Αχ αυτές οι κολώνες στην πλατεία! Της ΔΕΗ εννοώ.

Φυτεμένες εδώ κι εκεί στις πόλεις και τα χωριά, δε λέω, μεταφέρουν το ρεύμα στα σπίτια. Αλλ’ όμως είναι φορτωμένες και με πολύχρωμα τετράγωνα χαρτάκια. Το ένα πάνω στο άλλο. Πού να φτάσει ο χώρος τους; Οι βιομηχανίες των γραφείων τα γράφουν και τα κολλάνε. Ανελλιπώς. Κάθε μέρα. Πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Και γιατί όχι και τα μεσάνυχτα. Μη χειρότερα που λέμε!

Και περνάει ο κόσμος από δίπλα τους. Βολταδόροι, εργαζόμενοι, βιαστικοί, χαλαροί, όλοι σχεδόν εδώ κάνουν στάση. Κόβουν το βήμα τους και σπρώχνουν ο ένας τον άλλον να τα διαβάσουν. Βάζουν, βγάζουν τα γυαλιά, σκύβουν, τεντώνονται, μονολογούν. Άλλοι κάνουν μορφασμούς και κουνάν το κεφάλι τους. Μοιάζουν σαν να μην πιστεύουν σ’ αυτά που βλέπουν επάνω τους κι όσα ακούν πίσω τους στα σχόλια. Μερικοί μάλιστα, αναλογιζόμενοι για την τύχη τους κάνουν και τον σταυρό τους. Λες και είναι μέσα σ’ εκκλησία. Μετά το απανωτό σταυροκόπημα απομακρύνονται γρήγορα. Καθώς όμως φεύγουν κάποιοι,  χωρίς να το θέλουν, πέφτουν σε ζαρντινιέρες με λουλούδια. Τόση είναι η σαστιμάρα τους. Ευτυχώς, όμως, χωρίς πολλά ντράβαλα για την υγεία τους. Άντε με κανένα γόνατο γδαρμένο. Τί τις ήθελε και τις έβαλε κι αυτές ο Δήμος; Τάχατες να ομορφαίνει η πλατεία μας. Σιγά….

Αλλ’ εμείς τι να πούμε. Θα τρελαθούμε όλοι μας μ’ αυτά τα πανύψηλα μαραφέτια της ΔΕΗ.

Σ’ αυτήν την πλατεία λοιπόν της πόλης. Στη μικρή πλατεία που λέει κι ο Χατζής σ’ ένα απ’ τα τραγούδια του, που δεν ξέρω αν όλα είναι αστεία με τις κολώνες. Και συνεχίζω. Πραγματικά πίνακες δυσάρεστων μαντάτων με το ασύδοτο χαρτομάνι στο σώμα τους, ποιος θα πάει απέναντι στις καφετέριες και δε θα τις ρίξει, πέρα απ’ τη μελέτη και το μοιρολόι κάποιων που είπαμε, έστω και μια φευγαλέα ματιά; Έτσι, για να του φτιάξει το κέφι την ώρα που θα πίνει τον καφέ και θ’ ανάβει το τσιγαράκι του. Με θέμα βέβαια συζήτησης στην παρέα για αρκετό χρόνο το γεγονός της κολώνας. Πως, πού, πότε και γιατί, κρίμα και τα τοιαύτα δίνουν και παίρνουν. Όλα, κι αυτό είναι σίγουρο, στα πλαίσια του πραγματικού ενδιαφέροντος για τον συνάνθρωπο και.. του κοινωνικού σχολίου! Και στο σήκωμα του φλυτζανιού, δώστου οι αμπελοφιλοσοφίες εκ του προχείρου για την ανθρώπινη ύπαρξη, τα δεινά της ζωής, τις λίγες χαρές και γιατί όχι της ματαιότητας των πάντων.

Δεν πάει καιρός που σε μια τέτοια, ας πούμε δακρύβρεχτη κολώνα, πήρε το μάτι μου τον φίλο μου τον Κλέαρχο. Μέσης ηλικίας ο τύπος, ανάμεσα σε μεγαλύτερους, κοίταζε με περιέργεια τα χάρτινα μπιλιετάκια και με φτιαχτή θλίψη άκουγε τους άλλους, που καθώς τα έβλεπαν, έλεγαν γενικά για το αβέβαιο μέλλον των ανθρώπων. Και, λίγο ψηλότερος απ’ τους άλλους το φιλαράκι, διευκόλυνε την ανάγνωση των ονομάτων όσων δεν έφταναν να τα διαβάσουν. Διάβαζε αυτός κι άλλοι περίλυποι έριχναν το κεφάλι στη γη. Η όλη σκηνή είχε και μια δόση από κομέντια ντελ άρτε!

