Φθινόπωρο. Πρώτα έκανες πολύ δειλά την εμφάνισή σου στον κήπο μας. Με τα φύλλα στα δέντρα ν’ αλλάζουν το χρώμα τους. Να γίνονται λες και πέρασε από πάνω τους ένας αόρατος ζωγράφος και με το πινέλο του τα έπιασε ένα ένα και τα έβαψε με μεγάλη τέχνη κίτρινα, ίσως και λίγο καφέ, ίσως και λίγο χρυσά, ίσως… πώς να πεις για το ταλέντο του!
Και πραγματικά. Πόσο όμορφες έγιναν κι αυτήν την εποχή οι μηλιές, οι ροδακινιές κι εκείνες οι νυφούλες μας οι ροδιές, που πριν από λίγες μέρες είχαν ακόμα επάνω τους τα κατακόκκινα ρόδια;
Στις άκρες του κήπου, να και τα χαρούμενα κυκλάμινα. Μέσα σε μια νύχτα ξεπετάχτηκαν κι αυτά απ’ το χώμα και καλωσόρισαν την εποχή με το ροζ, το μωβ και το κόκκινο χρώμα τους. Μαζί στα παρτέρια κι οι κατιφέδες και τα χρυσάνθεμα, που είπαν και του λόγου τους να μην ξεχάσουν να βάλουν την ομορφιά τους, από τότε, του Αϊ- Δημήτρη.
Πάνω στο μπαλκόνι λυσσαλέος αναρριχητής και το γιασεμί. Κάθε πρωί τα τελευταία του άνθη πριν τον χειμώνα μιλάνε με τον ήλιο. Λούζονται στο φως του και το βράδυ πιάνουν συζήτηση μ’ εκείνο τ’ απαλό αεράκι, που φυσάει και παίρνει τ’ άρωμα τους να το πάει σ’ ανθρώπους που μέχρι τα χαράματα δε λένε να κλείσουν τα μάτια τους και να κοιμηθούν.
«Κοιτάξτε», φώναζε και ξαναφώναζε με θαυμασμό η γιαγιά μας καθισμένη στο κατώφλι της εξώπορτας του σπιτιού και δείχνοντας με το χέρι της τον κήπο που απλωνόταν μπροστά της.
«Κοιτάξτε καλά μου παιδιά», έλεγε, «πώς αλλάζει η φύση και σε λίγο θα έρθει κι ο χειμώνας!»
Δεν απαντούσαμε. Μόνο σηκώναμε τα μάτια μας και βλέπαμε τα σύννεφα ψηλά στον ουρανό. Κι όπως κοιτάζαμε, νιώθαμε και τις πρώτες ψιχάλες να πέφτουν επάνω μας. Και μετά, δεν ξέρω. Ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
Με τις ψιχάλες να δυναμώνουν βγαίναμε και στον δρόμο που διέσχιζε το χωριό και το κομμάτιαζε στα δύο. Στις άκρες του, πάνω στις κολώνες και τα σύρματα του τηλεφώνου αλλά και σ’ εκείνα του ηλεκτρικού ρεύματος, χιλιάδες πουλιά ακροβατούσαν, τσίριζαν και συζητούσαν για την επόμενη μέρα τους. Το ταξίδι τους στις ζεστές χώρες.
Όχι πως δεν ήθελαν να ζήσουν μαζί σου αγαπημένο μας φθινόπωρο! Ούτε και πως εσύ τα διώχνεις μακριά σου γιατί δε θέλεις να τα βλέπεις. Αλλά να, επειδή έτσι τα έκανε ο Θεός να φεύγουν ταξίδια μακρινά και να ζείτε μαζί μονάχα όσο κρατάει να «χαιρετίσει» ο ένας τον άλλον. Τόσο λίγος ο χρόνος, όμως, μεγάλη η επιθυμία σας για την επόμενη συνάντηση. Ξέρετε εσείς. Πάλι εδώ πάνω στα σύρματα με τη βροχούλα τ’ αποχαιρετισμού.
Παρατηρώντας όλα αυτά μ’ απορία εμείς οι μικροί θαυμαστές όλων αυτών που αποκαλύπτονταν στη φύση, κατάπληκτοι απ’ τη μαγεία της εικόνας, σηκώναμε τα χέρια και σου ευχόμασταν ακριβό μας φθινόπωρο ξανά και ξανά το καλωσόρισες και στους ταξιδιώτες σου τα πουλιά, ώρα τους καλή και να μας έρθουν πάλι του χρόνου.
Ακόμα, παντοτινοί σου λάτρες, αιώνιοι εραστές των χρωμάτων σου, τρέχαμε κι αλλού να σε βρούμε. Εκεί στο δάσος μας έξω απ’ το χωριό με τα πολλά ποτάμια και τον μπλε τον μύλο. Και σε βρίσκαμε Τι ευτυχία για όλους μας! Περπατώντας μέσα στην καρδιά του πανέμορφου αυτού τόπου αισθανόμασταν το μεγαλείο σου να μπαίνει απ’ τα μάτια μας βαθιά μέσα στην ψυχή μ’ εκείνη την απόλυτη, εκκωφαντική ησυχία που επικρατούσε ανάμεσα στα δέντρα και με τα πολλά κίτρινα φύλλα επάνω τους, που κάθε τόσο έπεφταν πάνω στα κεφάλια μας και μιλούσαν για σένα. Τον ατέλειωτο ρομαντικό μας φίλο!
