Το εκκλησάκι του Αγίου Χαράλαμπου, κάπου εκεί σε μια διασταύρωση έξω από το χωριό, το επισκέπτονταν πολύ ταχτικά οι χωριανοί μας. Θέλεις από μεγάλη θρησκευτική ευλάβεια, θέλεις από έθιμο ή κάθε φορά που στο σπίτι τους είχαν αρρώστια, δεν ξεχνούσαν να περάσουν τουλάχιστον μια και δύο φορές την εβδομάδα απ’ τη Χάρη του.
Αλλά και έτσι. Μονάχα για να ανάψουν ένα κεράκι στην Αγιοσύνη του και ύστερα αν τύχαινε, όλο και κάποιον άλλον κρυφό καημό τους να του πούνε, ψιθυριστά ή φωναχτά και να τον παρακαλέσουν να τους βοηθήσει!
Ιδιαίτερα οι επισκέψεις γίνονταν συχνότερες στον τόπο, βαθιά μέσα στο χειμώνα και κοντά στη Γιορτή του, όταν το χιόνι έφτανε μέχρι τα γόνατα και ο αέρας, κρύος και δυνατός, φύσαγε τόσο λυσσασμένα που ξερίζωνε ακόμα και δέντρα.
Άσπρο, κάτασπρο σαν το γάλα το εκκλησάκι κάτω από τα πολύχρονα μεγάλα πλατάνια, στεκόταν εκεί στην άκρη του δρόμου, ποιος ξέρει πόσα χρόνια και εκτός από ταπεινό προσκυνητάρι, έδειχνε σιωπηλά και το δρόμο σε όποιον ξένο περαστικό δεν τον ήξερε και ήθελε να πάει σ’ ένα από τα δυο χωριά που ήταν πάνω από το δικό μας: Την Αγάθη ή Το Γαρέφι.
Ακόμα, φιλόξενο και στοργικό δεν παρέλειπε ποτέ του να προσφέρει στον κουρασμένο διαβάτη και μια πέτρα για να ξαποστάσει, αλλά και να πάρει να πιει λίγο νερό με τις χούφτες του από μια πηγή που ήταν ακριβώς από πίσω του, χωμένη ίσως για μεγαλύτερη δροσιά τα καλοκαίρια, μέσα σε καταπράσινες πατλιές και βατσινιές.
Και όλα αυτά με μόνο αντάλλαγμα, ο κάθε άνθρωπος που πέρναγε από εκεί και πλάστηκε να είναι πάντοτε ένας αδιάκοπος υπηρέτης των πολλών απολαβών της ευσπλαχνίας του Θεού, να κάνει την προσευχή του και να ανάψει με τη φωτιά που είχε απάνω του και με τον «πόνο» της ψυχής του, το ένα και μοναδικό καντηλάκι του, αν θα το έβρισκε σβησμένο…
Μια λοιπόν από εκείνες τις παγωμένες νύχτες, λίγες μέρες προτού το χωριό να γιορτάσει το όνομα του Αγίου, σ’ ένα από τα σπίτια του χωριού κάτω στον τούρκικο μαχαλά, μια οικογένεια όλα τα βράδια εδώ και καιρό δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια της και να κοιμηθεί.
Το μονάκριβο παιδί της, αυτό που πάντοτε έλεγε ο πατέρας του, ότι το έδωσε σ’ αυτόν «χρυσό» δώρο ο Αλλάχ, μάλιστα σε μεγάλη ηλικία για να το έχει στη ζωή και να το καμαρώνει με τη γυναίκα του, δεν ήτανε καλά.
Αρκετές μέρες τώρα το «έτρωγε» ο πυρετός και το άμοιρο από το μεγάλο του το «ζόρι», παραμιλούσε στον ύπνο ακόμα και στον ξύπνιο του. Μαζί με τ’ άλλα, όλο του το κορμάκι γέμισε και με κόκκινα σπυράκια, που όταν έσπαζαν λέρωναν με αίματα το άσπρο σεντόνι και την κουβέρτα που το σκέπαζαν. Το καημένο το παιδί, τα βράδια και όλες τις ώρες που κοιμότανε, βογκούσε σαν να ήταν τραυματισμένο αγρίμι και τις ώρες που ήταν ξύπνιο μετά απ’ το βαθύ το λήθαργο που έπεφτε, έκλαιγε ασταμάτητα και ζητούσε βοήθεια για λίγη γιατρειά από τους γονείς του.
