Το σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας με την επαναφορά των
υπηρεσιών εστίασης, τουρισμού και ευεξίας έχει ήδη δημιουργήσει
κλίμα ευφορίας ωστόσο αναμένεται να αντιμετωπίσει δυσκολίες
που εντοπίζονται κυρίως στην ομαλή επάνοδο του προσωπικού.
Πολλές επιχειρήσεις ήδη δυσκολεύονται να επανα-συστήσουν τις
ομάδες τους αφού το προσωπικό έχει εν τω μεταξύ στραφεί σε εναλλακτικές λύσεις ή
διστάζει να αναλάβει εργασία σε έναν τομέα που επλήγη σοβαρά από τα μακρόχρονα
περιοριστικά μέτρα.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι οι πρόσφατες έρευνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο
δείχνουν ότι όλο αυτό το «νεκρό» χρονικό διάστημα πολλοί εργαζόμενοι που τέθηκαν σε
αναστολή προχώρησαν είτε σε επαγγελματική στροφή ή σε ενίσχυση των ήδη αποκτημένων
προσόντων προσμένοντας να αποσβέσουν χρόνο, ενέργεια και χρήματα που δαπάνησαν το
προηγούμενο διάστημα.
Βεβαίως οι συνθήκες για όσους επέλεξαν ή εξωθήθηκαν σε
παθητική στάση θα είναι απείρως δυσκολότερες.
Και τα δύο παραπάνω στοιχεία προϊδεάζουν για μια ρευστή εικόνα στελέχωσης των
επιχειρήσεων με εξειδικευμένο προσωπικό ενώ το τοπίο δείχνει να αλλάζει και στην
επαγγελματική κατάρτιση με στροφή σε επαγγέλματα υγείας, υπηρεσίες εκπαίδευσης και
μια γενικότερη προτίμηση για προγράμματα εξ αποστάσεως επιμόρφωσης.
Σε τοπικό επίπεδο πολλοί νέοι φαίνεται να στρέφονται στην ασφαλή αγροτική παραγωγή όχι
όμως ως μια λύση μακράς διάρκειας κάτι που φαίνεται και από την έλλειψη εργατών γης.
Οι τουριστικές υπηρεσίες στην περιοχή μας, βρίσκονται σε μια απρόβλεπτη κατάσταση σε
αναμονή του «ανοίγματος» των υπερ-τοπικών μετακινήσεων και ποντάρουν προς το παρόν
στον εγχώριο τουρισμό.
Από όλα τα προηγούμενα μπορεί κανείς να συνάγει ότι το επόμενο δίμηνο θα είναι ένα
διάστημα προσαρμογής και ελπίδας για ανάκαμψη για τις επιχειρήσεις.
Αυτό που όμως πρέπει να απασχολεί το υπαλληλικό δυναμικό είναι η σταθερότητα της θέσης
εργασίας που δείχνει ευάλωτη στις υγειονομικές εξελίξεις.
Απαιτείται σοβαρότητα και προσεκτικός σχεδιασμός τόσο από τις επιχειρήσεις που θα πρέπει
ήδη να στρέψουν το βλέμμα στον χειμώνα 2021-2022 με εναλλακτικά σενάρια και υπηρεσίες
όσο και από τους εργαζόμενους που καλούνται να ακροβατούν μεταξύ παλαιών και νέων
προσόντων που η μετά την πανδημία εποχή τους καλεί να έχουν αποκτήσει.
Τέλος και σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού, το μόνο που μπορεί να ειπωθεί με σχετική
βεβαιότητα είναι ότι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων ήδη στρέφονται ή σχεδιάζουν την
εξέλιξη της ψηφιακής τους παρουσίας αφού είναι το μόνο πεδίο που σε συνθήκες πανδημίας
και περιοριστικών μέτρων δεν έχασε δυναμική. Το αντίθετο μάλιστα. Στον τομέα λοιπόν των
Ψηφιακών Υπηρεσιών και της Πληροφορικής, εντοπίζονται ευκαιρίες όπου εάν κανείς τις
συνδυάσει με το υπάρχον αντικείμενο εργασιών θα βελτιώσει τη θέση του στον ανταγωνισμό
και φυσικά θα ασφαλιστεί έναντι σεναρίων επαναφοράς των περιοριστικών μέτρων.
Κλείνοντας θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μια εντατική ψηφιακή μετάβαση έλαβε χώρα το
τελευταίο εξάμηνο τόσο σε οικιακό όσο και επαγγελματικό επίπεδο και ελπίζουμε ότι κάτι
τέτοιο ήρθε για να μείνει και στην περιοχή μας τόσο σε επίπεδο υπηρεσιών όσο και σε
καινοτομίες που διευκολύνουν τον πολίτη-πελάτη-δημότη
και βάζουν τέλος στους
γεωγραφικούς περιορισμούς.
Γιόρτσος Α. Γεώργιος
Δντής Δ.ΙΕΚ Αριδαίας