Ω ηρωικέ αρχιστράτηγε του 1821 Θεόδωρε Κολοκοτρώνη
Στο Ραμαβούνι πρωτάνοιξες τα μάτια σου τ’ αστραφτερά
Μ’ ενός πολύκλωνου δέντρου τη σκιά να σε περικυκλώνει
Ενώ απ’ του ήλιου τον δίσκο ξεχύνονταν πάλλευκα πουλιά.
Εκεί είχε βρει καταφύγιο η οικογένειά σου κυνηγημένη
Ύστερα απ’ τα Ορλωφικά, την επανάσταση την αποτυχημένη
Κι από μακριά ακούγονταν δυνατά οι ντουφεκιές κι οι οιμωγές
Κι ανάβανε φωτιές και σπαράζανε οι δόλιες οι καρδιές.
Σε κείνη την απόκρημνη πλαγιά σαν αγρίμια σκαρφαλωμένοι
Κι αφού περάσαν από λόγγους, ποτάμια και γκρεμνούς
Στρώσανε μερικά χαμόκλαδα στη μάνα σου την ατσαλωμένη
Και σε γέννησε κι άκουσες των Ελλήνων τους οδυρμούς.
Η γενιά σου φημισμένη εκπήγαζε απ’ το χωριό Ρουπάκι
Που βρισκότανε στα σύνορα Μεσσηνίας κι Αρκαδίας
Και ζούσαν μονάχα Έλληνες σε κάθε του γραφικό σπιτάκι
Και στην ψυχή του φώλιαζε η ζωηρή φλόγα της ελευθερίας.
Η οικογένειά σου στο Λιμποβίσι Αρκαδίας έμενε μακροχρόνια
Και πέρασες σ’ έναν πετρένιο πύργο τα παιδικά σου χρόνια
Στην Καστάνιτσα στη Μάνη με λιακάδα και με χιόνια
Και κάθε άνοιξη σού κελαηδούσαν ελεύθερα τ’ αηδόνια.
Σ’ αυτόν τον πύργο που κατέληξε η οικογένειά σου
Μυστικά μετά το ξαφνικό άτακτο φευγιό απ’ το Λιμποβίσι
Έμαθες για όλες τις σφαγές και μάτωνε η καρδιά σου
Άκουσες διηγήσεις φοβερές κι ο ήλιος έσβηνε στη δύση.
Πολύ σπάνια έβλεπες τον ατρόμητό σου τον πατέρα
Που με το ντουφέκι στο χέρι βρισκότανε απάνω στα βουνά
Πολεμώντας γενναιόψυχα τους Αρβανίτες νύχτα και μέρα
Και τον θαύμαζες κι ήθελες να μεγαλώσεις βιαστικά.
Ήθελες κι εσύ ν’ ανέβεις στων δύσβατων βουνών την κορφή
Να ζωστείς τ’ άρματα, να πιάσεις στο χέρι σου το σπαθί
Να πολεμήσεις εκείνους που βασάνιζαν των Ελλήνων τη ζωή
Να τραγουδήσεις λεύτερα με την αντρίκεια σου φωνή.
Τον πατέρα σου τον έτρεμαν οι Τούρκοι κι οι Αρβανίτες
Και πολεμούσαν να τον βρουν και να του πάρουν το κεφάλι
Και μάζεψαν στρατό κι ήρθαν εκεί για να τον πιάσουν οι θύτες
Και πολιόρκησαν την Καστάνιτσα με λύσσα μεγάλη.
Ο πατέρας σου, ο Κωνσταντής, πολέμησε με λεβεντιά
Όμως πληγώθηκε πολύ βαριά στη μάχη από μια σπαθιά
Τον βρήκανε οι Μπαρδουνιώτες και τον πετσόκοψαν οικτρά
Και δάκρυζε αδιάκοπα ο Ταΰγετος και τα σύννεφα ήταν μελανά.
Ήσουν δέκα χρονών σαν βούτηξες στην ορφάνια με πικρία
Και διέφυγες μαζί με τη μητέρα σου στο χωριό Μηλιά
Και σαν επήλθε μία ηρεμία στην Αλωνίσταινα στην Αρκαδία
Με τη μάνα σου να μοχθεί να θρέψει όλα της τα παιδιά.
Πήγαινες στην Τρίπολη με το γαϊδουράκι ξύλα φορτωμένο
Για να τη βοηθήσεις κατά δύναμη και τα πουλούσες εκειδά
Μα μια μέρα βροχερή γλίστρησε το ζώο το κουρασμένο
Σε μια λακκούβα με νερά και πιτσίλισε έναν Τουρκαλά.