Βέβαια και αυτοί δεν το άφησαν έτσι. Βαθειά πληγωμένοι από την ξαφνική αρρώστια του παιδιού τους, από τις πρώτες κιόλας μέρες, τρέξανε και το πήγανε σ’ ένα δικό τους γιατρό στην Αρδέα για να το δει και να το εξετάσει. Και εκείνος ένα πρωί, αφού το είδε και το ξαναείδε και αφού έβγαλε και έβαλε αμήχανα πολλές φορές το φέσι του στο κεφάλι και κοίταξε άλλες τόσες φορές έξω απ’ το παράθυρο στην αυλή του γιατρείου του, τελευταία, πέφτοντας σε έντονη περισυλλογή, τους είπε να μην φοβούνται.
«Είναι θέλημα του Αλλάχ να υποφέρει το παιδί σας», τους είπε με έναν μακρύ αναστεναγμό. «Μαζί να υποφέρετε και εσείς. Αλλά να ξέρετε, ο ίδιος ο Αλλάχ όταν έρθει η ώρα θα το γιατρέψει…»
Έτσι στο τέλος, πριν φύγουνε από το κονάκι του, ο «ντόκτορ» όπως τον λέγανε, εκτός από κουράγιο και συμβουλές, τους έδωσε και μερικά μαντζούνια για να τα τρώει το παιδί. Από πίσω στην έξοδο, «κόλλησε» και μερικές αλοιφές, όλες φτιαγμένες με βουνίσια βότανα για να τις αλείβουνε στα σπυράκια του και χωρίς να τους πει ποια ήταν η αρρώστια, τους έστειλε στο σπίτι τους με την ευχή του.
Το παιδί όμως δεν είχε βελτίωση. Αντίθετα μάλιστα. Μέρα με τη μέρα χειροτέρευε όλο και περισσότερο! Τρομοκρατημένοι οι γονείς, πήρανε την απόφαση να το πάνε και στον Ιμάμη της περιοχής. Σκέφτηκαν πως αν και αυτός διάβαζε καμιά απ’ αυτές τις ευχές για τις ασθένειες, ίσως ο Αλλάχ να άκουγε τις προσευχές τους και το παιδί τους να καλυτέρευε.
Έτσι και έγινε. Ένα πρωί με το παιδί φορτωμένο πάνω στο σαμάρι του γαϊδάρου τους και οι ίδιοι να πηγαίνουν με τα πόδια, τράβηξαν πάλι για την Αρδέα. Πήγανε «κατ’ ευθείαν» στο τζαμί της πόλης. Φτάσανε την ώρα που ο Μουεζίνης τέλειωνε από τον μιναρέ το κάλεσμά του προς τους πιστούς για προσευχή.
‘Έκπληκτος αυτός με βραχνή τη φωνή από την ένταση του καλέσματος και το αφόρητο κρύο εκεί ψηλά, όταν είδε την οικογένεια, ρώτησε αμέσως για την επίσκεψη. Σαν άκουσε πως γύρευαν τον Ιμάμη τους οδήγησε στο σπίτι του που δεν ήταν μακριά απ’ το τζαμί.
Ο Ιμάμης, πάντοτε ευγενικός και καλόκαρδος, όπως άλλωστε θα έπρεπε να είναι σαν ένας καθοδηγητής της πίστης, δέχτηκε τους ξένους στο σπίτι του με μεγάλη ευχαρίστηση και με ένα ατέλειωτο χαμόγελο στα χείλη. Άνοιξε την πόρτα του και τους έβαλε να καθίσουν κοντά στη σόμπα, που εκείνη την ώρα μπουμπούνιζε και ήταν κατακόκκινη απ’ τα ξύλα που έκαιγε. Τους πρόσφερε μάλιστα και τσάι για να ζεσταθούνε γρηγορότερα.
Αλλά όμως ο ιερωμένος, μόλις είδε το παιδί έτσι όπως ήταν στο μαύρο του το χάλι, το πρόσωπό του άλλαξε. Φάνηκε να ταράχτηκε. Αργότερα βέβαια για να μην τρομάξει και τους γονείς του, προσπάθησε να φανεί πάλι ήρεμος και γελαστός, λέγοντας με σιγουριά, ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα και πως όλα θα τέλειωναν καλά πολύ γρήγορα.
