Ω μάρτυρα του κυπριακού αγώνα Ευαγόρα Παλληκαρίδη

Στης Πάφου το ορεινό χωριό, στην αμφιθεατρική Τσάδα

Ξεκίνησες Φλεβάρη σ’ αυτήν τη γη το ηρωικό σου ταξίδι

Και στον καταγάλανο ουρανό είχε ολόχρυση λιακάδα.

Ήσουν μιας πολύτεκνης οικογένειας το τέταρτο παιδί

Στο σχολείο ολόλαμπρος χαρακτήρας κι άριστος μαθητής

Τα βήματά σου πάντοτε οδηγούσε της λευτεριάς η φωνή

Πρωτοπόρος, χαλύβδινος κι ατρόμητος μαχητής. 

 

Ήταν αρχές Ιούνη κι η Ελισάβετ θα στεφόταν Βασίλισσα 

Στο «Ιακώβειο Γυμναστήριο» υψώθηκε η σημαία η αγγλική

Οι μαθητές της Πάφου εξοργίστηκαν σαν την αντίκρισαν

Κι οργάνωσαν διαδηλώσεις αμέσως για να υποσταλεί.

 

Τότε εσύ σαν αγέρωχος αετός αναρριχήθηκες στον ιστό

Την κατέβασες και την έσκισες και την έκαμες κομμάτια

Και σε υμνολογούσε η Πάφος και σε θαύμαζε το σκολειό

Και σε δόξαζε η Ελλάδα και φουρκίζονταν τα παλάτια.

 

Προκειμένου όμως να μην κηλιδωθεί μ’ αίμα η στέψη

Οι Άγγλοι απέσυραν τους αστυνομικούς μετά από σκέψη

Η Πάφος έγινε το μόνο μέρος που δεν έγιναν εορτασμοί

Σ’ έπιασαν μα σ’ άφησαν χάριν στην ηλικία σου τη νεαρή.

 

Ήταν καλοκαίρι σαν πήγες στην ελεύθερη Ελλάδα με χαρά

Η γαλανόλευκη καρδιά σου αδιάκοπα χτυπούσε δυνατά

Το πολυπόθητο όνειρό σου έπαιρνε σάρκα και οστά

Κι εντός σου άναβε της ελπίδας η δάδα για τη λευτεριά.

 

Γύρισες στην Κύπρο κι έφερες μαζί σου κι ένα πιστόλι

Με την έναρξη του αγώνα αμέσως μπήκες στα πιο βαθιά 

Μετείχες σε σαμποτάζ κυβερνητικών κτιρίων στην πόλη

Κι ο δρόμος σου με δάφνες μα κι αγκάθια και καρφιά. 

 

Οι Άγγλοι έλαβαν μέτρα ασφαλείας ιδιαίτερα αυστηρά

Απαγόρευαν την κυκλοφορία κι έκλειναν μεμιάς σκολειά

Δημιούργησαν στρατόπεδα συγκέντρωσης αποκρουστικά

Επέβαλλαν τον θάνατο για οπλοφορία κι άλλα πολλά.

«Την Ελλάδα θέλουμε κι ας τρώμε πέτρες» το σύνθημα αυτό

Σε κάθε στόμα, σε κάθε καρδιά, σε κάθε ελληνική ψυχή

Σε κάθε τοίχο, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σκολειό

Σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, σ’ όλη την Κύπρο τη γαλανή.

 

Σε συνέλαβαν μια μέρα και σε προσήγαγαν σε δίκη ξανά 

Σαν επιτέθηκες σε στρατιώτες αγγλικής περιπόλου ηρωικά

Μα το ’σκασες κι έγινες αντάρτης και πήρες τα βουνά

Και χάραζε στην πλάση και κελαηδούσαν τα πουλιά. 

 

«Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια» ποίημα

Έγραψες στους συμμαθητές σου μέσα σε συγκινητικό κλίμα

Του αποχαιρετισμού το ποίημα «να βρω τα σκαλοπάτια

Που παν’ στη Λευτεριά» κι έμεναν έκθαμβα τα μάτια.

 

Για πέντε χιλιάδες λίρες σ’ επικήρυξαν τ’ αγγλικά στρατά

Μα εσύ εκεί στα βουνά ένιωθες της λευτεριάς την αναπνιά

Του χρυσαφένιου ήλιου την αυγινή χαρμόσυνη λαλιά

Της σελήνης το γλυκό χάδι, των άστρων τη φεγγοβολιά.  

 

Πορεία στη νύχτα και στα χείλη τραγούδια αγωνιστικά 

Με τους άλλους αντάρτες σε πυκνά δάση και λαγκάδια

Στην καρδιά σου ανθισμένα τριαντάφυλλα λευκά

Κι ενίοτε διανυκτέρευση σε σπίτια πατριωτών τα βράδια.

 

Ήταν τέλη του Μαΐου όταν η ομάδα σου έστησε ενέδρα

Εκεί στην Κινούσα σ’ αγγλικά καμιόνια με τρεις νεκρούς

Κι αργοσάλευαν οι παπαρούνες και θρόιζαν τα δένδρα

Κι οι αγρότες πλέκανε δόξας στεφάνια στους αγρούς.

