Σε εορταστικό κλίμα και με μικρή συμμετοχή κόσμου λόγω covid19 πραγματοποιήθηκαν οι επίσημες εκδηλώσεις συνεορτασμού της 18ης Οκτωβρίου, για την Απελευθέρωση της Έδεσσας από τους Τούρκους και της ημέρας του Μακεδονικού Αγώνα στην πόλη της Έδεσσας.

Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο υφυπουργός Εσωτερικών, Σταύρος Καλαφάτης,  ενώ με την παρουσία τους τίμησαν τις εκδηλώσεις οι βουλευτές κ.κ. Λάκης Βασιλειάδης, Διονύσης Σταμενίτης και Θεοδώρα Τζάκρη. Από τις τοπικές αρχές παραβρέθηκαν ο Αντιπεριφερειάρχης Πέλλας κ. Ιορδάνης Τζαμτζής, ο Δήμαρχος Έδεσσας Δημήτριος Γιάννου, ο Πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Έδεσσας, ο Στρατηγός της ΙΙας Μ/Κ Μεραρχίας, ο Αστυνομικός Διευθυντής Πέλλας, ο Διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Έδεσσας, Δημοτικοί Σύμβουλοι, εκπρόσωποι πολιτιστικών συλλόγων και άλλων οργανώσεων, συλλόγων και σωματείων.

Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν με την πραγματοποίηση δοξολογίας στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Έδεσσας, με τη χοροστασία του Μητροπολίτη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κκ. Ιωήλ. Μνημονεύτηκε το πρόσωπο και το έργο του Απόστολου Λουκά του Ευαγγελιστή, του οποίου τη μνήμη τιμά η Ορθόδοξη εκκλησία μας σήμερα 18 Οκτωβρίου και είναι ο πολιούχος της Έδεσσας. Ο Απόστολος Λουκάς είναι ο συγγραφέας του ομώνυμου Ευαγγελίου και των Πράξεων των Αποστόλων, βιβλία τα οποία περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη. Ήταν Ιατρός στο επάγγελμα και ζωγράφος (εικονογράφος) και συνδέονταν στενά με τον Απόστολο Παύλο με τον οποίο συνεργάστηκε στο ιεραποστολικό του έργο. Ο πανηγυρικός της ημέρας εκφωνήθηκε από τον Δήμαρχο Έδεσσας κο Δημήτρη Γιάννου ο οποίος αναφέρθηκε στους πρωταγωνιστές του αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και ιδιαίτερα στην αντίσταση των Εδεσσαίων, με την Επιτροπή Αγώνα που δημιούργησαν, μέχρι την απελευθέρωση της πόλης στις 18 Οκτωβρίου 1912.

Ακολούθησε κατάθεση στεφανιών και ομιλία του υφυπουργού κου Καλαφάτη στο ηρώο της πόλης, τήρηση σιγής ενός λεπτού στη μνήμη των θυμάτων και εθνικός ύμνος.

Οι συμπολίτες μας μπορεί να μην είδαν την καθιερωμένη μαθητική και στρατιωτική παρέλαση, λόγω των μέτρων κατά του covid19, όμως απόλαυσαν την καταξιωμένη φιλαρμονική της πόλης μας που πήραν το θερμό χειροκρότημα όλων μας με τα στρατιωτικά εμβατήρια και την άψογη μουσική αρμονία και υπερηφάνεια.

Αξιοσημείωτο γεγονός ήταν ότι ο Σύλλογος Απογόνων Μακεδονομάχων Έδεσσας-Αλμωπίας, με ανακοίνωση του γνωστοποίησε ότι σήμερα Δευτέρα 18 Οκτωβρίου ημέρα της επετείου της απελευθέρωσης της Έδεσσας, δεν κατέθεσε στεφάνι στο Ηρώο της πόλης.
Και αυτό ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την παρουσία βουλευτών που ψήφισαν την Συμφωνία των Πρεσπών και που τώρα την εφαρμόζουν!
Αντίθετα, στις 13 Οκτωβρίου, αντιπροσωπεία του, με επικεφαλής τον Πρόεδρο του Δημήτρη Γιουματζίδη, κατέθεσαν στεφάνι στο Ηρώο, προς τιμήν της ημέρας του Μακεδονικού αγώνα και του θανάτου του Παύλου Μελά!

