Από το πλίθινο χαμόσπιτο της γιαγιάς της Ντούσας περνάνε τώρα όλοι οι χωριανοί της για να της πούνε ένα γεια στο τελευταίο της ταξίδι και ν’ αφήσουν λίγα λουλούδια στο άψυχο κορμί της. Πιο πολύ όμως να τους συγχωρέσει για ‘κείνο που άδικα τόσο καιρό την κατηγορούσαν και μαύριζαν την κουρασμένη ψυχή της. Γιατί, μέρα που ξημέρωνε σήμερα στο χωριό και γιόρταζαν το Πάσχα την βρήκαν ξαπλωμένη στο ξύλινο σαρακοφαγωμένο κρεβάτι της μ’ ένα καντήλι αναμμένο ψηλά στην εικόνα του αναστημένου Χριστού και μ’ ένα κόκκινο αυγό στο χέρι  της. Η ίδια δε να αναπαύεται εν ειρήνη και να μην αναπνέει τώρα πια σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο.

Χρόνια τώρα η άμοιρη ζούσε μόνη στο καλύβι της και στη γειτονιά με τις λάσπες που έφταναν μέχρι το γόνατο. Πολλοί λίγοι κι αυτοί γέροι την θυμούνται με τον άντρα της, γιατί σαν έπιασε ο πόλεμος κι έφυγε στρατιώτης δεν ξαναγύρισε όσο κι αν η φουκαριάρα  τον περίμενε μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο να γυρίσει. Αλλά κι όταν τέλειωσε η συμφορά, αυτός πάλι δεν εμφανίστηκε. Έτσι, το πρόσωπό του έμεινε στο μυαλό της μονάχα μια μακρινή εικόνα, ζεστή ανάμνηση και παλιά φιγούρα που ερχόταν κι έφευγε, κάθε φορά που πήγαινε να σκουπίσει την καλή τους την κάμαρα κι έβλεπε μερικά απ’ τα ρούχα του που άφησε φεύγοντας. Προπάντων, εκείνα τα γαμπριάτικα με τα μαύρα σκαρπίνια, όλα τους αραχνιασμένα πίσω απ’ την πόρτα, που ίσως κι αυτά αν και άψυχα, κάποτε τον περίμεναν να γυρίσει και να τα ζωντανέψει φορώντας τα με καμάρι και λεβεντιά.

Όμως, ποτέ δε γύρισε. Τον έφαγε φαίνεται ο άγριος πόλεμος με τα μπαρούτια και τις κακουχίες στα πεδία των μαχών. Και τα μάτια της άτυχης από ‘κείνο το πρωινό που τον χαιρέτησε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού, ξανά δεν τον είδαν για να ζήσουν κι αυτοί και να κάνουν οικογένεια, όπως ακριβώς την ονειρεύτηκαν νέα παιδιά. Η μοίρα από μικρούς τους ξέγραψε και δεν ήθελε να ζήσουν και να γεράσουν μαζί, όπως τους ευχήθηκε την Κυριακή ο παπάς όταν τους πάντρευε και οι γονείς τους όταν τους φίλαγαν στο μέτωπο και τσούγκριζαν τα κεφάλια τους με περασμένα τα στέφανα πάνω τους, για να έχουν μια ζωή ανθόσπαρτη και γλυκιά σαν το μέλι. Τόσες ευχές και πήγαν όλες χαμένες! Αλλά όπως λέει κι ο κόσμος, «όπου φτωχός κι η μοίρα του».

 

Από τότε λοιπόν που η γυναίκα ήταν ακόμα νέα έμεινε απροστάτευτη και εντελώς μόνη της στον κόσμο. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Το μαύρο ριζικό της φρόντισε να ξεπαστρέψει εκτός από τον άντρα της κι όλους τους άλλους καλούς συγγενείς της. Γιατί, άμοιροι κι αυτοί, ένας ένας «έφευγαν» νωρίς, ίσα που προλάβαιναν ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά τους και να χαρούνε τη ζωή. Θες βαριές κι αγιάτρευτες αρρώστιες, θες σκοτωμοί για κληρονομιές μεταξύ τους, θες καινούργιοι πόλεμοι που ξετυλίγονταν κάθε τόσο μπροστά τους, όλοι τους βιαστικά έπαιρναν τον δρόμο για τον άλλον κόσμο και μόνο η ίδια έμενε να τους ξεπροβοδίζει με κλάματα, λυγμούς και αναστεναγμούς και λίγο στάρι που έβραζε και μοίραζε στο χωριό για τις ψυχούλες τους. Σκληρό να χάνεις τους δικούς σου ανθρώπους και αυτούς που μια μέρα θα ήθελες ν’ ακουμπήσεις απάνω τους για λίγη συμπόνια και μια παρηγοριά, για να πεις ότι σ’ αυτόν τον κόσμο είσαι άνθρωπος και όχι ένας βράχος που τον δέρνουν αλύπητα τα κύματα της άσπλαχνης θάλασσας.