Τότε αυτός βρόντηξε κι άστραψε με πρόσωπο πυρρό
Και χωρίς δισταγμό σού έδωσε ένα χαστούκι τρανταχτό
Τον κοίταξες ευθύς κι ορκίστηκες εκδίκηση να πάρεις με θυμό
Και στην Τριπολιτσά δεν ξαναπήγες ύστερα απ’ αυτό.
Στα δεκαεπτά σου έγινες του Λεονταρίου οπλαρχηγός με τιμή
Και παντρεύτηκες στα είκοσί σου χρόνια μια μέρα ανθηρή
Την Αικατερίνη Καρούτσου που είχε μελιστάλαχτη ψυχή
Κι έκαμες τρεις λεβέντες γιους και μια κόρη άξια και καλή.
Σύντομα οργίστηκε με σένα της ημισελήνου το δρεπάνι
Και ξεκίνησες με τα παλικάρια σου ανταρτοπόλεμο σφοδρό
Η Υψηλή Πύλη εξέδωσε αργότερα εναντίον σου φιρμάνι
Κι εξαπολύθηκε για να σε σκοτώσουν ανελέητο κυνηγητό.
Τότε εσύ επιτέθηκες στα τουρκοχώρια με πάθος κι ορμή
Κυνηγημένος κατέφυγες στον Πύργο του Δουράκη στη Μάνη
Και διαδοχικά στη Ζάκυνθο με την οικογένειά σου μαζί
Μετά από ένα ταξίδι που για να γραφτεί θέλει πολύ μελάνι.
Εκεί στη Ζάκυνθο υπηρέτησες στον Αγγλικό Στρατό
Και μυήθηκες στου πολέμου τις τεχνικές με τρόπο αποδοτικό
Και διακρίθηκες κι ανέβηκες στου ταγματάρχη τον βαθμό
Και σε θαύμαζαν οι Άγγλοι κι όλο το σώμα το ελληνικό.
Στη Ζάκυνθο πέθανε κι η γυναίκα σου κι όλα ήταν σκοτεινά
Κι ο θάνατός της σε συγκλόνισε και σου ράισε την καρδιά
Και σου μαράζωσε τη ζωή και στα μάτια σου δάκρυα πολλά
Και τα χλωρά φύλλα πέσανε απ’ της ψυχής σου τα κλαδιά.
Είχες ήδη γίνει μέλος της μυστικής Φιλικής Εταιρείας
Που προετοίμαζε πυρετωδώς την Ελληνική Επανάσταση
Κι ονειρευόσουνα ν’ ανθοβολίσει το λουλούδι της ελευθερίας
Κι ονειρευόσουνα με πάθος του Έθνους μας την Ανάσταση.
Επέστρεψες ύστερα από δεκαπέντε χρόνια στη Μάνη
Δύο μήνες πριν υψωθεί της Επανάστασης η ιερή σημαία
Και γνώριζες την περίλαπρη μέρα που η καμπάνα θα σημάνει
Κι έκαμνες προετοιμασίες κι οι Τούρκοι δεν είχαν ιδέα.
Ήσουν εκεί σαν καταλήφθηκε αναίμακτα η Καλαμάτα η λαμπρή
Και την ημέρα του Ευαγγελισμού έλαμψε ο γαλάζιος ουρανός
Και στον αγέρα ακούστηκε της λευτεριάς η ηχηρή κλαγγή
Kαι την Επανάσταση ευλόγησε χαρμόσυνα ο Θεός.
Κι ήρθε μετά η μεγαλειώδης νίκη στο Βαλτέτσι στη Μαντινεία
Υπό τη δική σου εμπνευσμένη και πανέξυπνη ηγεσία
Εκεί απέκρουσες τους Τούρκους κι έφυγαν ατάκτως μ’ αγωνία
Κι άφησαν τριακόσιους νεκρούς στων μαχών τα πεδία.
Η νίκη αυτή άνοιξε τον δρόμο για ν’ αλωθεί η Τριπολιτσά
Των Τούρκων το κέντρο το νευραλγικό σ’ όλο τον Μοριά
Που έπεσε στα τέλη του Σεπτέμβρη μια μέρα απάνεμη γλυκιά
Κι ανθοβολούσε ο ήλιος και δάκρυζε από χαρά η Παναγιά.
