Περπατώντας ή μάλλον πετώντας με το αεροπλάνο των αναμνήσεων, πάνω από τα σοκάκια του χωριού μας, είπα να κάνω απότομη προσγείωση και να κατέβω, σε μια πολύ προσφιλή γειτονιά και στην αυλή κάποιου πολύ γνώριμου κτιρίου.
Αυτήν του Δημοτικού μας του Σχολείου!
Και κατέβηκα. Και άνοιξα το βιβλίο τους. Και πήρα από την αρχή να ξεφυλλίζω, μία, μία τις όμορφες σελίδες του…
«Πω! πω!», είπα σε μια στιγμή από μέσα μου. «Ίσα που πρόλαβα να μπω στη γραμμή, έξω από τα σκαλοπάτια στην είσοδο του σχολείου, για την πρωινή μας προσευχή.»
Μάλιστα ο δάσκαλος, βλέποντάς με λίγο αργοπορημένο, έβαλε εμένα να την πω!
Και εγώ, παρά το αγουροξύπνημα, την τρεχάλα για να φτάσω και το λαχάνιασμα, ανταποκρίθηκα «πλήρως» στο κάλεσμα και είπα την προσευχή, τόσο καλά με τόσο «στόμφο», που τον ευχαρίστησα «τα μάλα» και φυσικά τον έκανα να γελάει πονηρά κάτω από τα παχιά, ασπρόμαυρα μουστάκια του.
Ακολούθησε το τρελό ανέβασμα στις σκάλες. Φωνές, σπρωξίματα, πού και πού κανένα πέσιμο από κάποιους ταλαίπωρους, λίγα αίματα στα γόνατα, πολλά νευράκια αλλά και σχίσιμο της πάνινης τσάντας, της κρεμασμένης στην πλάτη με τα βιβλία, τις περισσότερες φορές να ξεχύνονται στα τσιμέντα, ή «άλλως πως» να ποδοπατούνται, πολύ κρίμα για το σκοπό τους και να γίνονται εμπόδιο στους βιαστικούς να πάνε να κάτσουν έγκαιρα στα θρανία τους!
Δεν βαριέσαι όμως. Όλα καλά. Πάντοτε θέλει λίγη περιπέτεια για να φτάσεις εκεί που θέλεις. Τώρα τελικά, νά που φτάσαμε όλοι «σώοι» μέσα στις τάξεις και περιμένουμε, επιμελείς μαθητές να αρχίσει το μάθημα…
Ανάγνωση! Πρώτος αρχίζει ο Λευτέρης. Καλός, αλλά… λίγο αδιάβαστος σήμερα. Καθώς διαβάζει, συλλαβίζει και τρέμουν τα χείλη του από τον φόβο της τιμωρίας. Ο δάσκαλος το καταλαβαίνει και αφήνοντας υπονοούμενα σε βάρος του, τον διακόπτει και λέει να συνεχίσει ο Λάκης. Αυτός τα πάει περίφημα και έτσι ο δάσκαλος ξεχνάει να παρατηρήσει τον Λευτέρη. Ευτυχώς δηλαδή για τον «δύστυχο», που την «βγάζει» μια χαρά. «Αβρόχοις ποσίν» που λέμε. Διαφορετικά, ο τοίχος τον περίμενε να του κάνει λίγο παρέα, μάλιστα όρθιος και στο ένα του το πόδι σαν πελαργός!
Είναι και η ορθογραφία! Καλά ακούγεται η λέξη «εκατομμύριο». Και αν αυτή κρύβει και λεφτά, θα ήταν ακόμα καλύτερη. Αλλά πώς γράφεται; Με ένα «μ» ή με δύο; Η Δήμητρα όμως σήμερα, κακιά ώρα, την ξέχασε και στην τύχη την έγραψε με ένα!
«Κάτσε κάτω», της φωνάζει δυνατά ο δάσκαλος. «Και θα γράψεις τη λέξη στο τετράδιο εκατό φορές για να τη μάθεις!»
Πάλι καλά που δεν της είπε να τη γράψει… ένα εκατομμύριο φορές!
Κατά πόδι έρχεται και η γραμματική! Τα ρήματα με εκείνο το περιβόητο «λύνω» έχουν την τιμητική. Ο Κώστας, που κάνει πάντοτε περίεργες ερωτήσεις, δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί απ’ όλα τα ρήματα, πρέπει αυτό το ρήμα να μάθουμε να το κλίνουμε πρώτα. Έτσι σκοντάφτει λίγο στον Παρακείμενο και μαζί με την Κούλα, που σηκώθηκε προς βοήθεια του στον πίνακα για να το κλίνουν, ας πούμε και στον δύσκολο χρόνο τον Αόριστο, τα έκαναν «θάλασσα».
Προς απογοήτευση βέβαια του δασκάλου, που πάντοτε μέσα στη τάξη τους επαινούσε για τις επιδόσεις τους στα μαθήματα!