Κόντρα όμως στον χαλασμό η Ντούσα δεν το ‘βαλε κάτω. Με πίστη στον Θεό έκανε κουράγιο και υπομονή για να μπορέσει ν’ αντέξει. Δούλευε στα χωράφια της και απ’ τις λιγοστές σοδειές που έπαιρνε ζούσε και κράταγε όρθιο το κορμί της. Βοήθεια σχεδόν από πουθενά. Η μόνη υποστήριξη που υπήρχε απ’ τους άλλους ήταν η λειτουργιά που της έδινε ο παπάς, όταν καμιά φορά τις Κυριακές τη θυμόταν και χτύπαγε την πόρτα της. Πάντοτε βέβαια κρυμμένη στο ράσο του μην τυχόν τον δουν οι άλλοι και πουν ότι κάνει διακρίσεις, μια και στο χωριό υπήρχαν και άλλοι που δεν είχαν να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους.

Αλλά… όλα δικαιολογημένα στη δίκαιη και αυστηρή κρίση του παπά. Αυτοί δεν ήταν μόνοι τους. Είχαν τις οικογένειες και τους συγγενείς τους και λίγο-πολύ καθημερινά εξασφάλιζαν λίγα ψίχουλα για να περάσουν. Η Ντούσα όμως η γριά δεν είχε κανέναν και τώρα τελευταία μάλιστα φαινόταν ότι δεν μπορούσε και να δουλέψει. Τα χρόνια βλέπετε φεύγουν και αφήνουν πίσω τους πολλά σημάδια.

Στο χωριό ήρθε η Αποκριά κι αυτή έδωσε τη σειρά της στη Σαρακοστή. Ο Μάρτης από την άλλη αντί ν αποτραβήξει τα χιόνια και να βγάλει τον ήλιο στον ουρανό και να ζεστάνει, προτίμησε να κάνει το αντίθετο.

 

 

Έριξε όσο μπορούσε περισσότερη απ’ την παγωνιά του και δεν άφησε ούτε μια ηλιαχτίδα να φανεί στον ορίζοντα. Το κρύο που σαν θεριό παραμονεύει το θύμα του στη γωνιά, χίμηξε ανελέητο μέσα στους μαχαλάδες κι έτριξε τα δόντια του σ’ όποιον τολμούσε να ξεμυτίσει και να βγει έξω απ’ το σπίτι του για να μαζέψει ξύλα και να τα κάψει στο τζάκι. Ακόμα, ούτε να μπορεί να κάνει ένα βήμα και να πεταχτεί μέχρι τον γείτονά του, προκειμένου να του ζητήσει λίγο αλεύρι, να το ζυμώσει και να κάνει μια «σταξιά» ψωμί σε περίπτωση που το δικό του έπαιρνε να τελειώνει.

Και δεν ήταν μόνο τα στοιχεία της φύσης που έδερναν αλύπητα την κάθε ψυχή. Ήταν κι εκείνη η γερμανική και στρατιωτική μπότα της Κατοχής όπως τη λέγανε, μια και αναφερόμαστε στην εποχή της χρονιάς του σαράντα ένα. Οι κατακτητές δεν ήξερες ποιες ώρες απαγόρευαν την κυκλοφορία. Πολλές φορές, ακόμα και τη μέρα, βάδιζαν στρατιωτικά στους δρόμους και με τα όπλα στα χέρια έμπαιναν στα σπίτια και άρπαζαν τα τσουβάλια με τα στάρια και τα καλαμπόκια. Τα φόρτωναν στα καμιόνια τους και τα έστελναν στους στρατιώτες που πολέμαγαν στο μέτωπο. Μαζί έμπαιναν και στους στάβλους. Έλυναν κι απ’ εδώ τα ζωντανά και με τα ίδια φορτηγά τα κουβάλαγαν για να κάνουν εν τέλει κονσέρβες και τροφή, πάλι για τον στρατό τους. Πείνα παντού. Και στις καλύτερες οικογένειες που τις λέγανε πλούσιες.

Μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία και η Ντούσα όταν σηκώθηκε ένα πρωί είδε ότι και το τελευταίο της ξεροκόμματο στο φανάρι είχε τελειώσει. Μόνο μπαγιάτικα ψίχουλα έμειναν, ικανά να μην μπορούν να χορτάσουν κι ένα σπουργίτη. Πήγε και δίπλα να κοιτάξει στ’ αμπάρι της μήπως είχε αλεύρι να το ζυμώσει και να κάνει λίγο ψωμάκι να το φάει, αλλά κι εδώ δε βρήκε τίποτα. Τίναξε και τα τσουβάλια που ήταν γεμάτα με τ’ αλεύρι,  όμως, με λύπη διαπίστωσε ότι κι αυτά ήταν άδεια. Πέρασαν κι απ’ εδώ βλέπετε οι στρατιώτες και άδειασαν και το τελευταίο που άλεσε τις προάλλες στον νερόμυλο του χωριού. Πραγματικά απογοητεύτηκε και της ήρθε να κλάψει. Και πείναγε πολύ!

