Ω θρυλικέ επαναστάτη και στοχαστή Ρήγα Βελεστινλή

Εκεί στο Βελεστίνο, στις αρχαίες Φερές, είδες την αυγή

Κι έναν ήλιο ακτινοβόλο να σε φωτίζει και να σ’ οδηγεί

Στον δρόμο που ’τανε σπαρμένη της δόξας η ανθηρή φωνή.  

Στο εύφορο χωριό σου κατοικούσαν Τούρκοι πολλοί

Κι η διαβίωση στους χριστιανικούς μαχαλάδες δύσβατη

Η οικογένειά σου εύπορη σ’ έστειλε στη Ζαγορά μαθητή  

Για να ορθώσεις πνεύμα ελληνικό κι αδούλωτη ψυχή.  

 

Τα πρώτα σου γράμματα σού τα ’μαθε ένας γέρος παπάς

Η δίψα σου για μόρφωση έτρεχε σαν το νερό απ’ την πηγή

Ο πατέρας σου σ’ άφησε και στ’ Αμπελάκια να πας

Και σαν γύρισες έγινες δάσκαλος στου Κισσού την αυλή.

 

Ήσουν είκοσι χρονών όταν εκεί στο ιστορικό Βελεστίνο

Ένας Τούρκος πρόκριτος σ’ αντιμετώπιζε τυραννικά   

Τότε με τα γενναία σου χέρια σκότωσες αυτό το κτήνος

Και πήρες τα τραχιά, πανύψηλα και χιονοσκέπαστα βουνά. 

 

Κατέφυγες στο Λιτόχωρο του Ολύμπου μια μέρα παγερή

Κι εντάχθηκες στου θείου σου των αρματολών το σώμα

Η ζωή σου μες στα κατσάβραχα παγιδευμένη και σκληρή 

Μα η αντοχή σου απ’ ατσάλι κι από διαμάντι ακόμα.

 

Στη μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος βρέθηκες πιο μετά

Φιλοξενούμενος του καλού σου φίλου ηγούμενου Κοσμά

Εκεί εντρύφησες στης βιβλιοθήκης τα πολύτιμα βιβλία

Και το πνεύμα σου εύμορφα στολίζανε γράμματα χρυσά.

 

Πήγες στην Πόλη κι έγινες τριών γλωσσών σπουδαστής 

Και κατόπιν στο Ιάσιο, το Βουκουρέστι και τη Βιέννη

Η οποία έγινε η έδρα τής δράσης σου της επαναστατικής

Εκεί τύπωσες τη Χάρτα και τον Θούριο, ώρα ευλογημένη.

 

 

 

 

Το Σύνταγμά σου μ’ επίδραση απ’ τη Γαλλική Επανάσταση

Καθιέρωνε πρώτη φορά της λαϊκής κυριαρχίας την αρχή

Και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αληθινή ανάσταση   

Και ξημέρωνε γλυκά στην πλάση και φώτιζε η ανατολή.

 

Πέρασες μέσ’ απ’ τα μνημειώδη πνευματικά σου πονήματα

Του ευρωπαϊκού διαφωτισμού τις νέες ρηξικέλευθες ιδέες

Και της εθνεγερσίας τα αιχμηρά ριζοσπαστικά μηνύματα

Και κυματίζανε στα επουράνια τού Έθνους οι σημαίες.

 

Συνέστησες με δυναμισμό μυστική πατριωτική εταιρεία

Κι έγιναν μέλη Έλληνες έμποροι που ζούσαν στη Βιέννη

Πλούσιοι που χρηματοδότησαν τη δράση σου στην πορεία  

Κι η φλόγα για την ελευθερία στην καρδιά σου θεριεμένη.

 

Όταν τον Θούριό σου ηχηρά τραγουδούσες στις συνάξεις

Ύμνος λεβέντικος, πατριωτικός κι άκρως επαναστατικός

Πλημμύριζε το ανάκτορο του Σουλτάνου αναταράξεις

Και φλεγόταν ο γαλάζιος ουρανός και ψυχωνόταν ο λαός.

 

«Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά» έλεγες μ’ ορμή

«Μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;» ξανά εσύ

Και σπινθηρίζανε τα μάτια και δονούσαν οι καρδιές

Και πυρπολούσες τα στήθη κι άναβες θεόρατες φωτιές. 

 

«Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή» συνέχιζες γερά

«Παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή» διαδοχικά

Και σε υμνολογούσανε οι κάμποι και γονάτιζαν τα βουνά

Κι οι θάλασσες σε δόξαζαν και σε τιμούσαν τα νησιά.

 

«Για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί» συγκλόνιζες εσύ

«Πως είμαστε αντρειωμένοι παντού να ακουσθεί» με ψυχή

Κι ανθοβολούσε η σελήνη και λαμποκοπούσαν τ΄ αστέρια

Και χτυπούσαν παλαμάκια τρανταχτά τα ελληνικά χέρια.