Στην ουσία όμως, έκλαιγε από μέσα του για την τύχη του παιδιού και για την τύχη των γονιών του!
Ωστόσο, από το ξύλινο ράφι του φρεσκοβαμμένου τοίχου του δωματίου του, πήρε ένα πράσινο χοντρό βιβλίο, το ξεσκόνισε μ’ ένα κουρέλι και μετά, αφού στάθηκε πάνω από το παιδί, που ήταν «κρεμασμένο» απ’ το λαιμό του πατέρα του μέσα στην αγκαλιά του, άνοιξε τις σελίδες και άρχισε για πολλή ώρα να διαβάζει ψιθυριστά μερικά κομμάτια από το Κοράνι.
Στο τέλος, με όση δύναμη του απόμεινε από τη μεγάλη ταραχή που πήρε εξ αιτίας του «κακού» που έβλεπαν σήμερα τα μάτια του, ξεπροβόδισε τους επισκέπτες του μέχρι το δρόμο, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές το όνομα του Αλλάχ να τους δώσει, τι άλλο; Κουράγιο!
Δυστυχώς όμως και πάλι το παιδί, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο!
Τώρα πια δεν είχε τη δύναμη να σηκώσει ούτε το χεράκι του, ούτε να πιει λίγο νερό για να δροσιστεί από τη «θερμασιά» που το έκαιγε. Ακόμα το δύσμοιρο δεν μπορούσε να βγάλει και φωνή στο κλάμα του.
Τόσο άρρωστο ήταν!
Ξημέρωσε και η Κυριακή! Ήταν η μέρα που γιόρταζε ο Άγιος Χαράλαμπος και το παρεκκλήσι του έξω απ’ το χωριό. Μαζί με τη γιορτή, ήρθε και το καινούργιο χιόνι. Έπεσε παντού και έκλεισε τους δρόμους και τα σοκάκια που περπάταγαν οι χωριανοί. Δύσκολο το βάδισμα βέβαια να πας εδώ και εκεί μέσα στο χωριό. Με το χτύπημα όμως της καμπάνας το πρωί για τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία της Ανάληψης, οι περισσότεροι χωριανοί ήταν παρόντες, αψηφώντας τις καιρικές συνθήκες!
Και ο παπά-Γιώτας, αφού στο τέλος του Ιερού Μυστηρίου μετάλαβε τους πιστούς και σήμερα είπε λίγο πιο γρήγορα το «Δι’ευχών», προέτρεψε το εκκλησίασμα να πάνε όπως είναι, όλοι μαζί και στον Άγιο Χαράλαμπο για να κάνουν και εκεί, όπως κάθε χρόνο, δοξολογία και να πάρουν την ευλογία του μεγάλου Αγίου.
«Χωριανοί», τους φώναξε με αποφασιστική φωνή. «Ο Θεός δεν μας θέλει μόνο στα εύκολα. Μας θέλει και στα δύσκολα. Έξω υπάρχει πολύ χιόνι. Όμως εμείς θα πάμε στον Άγιο και στο φτωχικό του εκεί το εκκλησάκι. Θα πάμε, ακόμα και αν το χιόνι έρχεται μέχρι το λαιμό μας..!»
Από την άλλη πλευρά βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση, έστω και ένας χωριανός να μην ήθελε να πάει εκεί για να προσευχηθεί. Όλοι σήμερα ήθελαν να βρίσκονται κοντά στον Μάρτυρα. Για να ανάψουν ένα μικρό κεράκι στην καλοσύνη του και να τον ευχαριστήσουν από τα βάθη της ψυχής τους, μια και πολλά, πάρα πολλά χρόνια τώρα, κρατάει το χωριό τους μακριά από κάθε λογής αρρώστιες, που ταλαιπωρούνε τους ανθρώπους στον κόσμο.
Χωρίς άλλες σκέψεις και δικαιολογίες λοιπόν, μπροστά ο παπάς και πίσω οι χωριανοί, όλοι τους κυριολεκτικά χωμένοι μέσα στα χιόνια, ξεκίνησαν και φέτος με το καλό να πάνε, από την μεγάλη την εκκλησία την Ανάληψη που ήταν, στο παρεκκλήσι του Αγίου που αγαπούσαν.
Τάμα και έθιμο μαζί αλλά και εμπιστοσύνη στον Θεό και στον Άγιο Του!