Σοβαρός όσο μπορούσα κι εγώ μια μέρα πήγα κοντά τους. Ξαφνιασμένος ο φίλος όταν με είδε, χωρίς κάτι να τον ρωτήσω, μ’ εκείνο το ύφος που δεν ξέρεις πότε αστειεύεται και πότε μιλάει σοβαρά, μου είπε: «Κάνω χρήση των προσόντων μου και βοηθώ μερικούς που ο Θεός τους έκανε κοντούς». Ούτε καν του αφιλότιμου του πέρασε η ιδέα πως μπορούσε να δυσαρεστήσει εκεί κάποιες δακρυρροούσες μινιατούρες. Τέλος πάντων.

Δίπλα στο σιδερένιο παγκάκι κι ο μπάρμπα-Τάσος. Μόνιμος κάτοικος της πλατείας, παρατηρούσε τους «γύρω γύρω όλοι στη μέση η κολώνα» και μέσα απ’ την άσπρη μουστάκα του έσκαγε στα γέλια. «Ρε», φώναξε με βραχνιασμένη φωνή στον Κλέαρχο, που εκείνη τη στιγμή έδινε ρεσιτάλ στο διάβασμα, «πες τους ότι όλοι θα περάσουν απ’ εδώ και ότι όλοι θα κρεμαστούν με συνδετήρες στη ΔΕΗ». Με μερικούς, βέβαια, εκείνη τη στιγμή που τον άκουσαν να φτύνουν τον κόρφο τους…

Σχεδόν ταυτόχρονα, απ’ το πουθενά, έσκασε μύτη στην ομήγυρη και η Σοφία η βαδίστρια με τα τσόκαρα στα πόδια της και τη μωβ καθημερινή της στολή. Κι αυτή, τακτική θαμώνας της πλατείας, έπιασε τη γωνίτσα της πάνω στο τσιμεντένιο κιγκλίδωμα που προστατεύει τον χώρο της απ’ τον δρόμο με τα οχήματα. Χωρίς να μιλήσει σε κανέναν άφησε κάτω, ανάμεσα στα πόδια της, την μαζεμένη στα χέρια της νάιλον και πορτοκαλί σακούλα, που πάντοτε κουβαλάει σαν απαραίτητο αξεσουάρ και ύστερα, κατακουρασμένη απ’ το περπάτημα, έψαξε στις τσέπες της ν’ ανάψει τσιγάρο. Όταν δε βρήκε αναγκάστηκε να κάνει τράκα σ’ έναν διερχόμενο. Δε βαριέσαι, γι’ αυτή παλιά μου τέχνη κόσκινο! Τράβηξε κάνα δυο τζούρες και με τον καπνό στα μάτια κοίταξε και είπε σ’ όσους ήταν μαζεμένοι και λιβάνιζαν την κολώνα:

«Αμάν πια μ’ αυτές τις κολώνες. Κάθε μέρα η ΔΕΗ κάνει προσλήψεις. Σήμερα, βλέπω έκανε κι άλλες. Τι στο καλό. μέσον έχουν όλοι αυτοί; Λοιπόν. Αν με κάνετε πρωθυπουργό θα καταργήσω τις κολώνες. Σας το λέω». Και γέλασε σαρκαστικά.

«Μπράβο Σοφούλα», λέω από μέσα μου όταν την άκουσα. «Έχεις γούστο και τρελό χιούμορ. Άκου προσλήψεις της ΔΕΗ τα κηδειόχαρτα πάνω στις κολώνες. Θέλεις να γίνεις και πρωθυπουργός!»

Ακόμα δεν τέλειωσα τη σκέψη μου και  «μπαμ» εμφανίζεται μπροστά μας ένας τυπάς με μηχανάκι και κράνος. Κρατάει στα χέρια του ένα χαρτί και με κάποιο εργαλείο το κολλάει στα γρήγορα πάνω στην περιβόητη κολώνα και ανάμεσα στα άλλα χαρτιά. Όλοι καταλάβαμε περί τίνος επρόκειτο… Ήταν νέα πρόσληψη κατά τα… λεγόμενα της Σόφης!

«Αχ Σοφάκι, Σοφίτσα μου», ξαναείπα τότε από μέσα μου, όταν τον είδα να εξαφανίζεται.  «Δαγκωτό, σε ψηφίζω σήμερα για πρωθυπουργό!

1-3-2023

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