 

Στην Τεργέστη έστειλες έντυπο υλικό επαναστατικό  

Μα τυχαία το παρέλαβε ένα σκουλήκι ονόματι Οικονόμου

Και πήγε μεμιάς και σε πρόδωσε στο τμήμα το αστυνομικό

Και σε περίμεναν να σε πιάσουν τα όργανα του νόμου.

 

Σκοπός σου ήταν να ταξιδέψεις κατόπιν στην Ελλάδα

Για να ανυψώσεις των σκλαβωμένων Ελλήνων το ηθικό

Να τους ανάψεις της ελευθερίας την πανύψηλη λαμπάδα

Να τους δώσεις φτερά δυνατά για τον μεγάλο ξεσηκωμό.

 

Γενιές ολόκληρες ζήσαν μες στην ανυπόφορη σκλαβιά

Τα λευκά άνθη της αυγής δεν είδαν και δεν γνώρισαν χαρά

Του Τούρκων τα σπαθιά σείονταν πάνω απ’ τα κεφάλια

Και τα όνειρα πνιγμένα στα αιματόβρεχτα ακρογιάλια.

 

Σφαγές τρομακτικές και θρήνοι σπαρακτικοί κι οιμωγές

Πάνω στης Ελλάδας το δύσμοιρο πολυβασανισμένο κορμί  

Εξισλαμισμοί, βία και για τα χαρέμια γυναικών αρπαγές

Παιδιά γενίτσαροι κι η θρησκεία υπό δίωξη απηνή.

 

Μνημεία αρχαιοελληνικά των πόλεων κατεστραμμένα

Τρόμος, καταπίεση και σβέρκα των ραγιάδων σκυμμένα

Και κρυφά σχολειά για να μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά

Και να υψώνουν το πνεύμα τους για να ’ρθει η λευτεριά.

 

Όταν έφτασες στην Τεργέστη  με τον φίλο σου Περραιβό

Οι αστυνομικοί σε συνέλαβαν σ’ ένα παραλιακό ξενοδοχείο

Κι ήταν Δεκέμβρης θυμωμένος κι έκανε κρύο τσουχτερό

Κι είχαν παγώσει τ’ άνθη και τουρτούριζε κάθε σαρκίο.

 

Σε ανέκριναν περίπου δέκα μέρες άγρια και βασανιστικά

Μα δεν μπόρεσαν ν’ αποσπάσουν απ’ τα χείλη σου μιλιά

Απογοητευμένος έμπηξες ένα μικρό μαχαίρι στην κοιλιά

Αλλά σώθηκες τελικά ύστερα από μια νοσηλεία μακριά.

 

Ο Αυστριακός διοικητής της Τεργέστης έγραψε επίσημα

«Σας στέλνουμε έναν φοβερό πολιτικό εγκληματία»

Κι αυτή η φράση προμήνυε σαφώς ποια θα ήταν η πορεία  

Πού θα σε οδηγούσε η αυστριακή πολιτική ηγεσία.

 

Σιδηροδέσμιος έφτασες ένα θλιβερό πρωινό στη Βιέννη

Κι η πλάση στέναζε αδιάκοπα σκυθρωπή και πληγωμένη

Οι Έλληνες όπου γης αγωνιούσαν απερίγραπτα για σένα

Και τα φυλλοκάρδια τους μουντά και μαραζωμένα. 

 

 

Από κει σε παρέδωσαν στων Τούρκων τα βάρβαρα χέρια

Και κλαίγαν τ’ αψηλά βουνά και δάκρυζαν τα περιστέρια

Σε φυλάκισαν στον ζοφερό Πύργο Νεμπόισα στο Βελιγράδι

Και σε βασάνιζαν ανελέητα μες στο βαθύ σκοτάδι.

 

Μαζί με σένα παρέδωσαν στου αιμοδιψή λύκου το στόμα

Κι επτά μέλη επιφανή της πατριωτικής εταιρείας ακόμα

Που είχαν κι αυτοί οι γενναίοι την ίδια δραματική μοίρα

Μες στου Πύργου τα υπόγεια που συνέθλιβαν κάθε σώμα.

 

«Έτσι πεθαίνουν τα παλικάρια, έσπειρα σπόρο αρκετό

Θα βλαστήσει και το γένος μου θα συνάξει γλυκό καρπό»

Τα τελευταία σου προφητικά λόγια πριν τον στραγγαλισμό

Και μια ασημένια λάμψη στου κελιού σου τον ουρανό.    

 

Σε στραγγάλισαν ένα τρισκότεινο του Ιουνίου βράδυ λερό

Και πέταξαν σαν σακί στον Σάβο τ’ αλύγιστό σου το κορμί

Λευκά ρόδα και δάφνες σπαρθήκαν στο ποτάμι τ’ ωχρό

Κι ο άνεμος προσκυνούσε την ηρωική σου τη μορφή.

 

Εσύ ο πρόδρομος της ελληνικής επανάστασης του 1821

Θα είσαι ανά τους αιώνες φάρος άσβεστος αστραφτερός 

Τα λόγια σου στη μνήμη του λαού μας ανεξίτηλα γραμμένα

Και το χυμένο σου αίμα μπογιά για της λευτεριάς το φως.