσίπρας έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου εξυπηρέτησης των λίγων και εξαπάτησης των πολλών. Κοινός παρονομαστής τους είναι η φοροασυλία του κεφαλαίου και η διατήρηση όλων των μνημονιακών νόμων, που ενισχύουν την ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, την επίθεση στο εισόδημα, τη φοροληστεία των λαϊκών στρωμάτων. Σε αυτό το έδαφος “ήρθαν κι έδεσαν” οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου.
Το κοινό σύνθημα της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων κομμάτων, πως “εργαζόμενοι και επιχειρήσεις βρίσκονται στο ίδιο καράβι”, είναι ο πολυδιαφημισμένος μύθος που επιστρατεύεται ξανά, με στόχο οι εργαζόμενοι να δεχτούν νέες θυσίες για χάρη μίας χούφτας επιχειρηματικών ομίλων. Την ίδια στιγμή στο βωμό της επανεκκίνησης της οικονομίας και του τουρισμού, που όλες οι κυβερνήσεις αναγόρευσαν σε “βαριά βιομηχανία”, παίζεται κορώνα-γράμματα ακόμη και η δημόσια υγεία.
Η αμφισβήτηση του σημερινού, χρεοκοπημένου δρόμου ανάπτυξης είναι όρος για να ανοίξει ο δρόμος για την κατάργηση όλων των αντιλαϊκών νόμων, το ξήλωμα των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, την εξασφάλιση ουσιαστικών μέτρων στήριξης του εργατικού-λαϊκού εισοδήματος, για να μην πληρώσει πάλι ο λαός την καπιταλιστική κρίση.