ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
[ Χ ρ ο ν ο γ ρ ά φ η μ α – 1973]
Λίγο πιο κάτω απ’ το χωριό, ήταν το Εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Έτσι το έλεγαν μέσα στο χωριό, έτσι και ο παππούς. Κανείς δεν ήξερε να πει με μεγάλη σιγουριά, πώς και γιατί βρέθηκε σ’ εκείνο το τόπο. Οι περισσότεροι έλεγαν ότι είναι θαύμα. Άλλοι απαντούσαν ξερά, πως χτίστηκε πολύ παλιά από κάποιον, που καθώς γύριζε στο σπίτι του από το χωράφι, είδε σ’ εκείνο το μέρος ένα φως και ύστερα την Άγια να του μιλά και να του δείχνει. Άλλοι πάλι δεν γνώριζαν τίποτα!
Άπλωνες το βλέμμα σου προς τα εκεί και δίχως να το θέλεις, προσέκρουες απάνω του. Άσπρο πάντοτε ξεχώριζε από πολύ μακριά και αποτελούσε το κέντρο της περιοχής. Αποτραβηγμένο λίγο από τον κόσμο, ταπεινό, φτωχικό, απαλλαγμένο από κάθε κακία, έμοιαζε Εκείνου. Του φτωχού Θεού!
Η φύση το αγκάλιαζε στα σπλάχνα της με ό,τι το καλό είχε. Του το έδινε με τόση μεγάλη αγάπη και αφθονία και τόση καλοσύνη, καθώς γύρω του άπλωναν τις χοντρές ρίζες τους πλατάνια θεόρατα, ψηλά, εκατόχρονα κι ακόμα, κορυφές που έκαμαν να φτάσουν τα σύννεφα. Όλα τους, το αισθάνονταν τόσο μικρό και αδύναμο, που έκλειναν απάνω του τα στραβά κλαδιά τους, έτοιμα να το προστατεύσουν. Αιώνιοι φρουροί του! Αγαθοί, βουβοί φίλοι του και συγκάτοικοι!
Δεν υπήρχε πιο σεβαστός και πιο ιερός αλλά και πιο ωραίος τόπος από αυτόν της Μεγαλομάρτυρας! Δεν είχε κάτι το κοσμικό, τίποτα που να προκαλεί το φθόνο στους άλλους. Όλα όμως εκεί ήταν τόσο όμορφα τοποθετημένα και τόσο Άγια, αρκετά για να μπορεί η ψυχή σου να νιώσει τη μεγάλη αξία τους!
Η περιουσία του ήταν ένας πέτρινος σταυρός στερεωμένος στη σκεπή του, μια παλιά καπνισμένη εικόνα μέσα, και ένα καντήλι να κρέμεται με λίγες σταλαματιές λάδι, έτοιμο να φέξει και να συναγωνιστεί τον ήλιο και τα αστέρια του ουρανού. Πολύ κοντά, από μια πράσινη, πάντοτε φρέσκια και δροσερή χλόη, έβγαινε και τραγουδούσε μονότονα, το νεράκι κάποιας κρυφής πηγής. Και το ευλογούσαν οι άνθρωποι και το χαίρονταν τα φυτά και τα ζώα!
Ένας φιδωτός δρόμος ακόμα περνούσε ξυστά από δίπλα του. Σαν από «όραμα» σε έφερνε μπροστά στη θρησκεία σου και ύστερα «πλοκάμι» της θάλασσας, ατέλειωτος, σκορπιζόταν στον κάμπο. Στον κάμπο της Αγίας Παρασκευής!
Ο κάθε περαστικός, ακόμα και ο πιο βιαστικός, δεν ξεχνούσε ποτέ εκεί να σταματήσει. Να βγάλει ευλαβικά το καπέλο του και να κάνει το σταυρό του. Δεν παρέλειπε ποτέ να καθίσει, κάτω από τον παχύ και δροσερό ίσκιο που του πρόσφεραν τα δέντρα, να ακούσει τα γλυκά στη φωνή πουλιά αλλά και γιατί όχι να «μιλήσει» λίγο νοερά μαζί τους…
Η φωτιά της ψυχής του να σβήσει, όπως σβήνει το λιοπύρι κάτω απ’ αυτά τα δέντρα και ο πόνος του να φύγει μακριά, όπως φεύγει μακριά το νεράκι που κυλάει μπροστά του.
Και ύστερα πάλι, μόλις το αφήσει και απομακρυνθεί, άθελά του, γυρίζει το κεφάλι πίσω του και το κοιτάζει από μακριά. Το αισθάνεται να τον ευλογεί. Να του εύχεται!
Τόπε φιλόξενε! Αιώνιο προσκυνητάρι μου! Θα μείνεις για πάντα ένας Παράδεισος στη ζωή μου!
25- 7 – 2020
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