 

Ας μην ξεχνάμε όμως και το ιστορικό της απελευθέρωσης της Έδεσσας ύστερα από περίπου 530 χρόνια από τους Τούρκους μέσα από την έρευνα του κου Πέτρου Σεκερτζή.

Στις 11 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 γίνεται η επίσημη παράδοση της πόλης από τον Τούρκο δήμαρχο Αλή Ριζά, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση ήταν απόγονος του κελ Πέτρου που προδοτικά είχε παραδώσει τη βυζαντινή Έδεσσα στους Τούρκους πριν 530 χρόνια περίπου. Η απελευθέρωση της Έδεσσας υπήρξε αποτέλεσμα της προέλασης του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου και έθεσε τέρμα στη μακρόχρονη υποδούλωσή της στην Οθωμανική κυριαρχία, η οποία κράτησε πάνω από πεντακόσια χρόνια..

Η επιβίωση του ελληνικού στοιχείου κατά τη διάρκεια της μακραίωνης αυτής δουλείας ήταν αξιοθαύμαστη δεδομένου ότι οι χριστιανοί Έλληνες όχι μόνο δεν αφομοιώθηκαν παρόλη τη μαύρη σκλαβιά και την εγκατάσταση πολλών μουσουλμάνων Τούρκων στην περιοχή αλλά αναπτύχθηκαν τόσο πνευματικά όσο και οικονομικά.

Τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της μακραίωνης αυτής υποδούλωσης υπήρξε ο Μακεδονικός αγώνας η συμβολή του οποίου ήταν ιδιαίτερα σημαντική στη νικηφόρα έκβαση των βαλκανικών πολέμων.

Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες με σύνθημά τους την αυτονόμηση της περιοχής της Μακεδονίας παρουσιάστηκαν ως αυτόκλητοι προστάτες των καταπιεζόμενων χριστιανικών πληθυσμών.

Όταν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν το φρόνημα των Ελλήνων κατοίκων της Μακεδονίας με αναίμακτα προπαγανδιστικά μέσα, εξαπέλυσαν ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων επιδιώκοντας το βίαιο προσηλυτισμό τους.

Απώτερος σκοπός ήταν η εθνολογική αλλοίωση της ελληνικότητας της Μακεδονίας και ο αφανισμός του ελληνικού στοιχείου με τους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις σφαγές.

Ενδεικτική της κατάστασης στην περιοχή μας ήταν μια επιστολή του μητροπολίτη Έδεσσας Στέφανου Δανιηλίδη προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη στις 15-9-1904, όπου γράφει μεταξύ άλλων: «οι λησταντάρται (εννοώντας τους κομιτατζήδες) αμείλικτον διωγμόν εκίνησαν εναντίον των χριστιανών της επαρχίας μου και των τριών τμημάτων αυτής, ελευθέρως και ανενοχλήτως πλέον … περιέρχονται εις τα χωρία και εξαναγκάζουσι τους χωρικούς δι απειλών, αικισμών, δολοφονιών και λοιπών φρικαλεοτήτων να εκδιώξουσι τους διδασκάλους και τους ιερείς των και να ασπασθώσι το σχίσμα…».

Η  Έδεσσα υπήρξε από τις πρώτες πόλεις όπου συγκροτήθηκε Επιτροπή αμύνης κατά της βουλγαρικής προπαγάνδας και των κομιτατζήδων και για να υποστηρίζει και να συνεργάζεται στενά με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Πρόεδρος ο γιατρός Δημήτριος Ρίζος και μέλη ο Αθανάσιος Φράγκος, ο Ιωάννης Χατζηνίκος, ο Αρχιερατικός επίτροπος Παπασιβένας Ιωάννης. Στενοί συνεργάτες υπήρξαν πολλοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι Εδεσσαίοι, η προσφορά των οποίων ήταν ανεκτίμητη. Ο αρχηγός και η ψυχή του αγώνα στην Έδεσσα και στην ευρύτερη περιοχή της ήταν ο υπολοχαγός Κων/νος Μαζαράκης ή καπετάν Ακρίτας.