Και σαν μπήκες τροπαιούχος στην κατακτημένη πόλη
Έκοψες τον πλάτανο που κρέμαγαν τους Έλληνες με λύσσα
Και γιόρταζε τ’ ουρανού το περβόλι και σε δοξάζανε όλοι
Οι Ρωμιοί κι είχε φύγει απ’ την ψυχή τους η πίσσα.
Έτσι περιήλθε η Πελοπόννησος όλη στα ελληνικά χέρια
Εκτός από λίγα φρούρια κι ατσαλώθηκε του λαού το ηθικό
Κι υπήρξαν χιλιάδες όπλα λάφυρα και μειδιούσαν τ’ αστέρια
Εθνική Ανάσταση κι αυθεντικό βάπτισμα πολεμικό.
Μα οι Τούρκοι έστειλαν τον Δράμαλη κι είχε θερινή λιακάδα
Για να καταπνίξει την Επανάσταση που κέρδιζε σε ικμάδα
Με τριάντα χιλιάδες άνδρες μπήκε στην αργολική πεδιάδα
Και κατέλαβε το Άργος μα πίσω είχε την ουρά η αχλάδα.
Τότε εσύ έδωσες εντολή ευφυή να καούν όλα τα σπαρτά
Και να καταληφθούν καίριες θέσεις για ν’ αποκλεισθεί εκειδά
Μετά άρχισαν για τον στρατό του αρρώστιες, δίψα και πείνα
Η ανομβρία είχε στερέψει τα πηγάδια σε ευρεία ακτίνα.
Ο Δράμαλης κινείται τότε προς την Κόρινθο απ’ τα Δερβενάκια
Κι εκεί τον περίμενες εσύ κάθε μέρα μα κι όλα τα βραδάκια
Κι εκφωνούσες γερά λόγους εμψυχωτικούς στα βουναλάκια
Κι ατσάλωναν οι άνδρες σου κι έσταζαν χαμόγελα τα αστεράκια.
Μόλις ο στρατός του Δράμαλη πλησίασε σφαίρες χαλασμός
Αμέτρητα Τούρκων πτώματα και ζάλη στου πασά το κεφάλι
Τον νίκησες παλικαρίσια και σε περιέλουσε ξανά το φως
Κι έσωσες την Επανάσταση κι η δόξα σου λαμπρή και μεγάλη.
Μα μετά ήρθε με τον θάνατο του γιου σου άλλη βαθιά θλίψη
Αντίπαλοί σου σκότωσαν τον Πάνο με μια σφαίρα στο κρανίο
Μες στου τραγικού Εμφυλίου Πολέμου τη διάσπαρτη σήψη
Και λαφυραγώγησαν το νεκρό του σώμα με τρόπο αχρείο.
Σε καταδίκασαν σ’ εξορία στην Ύδρα στον Προφήτη Ηλία
Κι ενώ σε πήγαιναν στο πλοίο στ’ Ανάπλι στον μόλο συνοδεία
Ένας κυβερνητικός όχλος σού πετούσε πέτρες κι αποφάγια
Μια πέτρα σε πέτυχε στο μάτι και το αίμα έρρεε στα πλάγια.
Εκεί στο μοναστήρι γνώρισες τη Μαργαρίτα Βελισσάρη
Μια καλόγρια που σε γοήτευσε και την ερωτεύτηκες σφοδρά
Κι έκαμες μαζί της τον Παναγιωτάκη και τον είχες καμάρι
Κι έμεινε μαζί σου μέχρι τον ξαφνικό σου θάνατο πιστά.
Ο Σουλτάνος ζήτησε της Αιγύπτου τη βοήθεια απελπισμένος
Κι έτσι αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ Πασάς
Τότε αμέσως σ’ αποφυλάκισαν και με τ’ άρματα ζωσμένος
Άρχισες τον κλεφτοπόλεμο δυναμικά και σ’ υμνούσε ο Μοριάς.
Ο Ιμπραήμ είδε των Ελλήνων την αντίσταση τη σθεναρή
Κι εφάρμοσε για να καμφθεί του προσκυνήματος τον τρόπο
«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!» φώναξες εσύ
Και κράτησες ζωντανή την επαναστατική φλόγα στον τόπο.
Κι ύστερα ήρθε η ναυμαχία του Ναβαρίνου όπου κατά κράτος
Ηττήθηκε και καταστράφηκε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος
Και σε λίγα χρόνια γεννήθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος
Και ήταν πάντοτε καίριος ο δικός σου ο πολιτικός ο ρόλος.