Αλλά ρε παιδιά, τι συζητάμε και στενοχωριόμαστε! Απ’ έξω ακούγονται ευχάριστα πράγματα. Είναι το κουδούνι του διαλλείματος. Ναι, το ευλογημένο κουδούνι, από το ευλογημένο χέρι της δασκάλας, της όμορφης Ευγενίας μας από το νηπιαγωγείο, που βιάζεται όπως πάντα να το χτυπήσει, γιατί τα «νηπιάκια» της δεν βαστούνε και πολύ να είναι κλεισμένα μέσα στην τάξη, έστω ακόμα και αν λένε τραγουδάκια για κάποιο γαϊδουράκι με μεγάλα αυτιά και ακούνε παραμυθάκια για κοκκινοσκουφίτσες και κακούς λύκους!
Και στο διάλλειμα έξω στη αυλή αρχίζει και γίνεται «χαμός»! Παιχνίδια, φωνές, τρεξίματα αλλά… και μαλώματα. Δεν συμφωνούν όλοι για όλα. Κάποιοι έχουν διαφορετικές απόψεις. Και τις εκφράζουν με ποικίλους τρόπους. Κάπως «άκομψους» βέβαια κάποιες φορές…
Οι μεγάλες οι τάξεις, παίζουν μπάλα. Σκοτώνονται να την κλοτσάνε πάνω στα χαλίκια, να κάνουν κόντρες, ντρίπλες, μαρκαρίσματα και τσαλιμάκια «α λα Δομάζου» και να βάζουν γκολ, επευφημούμενοι από τους άλλους της ομάδας και υπερηφανευόμενοι για το ταλέντο τους.
Ωστόσο στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε, πως η μπάλα πολλές φορές, αντί να βάλει γκολ στο τέρμα, βάζει στα παράθυρα του σχολείου. Εδώ τώρα, κανένας δεν επευφημείται. Όλοι κρύβονται και στα στόματα όλων, επικρατεί «άκρα του τάφου σιωπή» κατά τον ποιητή.
Ο δάσκαλος και η Θεά Τύχη, έχουν το λόγο..!
Κάποιες άλλες τάξεις παίζουν τα «σκλαβάκια», άλλες τον «στύλο». Και κάποιες άλλες μικρότερες, τον κουτσό και τον κυνηγητό. Ιδρώνουν, γίνονται μούσκεμα, χαλάνε τα καινούργια και παλιά πάνινα παπούτσια τους. Δεν νοιάζονται όμως καθόλου. Η παιδική ενέργεια πρέπει να βγει από μέσα τους!
Τέλος, μερικοί αθλούνται. Κάνουν στο σκάμμα άλματα εις διπλούν, εις τριπλούν και εις ύψος. Τα πάνε πολύ καλά και έχουν άριστες επιδόσεις. Δεν έχουν όμως θεατές να τους χειροκροτήσουν. Έτσι επιβραβεύονται μόνοι τους και είναι ευχαριστημένοι αν θα βρεθεί κάποιος να πει έναν καλό λόγο για τις επιτυχίες τους!
Αλήθεια όμως! Πόσο γρήγορα περνάει η ώρα όταν παίζεις. Και μάλιστα όταν είσαι και παιδί. Μέσα από το βάθος του διαδρόμου του σχολείου, ακούγεται πάλι το κουδούνι. Αυτή τη φορά το χτυπάει ο δάσκαλος. Άντε πάλι συγκέντρωση στις γραμμές, «ποδοπατήματα» και από εκεί στις τάξεις για τη συνέχιση των μαθημάτων.
Και μετά από τέτοιο ξεφάντωμα, άντε να κάνεις και μάθημα. Τι να γίνει όμως. Αναγκαστική συμμόρφωση!
Πάμε λοιπόν για τη δεύτερη ώρα του μαθήματος…
Μαθηματικά!
Πρώτη από το «πουθενά», χωρίς να μας έχει συνηθίσει σε τέτοιου είδους «εκπλήξεις», σηκώνει το χέρι για να λύσει την άσκηση στον πίνακα με τα «ετερώνυμα» κλάσματα, η Άννα. Παραξενεύονται όλοι για την πρωτοβουλία της και πιο πολύ ο δάσκαλος. Ακόμα και τα θρανία κοντεύουν να πάθουν την «πλάκα» τους με αυτή της την επιθυμία. Αφού όμως η ίδια το θέλε τόσο, ο δάσκαλος γιατί να έχει αντίρρηση. Και τη σηκώνει!
Έλα όμως που ο «πάνσοφος» την εξετάζει στα «ομώνυμα» κλάσματα! Και επειδή αυτή ούτε στα εύκολα μπορεί, αποτυγχάνει «παταγωδώς» στην προσπάθειά της να τα προσθέσει.
Έτσι, ως «τάλαινα» σε αρχαία τραγωδία, βάζει τα κλάματα. Κλαίει γοερά, σκουπίζει συνέχεια τα μάτια με το μανίκι της μπλε ποδιάς της και επιστρέφει στο θρανίο της, αναθεματίζοντας την ώρα που σήκωσε το χέρι της.