Με τον Μακεδονικό αγώνα οι ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι ελληνικοί πληθυσμοί της Έδεσσας και ολόκληρης της Μακεδονίας, κληρικοί και λαϊκοί, ανακτούν το θάρρος τους και την αυτοπεποίθησή τους που τα είχαν απολέσει τα δύσκολα χρόνια της βουλγαρικής τρομοκρατίας και προσφέρουν τα μέγιστα. Η επικοινωνία του ελληνισμού της Μακεδονίας με τους Έλληνες της υπόλοιπης Ελλάδας δημιουργεί στενότερους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους. Το ηθικό και το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της περιοχής εξυψώνεται σε μεγάλο βαθμό.

Κατά το διάστημα αυτό τα στελέχη του ελληνικού στρατού, τα οποία υπηρετούν ως αρχηγοί ανταρτικών σωμάτων, ως εκπαιδευτές, πράκτορες και διαφωτιστές του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας αποκτούν εμπειρίες και γνώσεις για την περιοχή, οι οποίες θα εξαργυρωθούν στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους. Η Ελλάδα μέσα από το Μακεδονικό αγώνα βγαίνει ανανεωμένη και γεμάτη αυτοπεποίθηση έτοιμη να καθορίσει στα πεδία των μαχών το μελλοντικό καθεστώς της Μακεδονίας. Ο αγώνας αυτός είχε δώσει τότε στην πατρίδα μας το δικαίωμα όχι μονάχα να επικαλείται την ελληνικότητα της Μακεδονίας στα διάφορα συνέδρια, αλλά και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο της φυλής με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13.

Πιο συγκεκριμένα στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κηρύττει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ο Ελληνικός στρατός μετά τη νίκη του στη μάχη του Σαρανταπόρου στις 9 και 10 Οκτωβρίου, προελαύνει ορμητικά στην πεδιάδα της κεντρικής Μακεδονίας και απελευθερώνει διαδοχικά τη Βέροια και τη Νάουσα. Καθώς τα νέα φτάνουν στην Έδεσσα, ανάμεικτα συναισθήματα δημιουργούνται στους κατοίκους της πόλης μας.

Oι μεν Έλληνες περιμένουν με ανυπομονησία τον Ελληνικό στρατό και ανταλλάσσουν μεταξύ τους την ευχή «Χριστός Ανέστη», ενώ οι Τούρκοι αισθάνονται αγωνία για τη ζωή και τις περιουσίες τους μιας και ο τουρκικός στρατός εγκατέλειψε την πόλη και κατευθύνθηκε προς την πεδιάδα των Γιαννιτσών για να δώσει την αποφασιστική μάχη του πολέμου στις 19-20 Οκτωβρίου 1912.

Στην Έδεσσα απομένουν μόνο λίγοι άνδρες της τουρκικής εθνοφρουράς, ο φρούραρχος της πόλης Ταγματάρχης Ρασίτ μπέης, ο καϊμακάμης Γκαλίπ μπέης και δήμαρχος της πόλης Αλή Ριζά.

Οι Τούρκοι αξιωματούχοι λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση της Έδεσσας ενεργώντας προληπτικά, συνέλαβαν ως ομήρους επιφανείς Εδεσσαίους που είχαν αναπτύξει αξιόλογη δράση στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και τους μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη, στις φυλακές Επταπυργίου μαζί με ομήρους από άλλες περιοχές.