Και δεν άργησαν να φτάσουν. Ήδη κάποιοι που πήγαν πρωτύτερα, τράβηξαν με τα φτυάρια τα χιόνια που έπεσαν γύρω από το εκκλησάκι και άναψαν το πενιχρό καντηλάκι του. Ακόμα με τα παγωμένα χέρια τους, καθάρισαν και την καπνισμένη απ’ τη φλόγα του καντηλιού εικόνα του Αγίου, που τον απεικόνιζε υπέργηρο και με τη μακριά γενειάδα του αλλά και με το Ευαγγέλιο στην αγκαλιά του να ευλογεί τον κόσμο.
Κάτω στο χώμα επίσης, έκαναν μέρος για να ανάψουν οι χωριανοί τα κεριά τους και ακριβώς μπροστά στην πρόσοψη, έβαλαν και ένα παλιό ξύλινο τραπεζάκι για να ακουμπήσει σαν έρθει ο παπάς, το Σταυρό και το νερό που θα άγιαζε με τον ξερό βασιλικό μέσα του.
Αυτά τα λίγα και απλά πράγματα θέλει να έχει σήμερα στη Γιορτή του ο Άγιος, για να πρεσβεύει τους χωριανούς στον Θεό!
Πραγματικά μόλις έφτασε και ο τελευταίος από τους θεοσεβούμενους χωριανούς και όλο το πλήθος μαζεύτηκε γύρω από τον παπά, ο καλός γέροντας άρχισε να ψάλλει το «Ευλογητός ο Θεός…» και να κάνει το σταυρό του, θυμιατίζοντας τον κόσμο. Αμέσως τον ακολούθησαν όλοι και αυτοί σταυροκοπούμενοι αλλά και υποκλινόμενοι στην εικόνα του Αγίου, ψελλίζοντας μάλιστα νοερά από μέσα τους προσευχές και ευχαριστίες στην Αγιοσύνη του.
Τις ευλαβικές αυτές ώρες και στιγμές στον χώρο, δεν ακούγεται τίποτα πιο δυνατά από τις ψαλμωδίες που βγαίνουν από τα χείλη του παπά και των ψαλτών του. Ύμνοι που σε ανεβάζουν στον ουρανό ψηλά και σε κάνουν να πετάς, ανάλαφρος, μακριά από τις έγνοιες και τις αμαρτίες της ζωής. Και που εδώ, μέσα σ’ αυτήν την παγωμένη από τα χιόνια ατμόσφαιρα, η ψυχή σου ζεσταίνεται με την ατέλειωτη πίστη που έχεις και την ελπίδα προς τον Θεό σου.
Αποκορύφωμα δε, όλου αυτού του δέους και της κατάνυξης προς το Θείον, είναι η στιγμή που ψάλλεται, πάντοτε κατά το βυζαντινό πρότυπο και το Απολυτίκιο του Αγίου:
«Ως στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας Χριστού… εδείχθης Χαράλαμπε…»
Παρ’ όλα αυτά όμως, το ανεπανάληπτο αυτό συναίσθημα της βαθιάς συγκίνησης εκείνου του πρωινού και της ψυχικής ανάτασης των πιστών χωριανών προς τον Ύψιστο, ήρθε να διακόψει από τη στροφή του δρόμου μια αντρική φωνή. Στα αυτιά όλων έφτασε, όχι σαν μια ήρεμη φωνή και συνηθισμένη. Ακούστηκε σαν μια κραυγή απόγνωσης, αγωνίας και σπαραγμού.
Ξαφνιασμένοι όλοι γύρισαν προς τα εκεί τα κεφάλια τους. Και τότε είδαν να έρχονται προς το μέρος τους δύο άτομα. Βάδιζαν με δυσκολία αλλά και με προσοχή μην πέσουν πάνω το χιόνι. Ήταν ένας άνδρας και μια γυναίκα. Δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβουν ποιοι ήταν!
Ήταν μια γνωστή οικογένεια τούρκων από το διπλανό μαχαλά στο άλλο μισό του χωριού, όπου έμεναν μαζί με πολλές άλλες τέτοιες οικογένειες. Καλοί άνθρωποι όλοι και ήσυχοι. Κοίταγαν τη δουλειά τους και δεν είχαν ποτέ προβλήματα με τους άλλους τους συγχωριανούς τους Χριστιανούς.