Στην απελπισία της, τράβηξε ακόμα και κατά τον στάβλο που είχε την κατσίκα. Μήπως την άρμεγε για να βράσει λίγο απ’ το γάλα της. Τι να το κάνεις όμως; Τη βρήκε ξαπλωμένη σε άθλια κατάσταση, έτοιμη κι αυτή να ψοφήσει απ’ την πείνα. Δεν είχε χορτάρι να την ταϊσει. Και με τέτοιο παλιόκαιρο δεν υπήρχε περίπτωση να τη βγάλει έξω για να βοσκήσει μια στάλα στα χωράφια και να πάρει που λέμε τ’ απάνω της. Τελευταία της ελπίδα ήταν οι κότες στο κοτέτσι. Κι εδώ όμως στα χαμένα. Στις φωλιές τους δεν υπήρχε ούτε ένα αβγό. Η θέση της ήταν πολύ δύσκολη!

Τώρα, μετά απ’ όλα αυτά, δεν της έμεινε τίποτα άλλο παρά να βγει στη γειτονιά και να ζητιανέψει. Αλλά πια γειτονιά; Κι αυτή δεν ήταν σε καλύτερη θέση απ’ την ίδια. Δυο μέρες πριν πέρασαν κι απ’ εδώ οι περιπολίες κι έκλεψαν όλα τα τρόφιμα. Εξάλλου τα σπίτια κοντά της είχαν μεγάλες οικογένειες και μάλιστα όλες με μικρά στόματα να θρέψουν. Πώς να τολμήσει η ίδια να πάει και να χτυπήσει την πόρτα τους για να της δώσουν λίγα δράμια απ’ το ψωμί τους. Να το στερήσουν δηλαδή από τ’ αγγελούδια τους; Θα ήταν μεγάλη ντροπή κι αυτό η συνείδησή της δε το χώραγε.

Άσε, έκανε τη σκέψη μ’ ένα δυνατό σφίξιμο στην καρδιά και μ’ ένα καυτό δάκρυ που χάραξε στο μάγουλό της. Φρονιμότερο θα ήταν να κάτσει στο σπίτι της μπροστά στα μισοσβησμένα κάρβουνα του τζακιού και να κάνει υπομονή περιμένοντας. Τι να περιμένει όμως; Ούτε κι αυτή ήξερε. Τον κόσμο γύρω της τον έβλεπε θολωμένο.

Έφτασε και τ’ απομεσήμερο. Μέσα στον αγριεμένο καιρό, κάπου ψηλά στα μαύρα σύννεφα τ’ ουρανού και στα σβησμένα μάτια της, φάνηκε μια χαραμάδα από ήλιο. Έφεξαν τα σκοτεινά δρομάκια κι απ’ τις στέγες άρχισαν να πέφτουν σταγόνες απ’ τα χιόνια που ξεπάγωναν. Ο νοτιάς που φύσηξε χάιδεψε λίγο τα δέντρα και πήρε από πάνω τους τη λευκή στολή που τους έντυνε το χιόνι. Η φύση αυτή την ώρα λες και ζήταγε να γλυκάνει το πρόσωπό της, γι αυτό και μερικοί απ’ τους τολμηρούς χωριανούς ξεπετάχτηκαν απ’ τα κονάκια τους και πήγαν να ψάξουν να βρουν ξύλα στο δάσος και στα  ποτάμια. Τα τζάκια τους ήταν άδεια.

Αλλά ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού. Το ποτάμι, ιδιαίτερα αυτό που περνάει μέσα απ’ το χωριό, όλο το χειμώνα με τις πλημμύρες, έφερε αρκετά «χτούκια». Και τώρα που λιγόστεψε το νερό, όλα τα πήρε και τ’ άφησε δίπλα στην κοίτη του, εύκολο να τα μαζέψει κανένας και να τα κάψει για να ζεσταθεί. Άλλοι πάλι βγήκαν να πάν να δουν τους συγγενείς τους και ν’ ανταλλάξουν κουβέντες μεταξύ τους, πιο πολύ όμως να πάρουν και να δώσουν τρόφιμα που έκρυβαν στα ντουλάπια και στα κατώγεια τους μην τους τ’ αρπάξουν οι Γερμανοί. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη.

Μπροστά σ’ όλα αυτά που γίνονταν, και η Ντούσα καθισμένη σ’ ένα σκαμνάκι μέσα στο υγρό φτωχικό της και με την κοιλιά  να γουργουρίζει απ’ τη νηστικάδα, πήρε κι αυτή την απόφαση. Να πάει και να ζητήσει λίγο ψωμί απ’ τα σπίτια που ήταν κοντά στ’ αλώνια του χωριού και που μπόρεσαν να γλιτώσουν απ’ τους ακατονόμαστους μερικά τσουβάλια με φρέσκο στάρι και καλαμπόκι για να κάνει μια ή δυο μέρες το μεσημεριανό φαγητό της. Μάλιστα μια οικογένεια σ’ αυτά έζησε στη Γερμανία, ήξερε καλά τη γερμανική γλώσσα και απ’ ό,τι έμαθε οι στρατιώτες της φέρθηκαν καλά και έδειξαν κατανόηση στη λεία τους. Γι αυτό και είχε ακράδαντη την πεποίθηση ότι θα την συμπονέσουν και θα της έδιναν κάτι να φάει.

