Απολαμβάνοντας τον ελεύθερο χρόνο μου και τις βόλτες με τον σκύλο μου στην εύφορη κι ευλογημένη πεδιάδα του χωριού μου, τη γενέτειρά μου με τα πλούσια αποθέματα νερού, διερωτώμαι αν όντως σήμερα υπάρχουν δυνατότητες αναζωογόνησης της ελπίδας για τους ανθρώπους της υπαίθρου. Τους συμπατριώτες μου που είναι ταυτισμένοι με τη γη, που βιώνουν μια ξεχωριστή αίσθηση ελευθερίας από την καθημερινή επαφή με τη φύση. Τους ανθρώπους που αρνούνται να ανταλλάξουν αυτή την αίσθηση ελευθερίας με την προσδοκία μιας υποσχόμενης κοινωνικής ευημερίας. Που επιμένουν στη σχέση αυτή παρά την έκδηλη απουσία ενδιαφέροντος, τα εγγενή διαρθρωτικά προβλήματα (μικρός τεμαχισμένος κλήρος) και την παντελή απουσία απαραίτητων κινήτρων ήτοι της άμεσης αγοράς των προϊόντων και της εύκολης διάθεσής τους σε συνάρτηση με τη θετική τελική τιμή εκκαθάρισής τους. Διανύουμε μια χρονική συγκυρία που το προϊόν πνέει τα λοίσθια και τα είπα, ξείπα των άμεσα εμπλεκόμενων παραγόντων συνοδεύονται δυστυχώς από τις γνωστές ανέξοδες παρόλες. Μια εποχή που δύσκολα μπορείς να κρατήσεις το προϊόν, λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων, από το να το αποκτήσεις…
Επειδή λοιπόν δεν είναι δυνατό οι ασχολούμενοι με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής, στην πλειοψηφία τους δυστυχώς είναι μεγάλης ηλικίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εξέλιξη και την προοπτική της μονάδας παραγωγής, να γίνουν συστηματικοί γεωπόνοι και οικονομολόγοι προκειμένου να ελέγξουν τα κόστη που παραμένουν δυστυχώς υψηλά, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι ελπίδες για ανάκαμψη στα δεδομένα του χθες εξανεμίστηκαν. Αφού μετά την ακραία δημοσιονομική φορολογική πολιτική, με τους επαχθείς κι άδικους φόρους των τελευταίων μαρτυρικών χρόνων, το απαγορευτικό κόστος παραγωγής και τις εξευτελιστικές τιμές αγοράς των προϊόντων, εξαντλήθηκε βαθμιαία η αντοχή και επιδεινώθηκε σταδιακά η λειτουργία των αγροτικών νοικοκυριών. Μια εποχή που στραγγάλισε κάθε καινοτόμο πρωτοβουλία, καταρράκωσε το αγροτικό εισόδημα και έθεσε εν αμφιβόλω τους όρους διαβίωσης και την επιβίωση των μελών της αγροτικής κοινωνίας. Μια περίοδο που στιγματίστηκε από το γενικευμένο αίσθημα κοινωνικής ανασφάλειας, που είχε ως συνέπεια τη διαταραχή του παραδοσιακού δεσμού των ανθρώπων με τον πρωτογενή τομέα (φυτικό/ζωικό κεφάλαιο)…
Μια εποχή που χαρακτηρίστηκε από την αποβιομηχάνιση και την συνακόλουθη γεωμετρική άνοδο της ανεργίας. Μια περίοδο που ταυτίστηκε με την αποστασιοποίηση των απογοητευμένων νέων, που βρήκαν διέξοδο στο νέο κύμα μετανάστευσης της χώρας. Μια εποχή που συνέτεινε καθοριστικά, ελλείψει ουσιαστικών κινήτρων επιβίωσης και άμεσης δημιουργίας για τον νέο άνθρωπο, στην αρνητική εξέλιξη του δημογραφικού προβλήματος των τοπικών κοινωνιών. Μια περίοδο που το προϊόν έτυχε φοβερής εκμετάλλευσης, δεν έχει πλέον αξία, ενώ οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα είναι πάνω από το μέσο όρο ηλικίας της Ε.Ε. Αρνητικό γεγονός που δίχως άλλο επιτείνει νομοτελειακά τη δυσκολία καλλιέργειας της γης και την εφαρμογή σύγχρονων μέσων και μεθόδων καλλιεργητικής τεχνικής. Καλή λοιπόν η σπέκουλα για την “άνοιξη της γεωργίας” και την επαναφορά του πρωτογενούς τομέα στα ανεκτά χθεσινά επίπεδα, αλλά το βασικό κριτήριο φρονώ για την κοινωνική πρόοδο και την ευημερία/ευτυχία των πολιτών είναι η οικονομική πρόοδος. Μια πρόοδος που αποτυπώνεται εύγλωττα στην οικονομική δράση, άλλως αντανακλάται στην αγοραστική ικανότητα και τη συμπεριφορά της τοπικής κοινωνίας (κατανάλωση προϊόντων/υπηρεσιών, κατασκευή νέων σπιτιών, έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας/επαγγελμάτων και ικανός αριθμός ενεργών μονάδων παραγωγής)…
Διανύουμε μια ιδιάζουσα χρονική συγκυρία που ο κόπος και ο μόχθος των αγροτών γίνεται θυσία στο βωμό του κέρδους των αδίστακτων επιχειρηματιών, τίθεται εκβιαστικά στον προκρούστη του ανέλεγκτου εμπόρου (μόλις 3 λεπτά το κιλό ο χυμός για τα εκπύρηνα). Μια συνθήκη που έχει όμως ως θύμα τον αδαή καταναλωτή των αστικών κέντρων, αφού η τιμή του ροδάκινου εκτινάσσεται κατακόρυφα στα ύψη ήτοι πωλείται με καπέλο έως και 1200%, καθώς τα εκπύρηνα ροδάκινα φεύγουν από το χωράφι με την εξευτελιστική τιμή των 15-25 λεπτών το κιλό και όταν φτάνουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ καταλήγουν 2 ευρώ το κιλό. Παρόμοια τύχη ακολουθεί και το συμπύρηνο ροδάκινο, που προορίζεται για κομπόστα, με την αρχική τιμή αγοράς από τις βιομηχανίες της περιοχής στα 28 λεπτά το κιλό (πέρσι 25 λεπτά/κιλό) και στα 14 λεπτά το κιλό αντίστοιχα το προϊόν της δεύτερης κατηγορίας, που οδηγείται στη χυμοποίηση. Όλα αυτά τα τραγικά συμβαίνουν σε μια ευνοϊκή περίοδο για τον γεωργό/παραγωγό δεδομένης της μεγάλης φετινής μείωσης της παραγωγής, που σύμφωνα με τους ειδικούς εκτιμάται κάτω από 360.000 τόνους έναντι 425.000 τόνων της περσινής παραγωγής, αλλά και της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου. Χαμένοι λοιπόν οι άνθρωποι μες στον κυκεώνα της αβεβαιότητας, με την απόγνωση να συνοδεύει αυτή τη δυσμενή εξέλιξη, συνεχίζουν παρ΄όλα αυτά να ελπίζουν σε μια θετική ανατροπή των δεδομένων της ζωής τους. Αγωνίζονται με περισσή αξιοπρέπεια…
*Πολιτικός Επιστήμων – Τεχ.Γεωπόνος- Παιδαγωγός