Η διαφορά! Αυτοί πήγαιναν για να προσευχηθούν στο τζαμί τους, που ήταν στη μέση της πλατείας, κάτω απ’ τα χοντρά πλατάνια και οι χριστιανοί στην Εκκλησία τους την Ανάληψη, στο πάνω μέρος του χωριού.
Άλλες οικογένειες «Χριστό» και άλλες «Αλλάχ». Έτσι τραβούσε τότε στην περιοχή η ζωή την ανηφόρα της!
Καθώς όλο και πλησίαζαν προς τους συγκεντρωμένους, ο άνδρας φαινόταν να κρατάει στην αγκαλιά του ένα παιδί. Το βάσταγε μέσα σ’ αυτή όρθιο και το έχει τυλιγμένο μέσα σε κουβέρτες γα να μην κρυώνει. Μόνο το κεφάλι του φαινόταν να βγαίνει λίγο έξω από αυτές και να ακουμπάει ελαφρά στον έναν από τους ώμους του.
Τώρα με τη γυναίκα του περπατούν ακόμα πιο αργά, σχεδόν σέρνουν τα βήματά τους πάνω στα χιόνια, ενώ όσο φτάνουν κοντύτερα, όλοι βλέπουν το πρόσωπο του άνδρα να είναι καταρρακωμένο και από τα μάτια να τρέχουν δάκρυα, που τα σκουπίζει κάθε τόσο με την παλάμη του.
Στην ίδια κατάσταση βέβαια και η γυναίκα του. Και η ίδια δεν μπορεί να μαζέψει μέσα στο μάλλινο τσεμπέρι της το κλάμα και τα αναφιλητά της. Ακούονται τόσο έντονα και κάνουν όλους να ριγήσουν από συγκίνηση.
Πρώτος σαν τους είδε να έρχονται έτσι, τους μίλησε ο παπά-Γιώτας. Ο σεβαστός ιερέας μόλις είχε τελειώσει τον αγιασμό και με τη δεξιά του ράντιζε τώρα τους πιστούς στα μέτωπα, που πέρναγαν όλοι ο ένας μετά τον άλλον για να φιλήσουν την εικόνα του Μεγαλομάρτυρα.
-Ε! Αλή, του φώναξε. Τι έπαθες και ήρθες έτσι μέχρι εδώ με τη γυναίκα και το παιδί σου. Μάλιστα με τέτοιο κακό καιρό!
Χωρίς να πλησιάσει άλλο ο Αλή, κάπως από μακριά με τρεμάμενη φωνή του απάντησε:
-Να με συγχωρέσει ο Θεός σας παπά μου και όλοι σας. Αλλά το «τζιέριμ», το παιδί μου δεν είναι καλά. Έχει δυο βδομάδες άρρωστο. Ούτε τρώει, ούτε και πίνει νερό. Θα το χάσω. Το πήγα παντού, σε ντοκτοράδες και ιμάμηδες αλλά ακόμα δεν γιατρεύτηκε. Ήρθα μήπως με βοηθήσεις εσύ.
Και συμπλήρωσε: « Έχω μεγάλο ντέρτι!»
Ο δύστυχος πατέρας, μόλις που πρόλαβε να πει την τελευταία του λέξη και τον έπιασαν πάλι τα κλάματα. Οι χωριανοί, ακούγοντας και αυτοί τα πικραμένα λόγια του, ένοιωσαν τώρα να παγώνουν περισσότερο απ’ αυτά και λιγότερο απ’ το χιόνι, που ήταν στοιβαγμένο γύρω τους και έκανε τα χνώτα τους να γίνονται κρύσταλλα στη μύτη και το στόμα.
Δεν είχε σημασία που αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν χριστιανός και που χτες το απόγευμα, όλοι τον είδαν να μπαίνει στο τζαμί για να προσευχηθεί. Το πιο συγκλονιστικό είναι που σήμερα, τον βλέπουν ξαφνικά μπροστά τους να ζητάει τη βοήθεια από ένα χριστιανό ιερωμένο.
Τα έχασε και ο παπάς απ’ αυτά που έβλεπε και άκουγε και δεν ήξερε τι να απαντήσει. Στην αρχή σκέφτηκε να του πει, πως αυτός σαν παπάς είναι αδύνατο να του δώσει οποιαδήποτε βοήθεια, γιατί του λόγου του δεν είναι βαφτισμένος χριστιανός, ούτε αυτός, ούτε και το παιδί του. Τί προσευχή να κάνει προς τον Θεό και Κύριο!