Πήρε λοιπόν τα πόδια της η γιαγιά και χωρίς να χάσει χρόνο βγήκε στον ίσιο χωματόδρομο που σ’ έφερνε στα σπίτια των «γερμανών» όπως τους έλεγαν. Μέσα της στεναχωριόταν και ντρεπόταν για ό,τι πήγαινε να κάνει. Αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Πεινούσε πολύ και αυτό ήταν αρκετό να σκέφτεται πως δεν πρέπει να υποχωρήσει και να γυρίσει πίσω στην κόλαση της πείνας.

Όταν κάποτε έφτασε με τα ξυλιασμένα απ’ τον πάγο χέρια της χτύπησε δυνατά την πόρτα του πρώτου στη σειρά απ’ τα σπίτια. Ξαναχτύπησε αλλά όμως κανένας δε φαινόταν να την ανοίγει. Απογοητευμένη πήγε να φύγει, ωστόσο όμως κοντοστάθηκε και χωρίς να το θέλει κοίταξε απ’ το παράθυρο μέσα στο σπίτι. Περίεργο, δεν είδε κανέναν. Το χτύπησε κι αυτό, όμως πάλι απάντηση δεν πήρε. Έβαλε το χέρι της στο μέτωπο και κοίταξε καλύτερα. Και τότε μέσα στο σπίτι είδε αυτό που ζητούσε Πάνω σ’ ένα στρόγγυλο χαμηλό σοφρά ήταν αφημένα μπόλικα καρβέλια ψωμί.  Σαν αυτά που φούρνιζε και η ίδια όταν τα πιθάρια της ήταν γεμάτα απ’ αλεύρι και τα μοίραζε ζεστά για να συγχωράνε όσοι τα έτρωγαν τα πεθαμένα της.

Δεν το πίστευαν τα μάτια της. Έβλεπε απέναντί της ψωμί. Φαγητό τέλος πάντων που τόσον καιρό της λείπει για να ζήσει. Και Θεέ η ατυχία! Δεν είναι εδώ ο νοικοκύρης να ζητήσει ένα κομματάκι. Άρχισαν λοιπόν να περνάν διάφορες σκέψεις απ’ το μυαλό της. Μια μικρή φέτα αν έτρωγε θα ήταν αρκετή να ικανοποιήσει την πείνα της. Όχι πολύ. Μια και μόνο.

Έτσι, πάνω στη λαχτάρα της έσκυψε πολλές φορές στο παράθυρο.  Λες

και υπήρχε περίπτωση να χορτάσει και μόνο μ’ αυτό που ‘βλεπε. Αλλά όμως με το να βλέπει το ψωμί δεν ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο και με το καλό τέλος πάντων να δοθεί ένα τέρμα στο μαρτύριό της. Έτσι το μυαλό της πήγε παραπέρα. Μήπως λοιπόν αν έμπαινε μέσα κι έκοβε λίγο στα κρυφά για να φάει; Έστω ακόμα και χωρίς να το ξέρει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού; Ψωμί θα έπαιρνε για να το φάει την ίδια στιγμή και να πάρει ζωή. Και όχι όλο. Ούτε και να βάλει απ’ αυτό στην ποδιά της. Μονάχα τόσο όσο να περάσει το βράδυ της. Για αύριο  θα έβρισκε με κάτι άλλο να πορευτεί και να παρατείνει την επιβίωσή της.

Πραγματικός πόλεμος ξέσπασε στην ψυχή της. Από τη μια μεριά ήταν το σώμα της που ήθελε να τραφεί και να την κρατήσει στη ζωή κι από την άλλη η ηθική της, η ίδια η καθαρή της συνείδηση που της φώναζε δυνατά να μην επιχειρήσει τέτοια άδικη πράξη. Το ψωμί της έλεγε και της επαναλάμβανε η φωνή δεν ήταν δικό της και μπορεί να το είχαν ανάγκη και άλλα άτομα. Πώς θα μπορούσε αυτή να το στερήσει απ’ το τραπέζι τους;

Στον πυρετό αυτό της σύγκρουσης, άκουσε δίπλα βήματα και κάποιος να μπαίνει γρήγορα στο σπίτι με τους μεντεσέδες της πόρτας πίσω του να τρίζουν. Φοβήθηκε και τραβήχτηκε γρήγορα απ’ το παράθυρο, μάλιστα και με αρκετές ενοχές για τα παράλογα που πέρασαν απ’ το μυαλό της. Την ίδια στιγμή έβαλε όσο μπορούσε και τα δυνατά της και με πολύ κόπο, σχεδόν σερνόμενη απ’ την αδυναμία που ένοιωθε εξ αιτίας της ασιτίας, επέστρεψε στο σπίτι της.

Ακόμα δεν είχε βραδιάσει.

Άνοιξε την πόρτα και λαχανιασμένη έτρεξε να κάτσει στο κρεβάτι της. Προτού όμως να κάτσει, παρατήρησε ότι πάνω σ’ ένα απ’ τα σκαμνάκια που είχε κοντά στο τζάκι και αναπαυόταν ήταν αφημένο ένα κομμάτι ψωμί. Ναι, ψωμί που της έφερε πάλι ο παπάς γιατί πάνε λίγες μέρες που δεν την έβλεπε έξω να περπατάει και ανησύχησε. Ολόλευκο, χάσκο ψωμάκι είχε για τώρα δικό της στο σπίτι, που γι αυτό πριν από λίγο η ανθρώπινη αδυναμία της θα την έκανε κλέφτρα, γιατί θα παραβίαζε τους νόμους του Θεού της. Και αν το έκανε οι τύψεις της θα την είχαν ξεκάνει μια ώρα αρχύτερα.