Σε συνέλαβαν Σεπτέμβρη σαν ήταν ο Όθωνας στην Ελλάδα
Στο Ναύπλιο και σ’ οδήγησαν για δεύτερη φορά στη φυλακή
Κι είχε χάσει τα λογικά του ο ουρανός κι είχε βαθιά θαμπάδα
Κι η ελληνική σημαία κυμάτιζε θλιμμένη και μ’ άφατη οργή.
Έμεινες εννιά μήνες στα ζοφερά μπουντρούμια στο Παλαμήδι
Και δεν έβλεπες κανέναν εκτός απ’ τον δεσμοφύλακά σου
Ούτε ένα κομματάκι ουρανό ούτε ένα του φεγγαριού στολίδι
Και σταυροκοπιόσουν μ’ απορία για τα παθήματά σου.
Πολιτικοί αντίπαλοι σε κατηγόρησαν για εσχάτη προδοσία
Ότι προετοίμαζες σε βάρος του Όθωνα τάχα μου συνωμοσία
Για να επιβάλλεις στη χώρα τη δική σου καταστροφική εξουσία
Και σ’ αυτό πρωταρχικό ρόλο είχε η βαυαρική Αντιβασιλεία.
Σε καταδίκασαν σε θάνατο μαζί με τον Πλαπούτα Μάη μήνα
Με τη διαφωνία των άξιων δικαστών Πολυζωίδη και Τερτσέτη
Κι η ποινή έπρεπε να εκτελεστεί συντομότατα στην γκιλοτίνα
Μα σε τρεις μέρες ο Όθωνας τη μετέτρεψε σε είκοσι έτη.
Η δίκη αυτή αποτυπώνει του ελληνικού λαού το δράμα
Που βιώνει της ξενοκρατίας και της εθελοδουλίας τα δεινά
Από τότε μέχρι και σήμερα χωρίς σταματημό χωρίς χάσμα
Σε μια πατρίδα που δεν έγινε ποτέ ανεξάρτητη αληθινά.
Ένα χρόνο μετά o Όθωνας υπέγραψε την αποφυλάκισή σου
Και διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας την ηρωική μορφή σου
Και χάρηκε πολύ βαθιά ο λαός για την απελευθέρωσή σου
Και γέρος πια ξεδίπλωσες στον Τερτσέτη όλη τη θύμησή σου.
Ύστερα από γλέντι στο παλάτι σ’ επισκέφτηκε ο Χάρος
Κι έσβησες εσύ, του Ελληνισμού ένας ολοφώτεινος φάρος
Και ξημέρωσε τρισκότεινη αυγή εκείνο τον θλιβερό Φλεβάρη
Και σπάραζε η Ακρόπολη κι είχε χαθεί του ήλιου το λυχνάρι.
Η πάνδημη κηδεία σου έγινε στης Αγίας Ειρήνης τον ναό
Και στα πόδια σου είχε τοποθετηθεί μια τουρκική σημαία
Για να συμβολίζει τις νίκες σου και το σπαθί σου το τρομερό
Που σαν το έβλεπαν οι Τούρκοι πάθαιναν σύγκρυο ακαριαία.
Το φέρετρό σου ακολούθησε μια πομπή χιλιάδων λαού
Κι η ταφή σου έγινε στων Αθηνών το Πρώτο Νεκροταφείο
Λουλούδια ’πεφταν απ’ την αγκάλη του ολογάλανου ουρανού
Κι όλοι υποκλίνονταν στο απροσμέτρητό σου μεγαλείο.
Μετά θάνατον τιμήθηκες απ’ την Ελληνική Πολιτεία
Με τον βαθμό του Στρατάρχη και μπροστά στην Παλαιά Βουλή
Στήθηκε το έφιππο άγαλμά σου κι εσύ να δείχνεις μ’ ανδρεία
Του πατριωτισμού τον δρόμο σ’ όλες τις γενιές σ’ αυτή τη γη.
Ω θρυλικέ γέρο του Μοριά με την άφθαστη τη λεβεντιά
Εσύ θα είσαι για πάντα σε όλων των Ελλήνων την καρδιά
Εσύ που λευτέρωσες το σκλαβωμένο Έθνος απ’ την Τουρκιά
Εσύ που έσωσες το Έθνος απ’ τον αφανισμό και τη φωτιά.