Από την άλλη όμως, πώς θα έπρεπε να φερθεί; Να διώξει από μέσα του τον «Ελεήμονα Θεό», Αυτόν που τόσα χρόνια διακονεί στο χωριό και με μια λέξη, σκληρός σαν την πέτρα να πει «φύγε» στον άπιστο; Τότε ποιο θα ήταν το νόημα της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού!
Μεγάλος πόλεμος άναψε εκείνη την ώρα μέσα στην ψυχή του παπά για το ποια απόφαση θα έπρεπε να πάρει. Τόσο μεγάλος που έμεινε για λίγο αμίλητος, κοιτάζοντας μονάχα τους άλλους χωριανούς του στα μάτια, μήπως και τον βγάλουνε από το αδιέξοδο.
Μάταια όμως! Κανένας δεν φαινόταν να μπορεί να του δώσει λύση και όλοι περίμεναν να δουν τι θα κάνει ο ίδιος. Ωστόσο είναι αλήθεια ότι στα πρόσωπα μερικών, έβλεπε τη δυσφορία που είχαν για την παρουσία του αλλόθρησκου εκεί. Ήταν σαν να του έλεγαν:
«Τι θέλεις και τον ακούς; Πες του να φύγει και να πάει από εκεί που ήρθε. Αυτός δεν πιστεύει στον Θεό μας και θα μολύνει το εκκλησάκι του..!»
Πολύ προβληματισμένος ο παπά-Γιώτας επειδή δεν έβρισκε λύση, έσκυψε μέσα στην μικρή πορτούλα που είχε το παρεκκλήσι και έβγαλε πάλι από μέσα του την εικόνα του Αγίου Χαράλαμπου. Ζεστή από τη φλόγα του καντηλιού, που μόνιμα έκαιγε για τη Μεγαλοσύνη του, την έφερε μπροστά στα μάτια του. Έκανε το σταυρό του και την ασπάστηκε πρώτη φορά με τόσο δέος. Ύστερα την έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του και άρχισε να ψάλλει χαμηλόφωνα για άλλη μια φορά το Απολυτίκιο του Αγίου.
Όταν το τέλειωσε η διάθεσή του άλλαξε και το πρόσωπό του άρχισε να ηρεμεί. Να παίρνει χαρούμενη μορφή και ο ίδιος, στον αγαθό εσωτερικό του κόσμο της πίστης και της αφοσίωσης προς τον Θεό, να απαλλάσσεται από κάθε φόβο, βασανιστικό ενδοιασμό και προβληματισμό.
Ο Άγιος είχε πλέον μιλήσει μέσα στην καρδιά του! Του είπε πολύ καθαρά, ότι θέλημα του Θεού είναι να μην διώξει τον άνθρωπο που ήρθε και του ζητάει βοήθεια. Αλλά να φανεί απέναντί του μεγαλόψυχος, να τον αγκαλιάσει και να απαλύνει τον πόνο του. Μπροστά σ’ Αυτόν τον Φιλεύσπλαχνο Θεό του είπε, όλες οι ψυχές των ανθρώπων είναι ίδιες και όλες θα κριθούν μια μέρα, ανάλογα με τις πράξεις τους. Μέχρι τότε όμως, όλοι είναι παιδιά του Θεού!
-Ελάτε προς τα εδώ, φώναξε τώρα πια χωρίς αμφιβολίες στον Αλή, την ίδια ώρα που αυτός έβγαζε το φέσι απ’ το κεφάλι του για να δείξει το σεβασμό του στον τόπο και στον ιερωμένο και χωρίς να έχει στιγμή σταματήσει να δείχνει στοργή και να χαϊδεύει το παιδί του στο κεφάλι.
-Όχι παπά μου, του ανταπάντησε εκείνος. Πώς να πλησιάσουμε εκεί στον Σταυρό και στην Εικόνα σας και πώς να λιβανιστούμε από το θυμιατό σας; Μπορεί να μην το θέλετε και εμείς να μην το αξίζουμε. Έλα όμως εσύ όσο πρέπει κοντά μας και διάβασε μια ευχή του Αγίου στο παιδί μας. Ξέρω πως αυτός γιατρεύει αρρώστους και εγώ, όταν γιατρευτεί, όρκο αληθινό σας δίνω πως θα κάνω χρυσή την εικόνα και το καντηλάκι του!