Πέρασε η νύχτα και ήρθε το πρωί. Σήμερα η μέρα ήταν καλύτερη γιατί ο ουρανός έγινε καταγάλανος και το κρύο λιγόστεψε. Στην ώρα που πέρναγε ακούστηκαν χτύποι στην πόρτα του σπιτιού της γιαγιάς. Η ίδια δεν είχε τελειώσει ακόμα καλά καλά την πρωινή προσευχή της όταν μπήκαν μέσα ο πρόεδρος του χωριού με τον παπά. Φαίνονταν λίγο σκεφτικοί και προβληματισμένοι. Πήραν τη θέση τους στα σκαμνάκια και πρώτος ο παπάς άνοιξε το στόμα του. Ο γενειοφόρος ίσια και σταράτα, χωρίς πολλά λόγια και περιστροφές, ρώτησε τη γριά αν χτες το απόγευμα πήγε στα σπίτια των «Γερμανών», εκεί κάτω στ’ αλώνια και αν, χωρίς αυτοί να το ξέρουν, πήρε ψωμί απ’ το τραπέζι τους που το είχαν αφημένο να το φάνε το βράδυ όταν θα γύριζαν απ’ τα ξύλα που μάζευαν στο δάσος με τα πουρνάρια.

«Ναι», είπε αυτή έκπληκτη και με λόγια που έδειχναν σαν να ήθελε ν’ απολογηθεί που πήγε. «Αλλά», συνέχισε ψελλίζοντας, «παρά την πείνα μου δεν άπλωσα το χέρι μου στο ψωμί όπως λες. Σκέφτηκα, πως αν το έκανα θα ντρεπόμουν σ’ όλη μου τη ζωή» Αυτά είπε και έκανε τον σταυρό της σηκώνοντας το βλέμμα της ψηλά στον τοίχο και στο μαυρισμένο απ’ την καντήλα εικονοστάσι της.

«Τότε αφού είναι έτσι», πήρε την κουβέντα ο πρόεδρος κοιτώντας τη στα μάτια, «δε θα είχες κανέναν φόβο να τα πεις αυτά και στον παπά στην εξομολόγηση κάτω απ’ το πετραχήλι του», σαν να ήθελε λίγο-πολύ να αμφισβητήσει με τον τρόπο του όσα άκουσε απ’ το στόμα της.

«Τα παραλές πρόεδρε», διαμαρτυρήθηκε η Ντούσα και με αρκετή δυσκολία έσφιξε στο στήθος τα  κοκκαλιάρικα χέρια της ενώ από μέσα της έβγαλε έναν βαρύ αναστεναγμό, λες και μαζί μ’ αυτόν θα έσβηνε κι η ψυχή της. «Αλήθεια σας λέω, εγώ ψωμί δεν πήρα», συνέχισε να επιμένει καί στους δυο μ’ έναν κόμπο στον λαιμό της. «Και βέβαια θα το πω στην εξομολόγηση που θα πάω στην εκκλησιά μπροστά στον Θεό. Φτωχιά είμαι», συμπλήρωσε κι έκλεισε τη συζήτηση μ’ ένα παράπονο, «και όχι κλέφτρα!»

«Κανένας όμως δε σε πιστεύει», συνέχισε πάλι πικρόχολος ο πρόεδρος. «Κι όλο το χωριό έμαθε για την πράξη σου. Να δούμε», μουρμούρισε στο τέλος ξεφυσώντας, «πώς θα τα καταφέρουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο του χωριού και να τον πείσουμε ότι λες την αλήθεια!»

Αυτά είπαν ο παπάς και ο πρόεδρος και σιωπηλοί βγήκαν απ’ το φτωχοκάλυβο. Πίσω τους η γιαγιά έβαλε τα κλάματα για τη συμφορά που τη βρήκε και με τις κατηγόριες που τις έσερναν. Ήταν άδικες. Με ποιο τρόπο όμως θα μπορούσε να τις αλλάξει; Κι αυτή δεν ήξερε.

Πέρασαν μερικές μέρες απ’ τη Σαρακοστή κι απ’ την επίσκεψη κι έφτασε κοντά του Ευαγγελισμού. Οι χωριανοί βγήκαν πια απ’ τα σπίτια τους κι έτρεξαν στα χωράφια για να τα περιποιηθούν. Έβγαλαν και τα ζώα απ’ τα παχνιά και τα πήραν μαζί τους για να τα βάλουν να βοσκήσουν τα φετινά δροσερά χορτάρια. Και αυτά τα έτρωγαν με ευχαρίστηση.