 

Είχε αστροφεγγιά, δυνατό άνεμο και κρύο εκείνη τη νυχτιά

Που εσύ κι άλλοι δύο πέσατε σε περίπολο αγγλική ξαφνικά

Εκεί στη Λυσό κοντά σ’ έπιασαν σ’ έναν δρόμο χωμάτινο

Με τα ζώα φορτωμένα μ’ όπλα και το φεγγάρι χάρτινο.

 

Σε μετέφεραν στο Κτήμα, στο στρατόπεδο «Δασούδι»

Όπου σε βασάνισαν μα δεν λύγισες μήτε για μια στιγμή

Και βλάσταινε ένα χρυσοκίτρινο δεκεμβριάτικο λουλούδι

Στης ανατολής την ασυννέφιαστη πύλη τη γαλαζωπή.

 

 

Μετά σε πήγαν στις Κεντρικές Φυλακές στη Λευκωσία

Και σε παρέπεμψαν σε δίκη για διακίνηση οπλισμού

«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε» είπες στους διώκτες σου

Με λεβεντιά «Ό,τι έκαμα το έκαμα για την ελευθερία» .

 

Σε καταδίκασαν σε θάνατο δια απαγχονισμού μανιασμένα

Η μορφή σου απαθής και τα μάτια σου διόλου ταραγμένα     

Η ελληνική σημαία με κρότο ανέμιζε περήφανη για σένα

Και των ηρώων τ’ αγάλματα δακρύζανε συγκινημένα.

 

Οι συμμαθητές σου ευθύς απείχαν απ’ τα μαθήματά τους

Ζητώντας διαμαρτυρόμενοι να σου απονεμηθεί χάρη

Ατέρμονα σπάραζε και πονούσε η ραγισμένη καρδιά τους

Και στο σχολείο σου σεργιάνιζε ματωμένο το φεγγάρι.  

 

Η ελληνική κυβέρνηση, σαράντα βουλευτές Άγγλοι

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος και πολλοί άλλοι

Ζήτησαν έντονα να μην εκτελεστεί η θανατική σου ποινή

Κι η ελπίδα για τη σωτηρία σου φτερούγιζε σε κάθε ψυχή. 

 

Μα ο Χάρντινγκ που βασάνιζε της Κύπρου την καρδιά

Απέρριψε όλα τα αιτήματα χωρίς συζήτηση καμιά

Κι ήταν ανοιχτός ο δρόμος για την εκτέλεσή σου πια

Μες στου Μάρτη την πληγωμένη ανθοβολούσα αγκαλιά.  

 

Τις δυο τελευταίες εβδομάδες τής φυλάκισής σου

Τις πέρασες με καρτερία κι ακλόνητη πίστη στον σκοπό

Για τον οποίο θα έδινες την ανθοπλημμυρισμένη ζωή σου

Υψώνοντας των υπόδουλων Ελλήνων Κυπρίων το ηθικό. 

 

«Την Ελλάδα αγαπώ, αλλά και σένα» απήγγειλες δυνατά

«Μ’ έναν έρωτα μεγάλο, αληθινό» της ψυχής σου η λαλιά

«Τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα» συνέχιζες σθεναρά

«Τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό» κι έσειαν τα κελιά. 

 

Και στο τελευταίο σου γράμμα με συγκλονιστική ευψυχία

«Το να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα είναι πράγμα καλό

Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία

Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου» κι έσταζες ενθουσιασμό.

 

 

Μεσάνυχτα άφησαν τη μάνα σου να ’ρθει στο κελί σου τελικά

Τα μάτια της σαν σε είδε πλημμύρισαν δάκρυα καυτά

«Μην θρηνείς μάνα, πεθαίνω για την Ελλάδα» είπες ηχηρά

Και την εμψύχωνες και την παρηγορούσες θαρρετά.

 

Σ’ έβγαλαν απ’ το κελί και βάδιζες περήφανα και γενναία

Εν μέσω ισχυρών επευφημιών των συγκρατούμενών σου

Τα στήθη σου ατσαλένια και τα φυλλοκάρδια σου ακμαία

Και πέρα και μακριά οι γερές φωνές των συναγωνιστών σου.    

 

Σ’ οδήγησαν στον χώρο που υπήρχε η αγχόνη η φρικτή

Έψελνες αδιάκοπα τον εθνικό ύμνο με συγκινημένη φωνή

Σου πέρασαν τη θηλιά και τότε άνοιξε με κρότο η καταπακτή

Αυτό ήταν το ηρωικό πέρασμά σου στην αιώνια ζωή.

 

Οι τύραννοι σ’ έθαψαν στον μικρό περίβολο των φυλακών

Που σήμερα ονομάζονται «Φυλακισμένα Μνήματα»

Προσκύνημα ιερό όλων των Ελλήνων, όλων των γενεών

Εκεί που σαν φτερά ίπτανται αέναα πατριωτικά μηνύματα.

 

Εσύ Ευαγόρα θα είσαι πάντα του φωτός ο εκλεκτός γιος

Και θα δείχνεις με τη θυσία σου σ’ όλους τον υψηλό δρόμο

Των ιδανικών τον δρόμο, του πατριωτισμού τον ωραίο δρόμο

Και δεν θα ξεχάσει ποτέ τον ηρωισμό σου ο Ελληνισμός.