Όταν πλέον συνειδητοποιούν ότι είναι αναπόφευκτη σε λίγες μέρες η επικράτηση του ελληνικού στρατού στην περιοχή, συγκαλούν σύσκεψη στο σπίτι του φρούραρχου Ρασίτ μπέη για να καθορίσουν τις μετέπειτα ενέργειές τους. Να προβάλλουν δηλαδή αντίσταση στον ελληνικό στρατό ή να παραδώσουν την πόλη αμαχητί. Τελικά υπερισχύει η δεύτερη γνώμη και αποφασίζεται να μεταβεί στην Ιερά Μητρόπολη Έδεσσας ο Τούρκος διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου για να προετοιμάσει τη συνεννόηση με τους Έλληνες της πόλης. Την επόμενη μέρα συγκεντρώνονται στην Ιερά Μητρόπολη οι τουρκικές αρχές, ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος και οι Δημογέροντες, όπου οι Τούρκοι ζητούν την προστασία τους στην περίπτωση που θα καταληφθεί η πόλη από τον Ελληνικό στρατό.

Στις 15 Οκτωβρίου παραιτούνται οι Τουρκικές αρχές και αναλαμβάνουν τη φρούρηση της Έδεσσας οι Έλληνες κάτοικοί της. Στις 16 Οκτωβρίου ο δήμαρχος Αλή Ριζά πηγαίνει στις φυλακές της πόλης, αποφυλακίζει τους κρατούμενους και ο Γκαλίπ μπέης εγκαθίσταται στο κτίριο της Μητρόπολης όχι τόσο για να προστατευθεί από τους χριστιανούς, αλλά για να αποφύγει τη οργή όσων από τους Τούρκους είχαν την αντίθετη με αυτόν γνώμη για την παράδοση της πόλης.

Το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου η έκτη ημιλαρχία υπό τον ανθυπίλαρχο Αργύριο Σταυρόπουλο εξορμά από τη Βέροια και καταλαμβάνει το σιδηροδρομικό σταθμό Σκύδρας.

Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 1912, γιορτή του Αγίου Λουκά, πολιούχου από τότε της πόλης μας, τρεις στρατιώτες ως προμετωπίδα του προελαύνοντος ελληνικού στρατού, ο Βρασίδας Λαγωνίκος, ο Νικόλαος Αγγελής και ο Νικόλαος Λιβανός καταλαμβάνουν το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης μας αφού συνεπλάκησαν με την εκεί ευρισκόμενη τουρκική φρουρά.

Από τους πυροβολισμούς σκοτώθηκαν ο ιερέας του χωριού Σωτήρα, ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Ψυχογιός και ένας μαθητής του οικοτροφείου. Ήταν οι τελευταίοι νεκροί πριν την απελευθέρωση της πόλης.

Λίγο αργότερα φτάνει στο σταθμό αμαξοστοιχία με ένα λόχο πεζικού του ελληνικού στρατού με επικεφαλής τον αξιωματικό Βασίλειο Γεννηματά, ο οποίος μπαίνει θριαμβευτικά στην Έδεσσα. Την ίδια ώρα από την πόλη έρχεται προς το σταθμό μια πομπή με επικεφαλής το Μητροπολίτη και τους Τούρκους μουφτή, υποδιοικητή και δήμαρχο της Έδεσσας, ο οποίος κρατά λευκή σημαία.

Στις 11 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 γίνεται η επίσημη παράδοση της πόλης από τον Τούρκο δήμαρχο Αλή Ριζά, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση ήταν απόγονος του κελ Πέτρου που προδοτικά είχε παραδώσει τη βυζαντινή Έδεσσα στους Τούρκους πριν 530 χρόνια περίπου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες απελευθερώθηκε η Έδεσσα. Οι αγώνες και η αυτοθυσία των Εδεσσαίων και των κατοίκων της γύρω περιοχής στις επάλξεις του Μακεδονικού αγώνα καρποφόρησαν. Έγιναν γέφυρα για να περάσει ο Ελληνικός στρατός τον Οκτώβριο του 1912 και να απελευθερώσει τη Μακεδονία μας.

του κ. Πέτρου Σεκερτζή