Στις ηλιόλουστες μέρες φάνηκαν και τα χελιδόνια. Πέταγαν πάνω απ’ τις στέγες και μέσα στις αυλές και αναζητούσαν σε κάθε τοίχο τις παλιές φωλιές τους για να γεννήσουν αργότερα τα μικρά τους. Όλοι έβλεπαν πως με ρόδα και κρίνα πάνω στα βουνά, τους κάμπους και τους φράχτες των μπαξέδων έφτανε για τα καλά η Άνοιξη με τον ευωδιαστό Απρίλη και το Πάσχα με την κατακόκκινη Λαμπρή του.  Στα δύσκολα των καιρών η μεγάλη αυτή γιορτή της χριστιανοσύνης θα ήταν μια ανάσα για τους κατοίκους που στέναζαν απ’ τον φόβο και τη φτώχεια.

Αλλά στο σπίτι της γιαγιάς της Ντούσας η ζωή δεν πήγαινε προς το καλύτερο. Αν και κατάφερε η έρμη να ζήσει μέχρι σήμερα με τα λίγα που της έφερνε η εκκλησία, την ίδια την έτρωγε μεγάλη στεναχώρια. Και αυτό γιατί όσα της καταμαρτυρούν  στο χωριό ήταν αδύνατο να τα κρατήσει το γέρικο κορμί της, ακόμα και η ζωντανή συνείδησή της. Πρωί και βράδυ βλέπει μπροστά της τα σκυμμένα κεφάλια και τα καχύποπτα βλέμματα των χωριανών της όταν την συναντούν στη γειτονιά και ραγίζεται η καρδιά της. Θέλει να πάρει σβάρνα τα δρομάκια, να βγει στην πλατεία και να φωνάξει σ’ όλους πως είναι αθώα και ότι μερικοί την κατηγορούν χωρίς να ξέρουν ότι όλα αυτά  είναι ψέματα και της τρώνε τα σπλάχνα.

Πώς όμως μια αδύνατη και ταλαιπωρημένη απ’ τα χρόνια και την κακή της τύχη ηλικιωμένη γυναίκα θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη γνώμη τόσων ανθρώπων; Ο κόσμος έχει μάθει ν’ ακούει τους πολλούς και όχι τον έναν, όσο κι αν αυτός τους εκλιπαρεί να τον πιστέψουν για την μπέσα του και την αλήθεια των λόγων του.

Γι αυτό η μόνη παρηγοριά που της απέμεινε ήταν ο Θεός και η Παναγία. Κάθε μέρα τώρα χωρίς να ξεχνάει, την ώρα του Εσπερινού ανάβει το καντήλι τους και προσεύχεται, μήπως βρεθεί τέλος πάντων αυτός που μπήκε στο σπίτι και έκλεψε το ψωμί. Έτσι, μήπως σταματήσει κι αυτή να κουβαλάει αυτό το φορτίο, που μαζί με τ’ άλλα ασήκωτα βάρη για έναν άνθρωπο η μοίρα της η σκληρή της φύλαγε να κρατάει στους ώμους.

Τώρα όμως. Που είναι ακόμα στη ζωή.

Την Κυριακή μετά τη Λειτουργία της Σταυροπροσκύνησης πήγε στον παπά για να την εξομολογήσει. Είχε ανάγκη για λίγη ανακούφιση. Έκατσε με ευλάβεια εκεί μπροστά στην Ωραία Πύλη και γονατιστή κάτω απ’ το πετραχήλι του ιερωμένου με δάκρυα στα μάτια και φιλώντας του το χέρι, είπε μαζί με τ’ άλλα και για την πείνα της εκείνο το απόγευμα και για τις κακές σκέψεις που έβαλε ο διάβολος μέσα στο κεφάλι της να θέλει να μπει στο σπίτι και να κόψει λίγο απ’ το ψωμί και να φάει. Απ’ τον τρόπο που μίλαγε έδειχνε πολύ λυπημένη, σχεδόν η καρδιά της να θέλει να σπάσει.

«Ναι παπά μου», εξομολογήθηκε, «πέρασε απ’ το μυαλό μου να κάνω αυτή την κακιά την πράξη. Αλλά στο τέλος επειδή άκουσα θόρυβο πίσω μου, μα πιο πολύ από μέσα μου μια φωνή να μου φωνάζει πως θα έκανα μεγάλη αμαρτία, η δόλια δεν έπεσα στον πειρασμό κι έφυγα ντροπιασμένη μόνο με  την καταραμένη τη σκέψη που έκανα. Αλλά και πάλι παπά μου αν μ’ αυτό που πέρασε απ’ το μυαλό μου αμάρτησα, πέφτω στα πόδια σου και ζητάω απ’ τον Θεό κι από σένα να με συγχωρέσετε και να ησυχάσω».

Και ο σεβάσμιος ρασοφόρος, που πείστηκε πλέον από τα δάκρυα της εξομολογούμενης, κοιτώντας πάνω-ψηλά στον Παντοκράτορα, δεήθηκε σ’ Αυτόν να την ελεήσει και ν’ ακούσει τον πόνο που τη βάρυνε.

Ύστερα με το χέρι του την έπιασε απαλά απ’ τον ώμο και τη βοήθησε να σηκωθεί. Της έδωσε να φιλήσει το πετραχήλι και αφού την ευλόγησε με τη δεξιά του την προέτρεψε «να πορευθεί εν ειρήνη» στο σπίτι της. Και εκείνη έκανε ό,τι της είπε ο παπάς. Τώρα, μέσα της ήταν πιο ήρεμη.