Παράλληλα παίρνει και το «μάθημά» της και συμβουλεύει τον εαυτό της, άλλη φορά να μην κάνει την έξυπνη. Γιατί το «έξυπνο πουλί..!»
Δύσκολη η αριθμητική, εύκολη όμως η ιστορία! Μόνο που ο καλός μας δάσκαλος, την έβαλε την τελευταία ώρα. Και αυτή είναι μια «ώρα δύσκολη». Σαν την ώρα, που μιλάει το λαϊκό άσμα!
Πρώτα, πρώτα απ’ όλα πεινάς. Νηστικός, άντε να… «χορέψεις» που λέει κι η παροιμία. Δεύτερον νυστάζεις, επειδή σηκώθηκες πρωί να πας στο σχολείο. Ύστερα είναι και η κούραση από τα παιχνίδια. Όλα αυτά μαζί σε κάνουν να μην θυμάσαι και πολλά πράγματα από το διάβασμα της προηγούμενης μέρας.
Με λίγα λόγια, πού να θυμάσαι τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο και ένα «σωρό» άλλους από τους ήρωες της εθνικής Επανάστασης του 21, με τις μάχες που έδωσαν, την ημερομηνία και τον τόπο. Το παιδικό μυαλουδάκι σου τα μπερδεύει, τα κάνει ένα περίφημο «κοκτέιλ» και στο τέλος, χωρίς να το θέλεις, κάνεις και το δάσκαλο να τραβάει τα μαλλιά του, για τους μαθητές που του αξίωσε ο Θεός να έχει και να τους «καμαρώνει» αλλά και να τους μαθαίνει γράμματα… σπουδάγματα!
Δεν πειράζει όμως! Δεν χρειάζεται ο δάσκαλος να μείνει χωρίς μαλλιά για να μάθουν τα παιδιά γράμματα. Γιατί όταν θα έρθει ο καιρός και όπως λέμε στην Εκκλησία «το πλήρωμα του χρόνου», όλα θα γίνουν!
Ήδη… είχα φτάσει στην τελευταία σελίδα του βιβλίου με τις σχολικές αναμνήσεις. Όμως δεν ήθελα να το κλείσω. Περίμενα υπομονετικά μέσα στην «καρδιά» του σχολείου να δω παιδιά και να ακούσω τα κελαηδήματα τους. Να δω ο «καημένος» να παίζουν «αγγελούδια» μέσα στην αυλή του και ένα δάσκαλο να τα παρακολουθεί από τον εξώστη του και να τα χαίρεται.
Λαχταρούσα, τέλος πάντων και τι δεν θα έδινα γι αυτό, να δω έναν λειτουργό χαρούμενο, γελαστό και ευτυχισμένο, που «εξουσιάζει» ένα λαό και μια κοινωνία ανθρώπων, «καθαρών στην ψυχή αλλά και αμέριμνων στο νου, που βλέπουν το μέλλον μπροστά τους, μονάχα με αισιοδοξία και ελπίδα.
Όσο κι αν περίμενα όμως, όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα κανένα τους. Τους γύρεψα ο «έρμος» και έξω στην αυλή, ξανά μέσα στις αίθουσες, στα γραφεία. Φώναξα μήπως μ’ άκουγε κανένας. Τίποτα. Τίποτα. Στο σχολείο, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση!
Άραγε, είπα από μέσα μου. Πού πήγε τόσος κόσμος και σήμερα εδώ επικρατεί τόση ερημιά;
Απελπισμένος για την κατάσταση, με αργό το βήμα και με το κεφάλι μου χαμηλά, βγήκα έξω, κλείνοντας πίσω μου με το σύρτη τη βαριά του εξώπορτα.
Και τότε, μέσα στη δίνη των σκέψεων, άκουσα σαν από όνειρο, που έρχεται γλυκό από μακριά και ύστερα κοντά σου γίνεται εφιάλτης, μια φωνή, που μου έλεγε:
«Φίλε μου! Μην ψάχνεις τώρα κάτι από το παρελθόν σου. Στο σχολείο αυτό δεν υπάρχουν παιδιά. Φύγανε. Και ο δάσκαλος με βαριά καρδιά, έφυγε και αυτός, κλειδώνοντας καλά τις πόρτες και παίρνοντας τα κλειδιά μαζί του. Το κουδούνι που είδες σκονισμένο εκεί στο παράθυρο δεν θα χτυπήσει ξανά..! Θα μείνει και αυτό σκουριασμένο και ξεχασμένο στο χρόνο…»
Συγκινημένος και με βουρκωμένα τα μάτια, έκλεισα κι εγώ γρήγορα το βιβλίο με τις αναμνήσεις του σχολείου. Ανέβηκα πάλι στο αεροπλάνο τους και πέταξα να έρθω στο σήμερα.
Στη σκληρή πραγματικότητα, για να διαβάσω λίγο αργότερα σε μια από τις ηλεκτρονικές σελίδες του διαδικτύου:
«Αναστολή της λειτουργίας του Δημοτικού Σχολείου Δωροθέας… κλπ»
Αλλοίμονο!
7- 9 – 2020
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