Η καθ’ όλα λαμπρή παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) στο χώρο του ιστορικού Μυστρά, με αφορμή την αποφράδα ημέρα της άλωσης της πόλης, ανέδειξε, φρονώ, το περίγραμμα του ιστορικού χρέους της κοινωνίας έναντι των στιγμών και των γεγονότων που προσδιορίζουν και τροφοδοτούν αενάως την εθνική μνήμη. Γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξεχάσουμε την ιστορία μας, να μην εμβαθύνουμε στην ουσία των γεγονότων που επέχουν θέση ισχυρής και αδιαμφισβητητης μαρτυρίας για τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών της επίδικης κάθε φορά εποχής και τη φύση των γεγονότων που σημάδεψαν ανεξίτηλα την πορεία εξέλιξης του Ελληνισμού στον ιστορικό χωροχρόνο. Η μνήμη, όμως, όπου και να την αγγίξεις πονεί, διαπερνά το μυαλό και χαράσσει την ψυχή μας. Φοβούμαι λοιπόν ότι η απόσταση από το ως άνω γεγονός, με τον υψηλό συμβολισμό, μέχρι του σημείου να αγνοεί η ίδια η πολιτεία το χρέος της έναντι των νέων, είναι θαρρώ τεράστια και χαώδης. Πως αλλιώς να περιγράψει κανείς την απουσία μιας στοιχειώδους μνείας για τη γενοκτονία των Ελλήνων του ιστορικού Πόντου, με το διαχρονικό επίκαιρο μήνυμα, το διδακτικό διακριτό ιστορικό περιεχόμενο, από τους εντεταλμένους φορείς της πολιτείας για τη διαμόρφωση της ιστορικής εθνικής ταυτότητας των νέων ανθρώπων;;; Πως αλήθεια να εξηγήσει κανείς την “διχαστική” προσέγγιση, άλλως την κραυγαλέα αντίφαση, της αρμόδιας αρχής, να λειτουργήσει εντέλει με δύο μέτρα και δύο σταθμά;;;
Διερωτώμαι λοιπόν γιατί η πολιτεία δεν έκρινε με βάση την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι δεν αφιέρωσε τον ίδιο χρόνο με αυτόν που εκχώρησε, εν μέσω πανδημίας, (ήτοι δύο ώρες από το ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου καλώς κατ´ εμέ σε κάθε περίπτωση) στις εκδηλώσεις μνήμης του ολοκαυτώματος με θύματα Έλληνες Εβραίους κι όχι μόνο;;; Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), ως είναι γνωστό, μιλώντας από το 1968 για εξόντωση φυλής ή έθνους, έχει με τα ίδια ακριβώς κριτήρια χαρακτηρίσει ως γενοκτονίες αυτές των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων από τους Τούρκους και αντίστοιχα των Εβραίων από τους Ναζί. Τα λόγια της αλήθειας είναι από τη φύση τους απλά, την αποτυπώνουν τα ίδια τα γεγονότα. Γιατί μπορεί η Βουλή των Ελλήνων να τιμά την 19η Μαΐου, όπως έχει καθιερωθεί ομόφωνα με βάση την ιστορική απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1994, ως ημέρα ΜΝΗΜΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΟΝΤΟΥ. Να φωταγωγεί, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, την πρόσοψη του κτηρίου της με το αντίστοιχο συμβολικό λογότυπο/μήνυμα. Να καταθέτει μέσω δηλώσεων την πίστη της στην άσβεστη ιστορική μνήμη και παράλληλα, με τον πλέον ηχηρό δεσμευτικό τρόπο, να διατρανώνει την πίστη της στον αγώνα για την ιστορική δικαίωση του πάγιου αιτήματος των Ελλήνων της ποντιακής κοινότητας. Ήτοι την διεθνή αναγνώριση/καταδίκη της θηριωδίας/κτηνωδίας των Τούρκων με θύματα τους 353.000 άταφους μάρτυρες του ανυπέρβλητου ποντιακού έπους. Το σχολείο, όμως, το φυτώριο της κοινωνικής και εθνικής συνείδησης, η σύγχρονη κιβωτός της εθνικής μνήμης, περιέπεσε για πολλοστή φορά σε κατάσταση αδρανούς κινητικότητας…
Εκφράζοντας, στο ακέραιο φρονώ, τα συναισθήματα των “όμαιμων και ομόγλωσσων” αδελφών μου, διερωτώμαι κατά πόσο μια τέτοια πρακτική συνάδει με την εκπεφρασμένη θέληση/διάθεση του λαού, όπως αυτή εκφράστηκε δια των αντιπροσώπων του κι αποτυπώθηκε στο νόμο που ψήφισε κι ενέκρινε ομόφωνα η Βουλή των Ελλήνων;;; Προφανώς ουδόλως όπως εύλογα συνάγει κανείς από την απλή παράθεση των γεγονότων. Με κίνδυνο μάλιστα να χαρακτηριστώ άδικα και αυθαίρετα οπαδός του ιστορικού μίσους, άλλως να κατηγορηθώ ότι “υπονομεύω” τάχα το γνωστό αφήγημα/ιδεολόγημα των εκάστοτε ενοίκων του ΥΠΕΞ της χώρας ήτοι το ανέκδοτο της περίφημης ελληνοτουρκικής φιλίας, συνεχίζω να πιστεύω ότι η χώρα αυτή αντί ιστορίας έχει βαρύτατο ποινικό μητρώο. Ως άνθρωπος με αντίστοιχη αναφορά ήτοι πρόσφυγας δεύτερης γενιάς αρνούμαι να συμβιβαστώ με την ανακόλουθη στάση της πολιτείας. Αμύνομαι με αξιοπρέπεια στη “λογική του σωρού” και στο δόγμα της επιλεκτικής ιστορικής μνήμης, υπερασπιζόμενος με αδιαπραγμάτευτη συνέπεια τις αρχές και τις αξίες της προσφυγικής μου κουλτούρας/συνείδησης ήτοι τον πυρήνα της ελληνικής μου ταυτότητας. Ο άνθρωπος, ως αυθύπαρκτη αξία και οντότητα, είναι σημαντικό να υπερασπίζεται αυτό που πρεσβεύει συνολικά η συνείδησή του. Όσο λοιπόν στα εθνικά θέματα χωρούν εκπτώσεις, υπεκφυγές και αμφίσημες ερμηνείες, όσο στον δημόσιο λόγο κατισχύουν της αλήθειας οι τεχνικοπολιτικές κατασκευές και τα νομικά άλλοθι, άλλο τόσο θα υπάρχουν πάντα ανοιχτές κερκόπορτες και πρόθυμοι δυνάμει εξωμότες. Που θα ασελγούν με επαίσχυντο τρόπο στο χώρο της εθνικής μνήμης…
*Πολιτικός Επιστημών – Τ. Γεωπόνος – Παιδαγωγός