Πέρασε αρκετή ώρα από τότε και ήρθε κοντά τ’ απόγευμα. Ο δρόμος για το άναμμα των καντηλιών στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής έφερε τον καλό γέροντα να περάσει απ’ την πλατεία και την Κοινότητα. Όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο βρήκε εκεί τον πρόεδρο μοναχό του να στρίβει σέρτικο τσιγάρο και να σκέφτεται τη φτώχεια που έπεσε στο χωριό. Στα λίγα που κουβέντιασαν είπαν και για τη Ντούσα. Γι αυτό που ακούστηκε ότι έκανε και πολλοί της έριξαν ανάθεμα. Είπαν αρκετά.

Ο πρόεδρος όμως συνέχιζε και πάλι να έχει την αμφιβολία. Την έδειχναν τα λόγια και το πρόσωπό του. Ο άνθρωπος δεν πείστηκε, ακόμα και με όσα του εκμυστηρεύτηκε ο εφημέριος στην εξομολόγηση της.

Βέβαια όχι μόνο αυτός. Συνέχιζαν να μην την πιστεύουν και οι άλλοι χωριανοί της. Αν κι εδώ που τα λέμε από πολύ παλιά έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση και συμπάθεια σ’ αυτή. Μόνη γυναίκα ήταν και φτωχιά. Αλλά όμως, επειδή όλοι ξέρουν πως η πείνα είναι κακός οδηγός στη ζωή του ανθρώπου, τώρα δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν τους ισχυρισμούς της και να της δώσουν πίστη. Και η στεναχώρια τους γι αυτή μεγάλωνε που πήρε ψωμί από μια οικογένεια με εφτά μικρά στόματα να θρέψει, μια και οι άγριοι κατακτητές δεν άφησαν και σ’ αυτήν τίποτα απ’ τα φετινά γεννήματα. Γι αυτό και τα παιδιά για να ζήσουν αναγκάστηκαν να ζητιανεύουν, όχι μόνο στο χωριό που ζούσαν αλλά και στην πόλη που είχε πλούσιους κι αριστοκράτες ανθρώπους κι έβρισκαν να φάνε. Μεγάλο φώναζαν το κρίμα της!

Προχωρούσε ο καιρός και οι γκρίζες μέρες της πείνας διαδεχόταν η μια την άλλη. Και στο διάβα τους, αυτό το τρισάθλιο κακό για την Ντούσα, κανένας δεν μπορούσε να το σταματήσει για να νοιώσει δικαιωμένη.

Κάποτε με το πέρασμα του χρόνου έφτασε στο χωριό και η γιορτή του Ευαγγελισμού. Οι καμπάνες της εκκλησιάς χτύπησαν δυνατά το πρωί για να πάει ο κόσμος στη Λειτουργία και ν’ ακούσει το χαρμόσυνο γεγονός του ερχομού του Κυρίου στον κόσμο. Και όταν αυτή τέλειωσε, ένας ένας οι πιστοί στάθηκαν στη σειρά για να πάρουν τ’ αντίδωρο και να γυρίσουν στα σπίτια τους με την ελπίδα για καλύτερες μέρες.

Σαν μέρα που ήταν και γιόρταζε και το Έθνος, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, κατέθεσαν κρυφά στεφάνι στη μνήμη όλων όσων πάλεψαν να ζήσουν ελεύθεροι. Εδώ, όσο κράταγε η δοξολογία και ο ψάλτης έλεγε τον Ακάθιστο Ύμνο δεν έλειψαν τα δάκρυα και για τη δική τους τη σκλαβιά. Όταν τέλειωσε όλοι τους μέσα απ’ την ψυχή έκαναν την ευχή του χρόνου να δώσει ο Θεός κι αυτοί να περπατάνε στο δρόμο χωρίς να φοβούνται.

Το λόγο, μέσες-άκρες εκφώνησε ο δάσκαλος. Γιατί είχε εντολή απ’ την κυβέρνηση να μην πει τίποτα για τη μέρα. Περισσότερο να μην τη γιορτάσουν στο σχολείο. Αυτός όμως, επειδή δεν το βάσταγε η καρδιά του, παράκουσε και με χίλιες δυο προφυλάξεις, όλοι μαζί με τα παιδιά είπαν ποιήματα και διαλόγους.

Πάνω απ’ όλα ο πατριώτης αυτός δάσκαλος είχε στο μυαλό του τα παιδιά να μην ξεχάσουν την ιστορία τους!

Εκεί, ζαρωμένη σε μια γωνιά μέσα στο «Οίκο του Θεού» και η Ντούσα με τη μαύρη μαντήλα στο κεφάλι της περίμενε κι αυτή να τελειώσει το Μυστήριο κι αυτά που έλεγε ο γραμματιζούμενος. Στο τέλος μαζί με τους άλλους χωριανούς τράβηξε γρήγορα για το σπίτι της. Η πίκρα της όμως ήταν μεγάλη που τους έβλεπε και σήμερα στο δρόμο να την κοιτάνε περίεργα. Δυστυχώς γι αυτούς ήταν η κλέφτρα που πήρε το ψωμί απ’ τα στόματα παιδιών. Και η κατηγόρια ήταν πέρα για πέρα άδικη. Και πολύ βαριά να την αντέξει μια αθώα.