Στην επιμονή του ο παπά-Γιώτας, πήρε τον Σταυρό και το αγιασμένο νερό, είπε και σ’ ένα από τους ψάλτες του να πάρει και την εικόνα του Αγίου Χαράλαμπου και όλοι μαζί τράβηξαν κοντά στους ανθρώπους που γύρευαν βοήθεια.
Όταν πλησίασαν, ο Αλή έγειρε και ξάπλωσε το παιδί μέσα στην αγκαλιά του ενώ το ξεσκέπασε από την κουβέρτα για να φαίνεται το πρόσωπό του. Έπειτα πολύ ταπεινά, γονάτισε μέσα στο χιόνι, ένας πραγματικός «ικέτης» μπροστά στα πόδια του παπά. Τον ακολούθησε πιστά και η γυναίκα του, βγάζοντας τη μαντήλα απ’ το κεφάλι της και κρύβοντας μ’ αυτή το πρόσωπό της.
Όλοι ήταν έτοιμοι για την προσευχή!
Τότε ο παπάς, πολύ συγκινημένος που έβλεπε το μεγάλο καρδιοχτύπι των γονιών για το παιδί τους, με δάκρυα στα μάτια έπιασε το πετραχήλι με το δεξί του χέρι και το έφερε πάνω στο κεφάλι του παιδιού. Μετά, σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό και επανέλαβε πολλές φορές την «καρδιακή» προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με το αμαρτωλό», καθώς επίσης και τον Παρακλητικό Κανόνα του Αγίου, μια και σήμερα ήταν και η γιορτή του.
Στη συνέχεια, κατέβασε το πρόσωπό του στη γη και δίχως να πάρει τα μάτια του απ’ το βιβλίο που διάβαζε, έψαλλε και το Απολυτίκιο του Αγίου, που αυτή τη μέρα της σεπτής γιορτής του, αξιώθηκε για άλλη μια φορά να τον παρακαλέσει για το χωριό. Διάβασε ακόμα στη Χάρη του, Κοντάκια, Καθίσματα και το Μεγαλυνάριο. Μόλις τα τέλειωσε, σταύρωσε το παιδί, το ράντισε με το βασιλικό και προέτρεψε τους γονείς του να το πάνε στο σπίτι τους.
Εκείνοι έκαναν ό, τι τους είπε.
Όσο για τους πιστούς στο Θεό χωριανούς, έκαναν και αυτοί για μια ακόμα φορά στον τόπο τον σταυρό τους και έφυγαν να ζεσταθούν στα σπίτια τους, δοξάζοντας για άλλη μια μέρα πάλι σήμερα το Όνομά Του και τον εκλεκτό Του Άγιο Χαράλαμπο.
Από εκείνη τη μέρα, πέρασε ένας ολάκερος χρόνος. Την ίδια μέρα του καινούριου χρόνου, μέρα πάλι της Γιορτής του Αγίου Χαράλαμπου, ο παπά-Γιώτας πήρε ξανά το εκκλησίασμα από τον Ναό της Ανάληψης, που έκαναν το πρωί την Θεία Λειτουργία και όλοι μαζί πήγαν «κατά το έθιμο και την παράδοση» στο εκκλησάκι του, για να κάνουν τον αγιασμό και να τον ευχαριστήσουν.
Όλοι γνώριζαν πως για άλλη μια χρονιά πήγαιναν στο «σπίτι» του Αγίου, που ένα και μοναδικό, βρίσκεται εκεί έξω από το χωριό και ο ίδιος στρατιώτης του Χριστού τους «φυλάει» από τις αρρώστιες.
Μόνο που τώρα η Άγια Εικόνα του δεν ήταν φθαρμένη, καπνισμένη και μαυρισμένη από τους καιρούς, ούτε το καντηλάκι με το λάδι που μέρα και νύχτα τη φώτιζε, παλιό και σκουριασμένο. Όλα τους τώρα ήταν από χρυσό και ασήμι και άστραφταν στις αχτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου.
Το παιδί του Αλή, του τούρκου, που πέρυσι τέτοια μέρα ήταν άρρωστο, έγινε καλά από την αρρώστια που το βασάνιζε. Και αυτός, πιστός στο τάμα του, εκπλήρωσε την υπόσχεσή του!
Για άλλη μια φορά ο Άγιος στη Δωροθέα, είχε κάνει το θαύμα του!
14 -9 – 2020
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