Η κοινωνία με τα καλά και τα άσχημα!

Στο σπίτι άναψε το τζάκι. Άπλωσε τα χέρια της στη φλόγα κι ύστερα όταν ζεστάθηκε το κορμί της βγήκε έξω στον κήπο  για να μαζέψει χόρτα. Τα λιάνισε με το μαχαίρι και με λίγο νερό, κάνα δυο σταγόνες λάδι και μια χούφτα αλεύρι που της απέμειναν  απ’ τις προηγούμενες μέρες, τα ‘βαλε στην κατσαρόλα και τα ‘βρασε πάνω στη φωτιά. Μετά κάθισε στο τραπέζι κι έφαγε. Έτσι πέρασε τη μέρα της, δοξάζοντας τον Θεό για τη μακροθυμία και τις ελεημοσύνες του.

Από μέσα της όμως η ταλαίπωρη περίμενε την Ανάσταση. Πίστευε ότι μονάχα αυτή θα τη λύτρωνε. Και η ίδια δεν ήξερε γιατί. Αλλά η μέρα ήταν ακόμα μακριά και αργούσε.

Παρά την απόσταση μέχρι τη γιορτή ο καιρός περνούσε. Και μάλιστα πολύ γρήγορα. Θα νόμιζε κανένας πως κι ο χρόνος, που κάθε μέρα και νύχτα έβλεπε τη γιαγιά να χάνεται όλο και πιο πολύ στον κόσμο που την ντρόπιαζε, βιαζόταν να της κάνει το χατίρι. Έτσι, έστειλε μήνυμα στον ήλιο να μην καθυστερεί το ταξίδι του καθώς πήγαινε με το άρμα του στον γαλάζιο ουρανό και στο φεγγάρι να συντομεύει τι στράτες του τη νύχτα μέσα στα σύννεφα και τα φωτεινά τ’ αστέρια.

Και αυτά την άκουσαν.

Φέτος, άνοιξαν στη γη πιο γρήγορα τα ζουμπούλια και οι μενεξέδες με τις όμορφες πασχαλιές στα χωράφια και στις γειτονιές, που με τα χρώματά τους θα στόλιζαν τον Επιτάφιο την Μεγάλη Εβδομάδα. Και στον ύπνο το μαγικό ραβδάκι της Πούλιας και του Αυγερινού έκανε τα όνειρα των χωριανών να μην κρατάν πολύ και έτσι να καθυστερούν να έρθουν τα πρωινά με τις πολύχρωμες αυγές τους και τα τραγούδια των πουλιών.

Έτρεξε να προλάβει ο χρόνος, έτρεξε κι η γη με τα λουλούδια της, ο ήλιος, το φεγγάρι με τη νύχτα και τα γλυκά όνειρα των χωριανών που τα έβλεπαν μέσα στις ξέφρενες αγκαλιές του ύπνου τους, όμως κανένας δεν πρόλαβε το μοιραίο για την Ντούσα. Πρόλαβε πιο μπροστά ο θάνατος. Ακριβώς την πρώτη μέρα της Ανάστασης! Ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει;

Τώρα, ξαπλωμένη η κακομοίρα μέσα στο καλύβι της περιμένει να τη διαβάσει ο παπάς και να τη σηκώσουν για να την πάνε στη γη που τόσο καιρό την περίμενε να γείρει και να ξαποστάσει. Το βασανισμένο της κορμί και η μαυρισμένη απ’ τα χτυπήματα της ζωής ψυχή της δεν άντεξαν παραπάνω.

Απάνω της λίγα λουλούδια που έφερε ο καθένας απ’ τους χωριανούς της και ψέλλιζε μ’ ένα δάκρυ στ’ αυτιά της, μια ατέλειωτη ΣΥΓΝΩΜΗ για να παρηγορήσει τον εαυτό του και να δώσει ένα τέρμα στις ενοχές του για το κακό που της προξένησε προτού να κλείσουν τα μάτια της.

Άδικος όμως ο κόπος. Ήταν πια αργά. Δεν τους άκουγε πλέον.

Γιατί σήμερα, μέρα που όλοι δίνουν τα χέρια και συγχωράνε όλους, ακόμα κι αυτούς που τους έβλαψαν, σε κάποιο απ’ τα διπλανά χωριά, ο Θεός με τη δικαιοσύνη του το ‘φερε και βρέθηκε αυτός που έκλεψε το ψωμί. Και τα είπε όλα ο άθλιος, χαρτί και καλαμάρι.

Φτωχός γυρολόγος που γάνωνε μπακίρια και κατσαρόλες ήταν ο ανθρωπάκος και πεινούσε, αλλά πήρε στο λαιμό του, χωρίς να το θέλει μια ψυχή. Τη Ντούσα.

Λίγο πριν πεθάνει να τη φωνάζουν κλέφτρα.

 

10- 4 – 2022

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