Έρημη πολιτεία εδώ τώρα ο χώρος, μ’ όλα τα έμψυχα και τ’ άψυχα μέσα στα φυλλοκάρδια του να είναι σε μια κατάσταση πρωτόγνωρης γαλήνης και νεκρικής σιγής. Νιρβάνα. Δε βλέπαμε πεταλούδες και δεν ακούγαμε πια τα πουλιά να κελαηδούν. Ούτε να ξεπετάγονται από δίπλα μας τρομαγμένα ζωάκια και με τα μάτια τους να μας κοιτάνε περίεργα. Σήμερα ακούμε μονάχα τους γυάλινους ήχους των νερών που τρέχουν στα ποτάμια και φτάνουν στ’ αυτιά μας σαν απαλές, γλυκές νότες παλιού και ξεχασμένου τραγουδιού.
Ωστόσο, βαθιά στην ερημιά, στο βάθος των δέντρων, βλέπουμε κάποιες κινήσεις. Μέσα απ’ τα ξερά κλαδιά τους με τα λίγα κιτρινισμένα χόρτα που τα πνίγουν και μας εμποδίζουν να δούμε καλύτερα, διακρίνουμε ένα άτομο. Πολύ γνωστό και χωριανό μας. Μπροστά στον μύλο μαζί με το μυλωνά φορτώνει πάνω στο γαϊδουράκι του δυο σάκους μ’ αλεύρι. Ετοιμάζει φαίνεται το ψωμί του για το χειμώνα. Ο ίδιος μετά, τραβώντας από μπροστά το ζώο, παίρνει το στενό, φιδίσιο μονοπάτι που τον φέρνει κοντά μας.
Λίγα βήματα, όμως, πριν τη συνάντηση ζούμε μια καινούργια έκπληξη. Απ’ το πουθενά φαίνεται να ξεσπάει μπόρα. Οι αστραπές δίνουν και παίρνουν και το δάσος βουίζει απ’ τις χοντρές σταγόνες που πέφτουν στα δέντρα του. Ξαφνιασμένος ο άνθρωπος βάζει το καπέλο καλά στο κεφάλι του, κουμπώνει και το σακάκι και χτυπώντας το γαϊδουράκι του να βιαστεί, μας λέει:
-Τρέξτε, δε βλέπετε, βρέχει. Θα γίνετε μουσκίδι!
-Ναι, βέβαια, βρέχει του απαντάμε κι εμείς αδιάφορα, λες και δεν είχαμε αντιληφθεί το γεγονός, ούτε ότι τα ρούχα μας άρχισαν να στάζουν νερό.
Τελικά, τρέξαμε να κρυφτούμε στο χωριό. Μέχρι, όμως, να φτάσουμε κολυμπούσαμε στους δρόμους που είχαν γίνει μικροί χείμαρροι με θολά νερά. Κι όταν λαχανιασμένοι φτάσαμε στην πλατεία του, «ώ του θαύματος!» Η νεροποντή σταμάτησε. Τα σύννεφα τραβήχτηκαν ψηλά στον ουρανό κι άφησαν για λίγο τον ήλιο να ξεμυτίσει. Ήλιος, βέβαια, μ’ ένα παράπονο χαραγμένο στη ματιά του!
Σιωπηλή, βουβή η πλατεία, υποδεχόταν τώρα μετά από μας και το ψυχρό βοριαδάκι. Μαέστρος σε συναυλία με γρήγορους ρυθμούς ο καινούργιος επισκέπτης πέρασε και σφύριξε πάνω στα κλαδιά των πλατανιών, τίναξε όσα φύλλα έμειναν ακόμα επάνω τους κι ύστερα στο διάβα του κατέβηκε στη γη. Μάζεψε κι από κάτω όσα φύλλα μπόρεσε να τα πιάσει, τα σήκωσε ψηλά και με βία τα στρίμωξε σε μια γωνιά στην άκρη της πλατείας, κάτω απ’ έναν ασβεστωμένο πλίθινο τοίχο.
Συγκλονιστικό! Όλο πια το χτες συγκεντρωμένο σε μια άμορφη μάζα νεκρών ξερόφυλλων που πάνω τους, όμως, έμειναν ζωντανές κι έστησαν χορό οι αναμνήσεις του καιρού που μας άφησε και δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε.
Όμως, κι εδώ το καλό μας φθινόπωρο σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια! Το φθινόπωρο όλων των χρωμάτων. Της έμπνευσης και της δημιουργίας. Όπως το φαντάστηκε και το φιλοτέχνησε ο Θεός, ο μεγάλος Δημιουργός του για να υπενθυμίζει στα ακριβά πλάσματά του την αλλαγή στις εικόνες των ματιών τους, την ανανέωση των συναισθημάτων τους και πιο πολύ την αρχή και την προσαρμογή τους σε μια νέα εποχή.
Ναι! Το πέρασμα αγαπητοί φίλοι. Η γέφυρα για καινούργια όνειρα και καινούργιες συγκινήσεις. Μια ανάπαυλα και μια στάση της ψυχής για να κλειστεί τώρα ερμητικά στον εαυτό της και να σκεφτεί πράγματα που ήθελε να κάνει τότε, στο καταγάλανο στερέωμα, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε να το πετύχει. Κι έτσι αυτά έμειναν ανεκπλήρωτα.
Ακόμα, η άπληστη σε επίγειους ενθουσιασμούς ψυχή και να ταξιδέψει. Να πάει με τη φαντασία της σ’ όλες τις μελαγχολικές κι αμίλητες γωνιές του κόσμου. Να δει απ’ το παράθυρο της περιπλάνησης τις πρώτες στάλες της βροχής να το χτυπάνε με θόρυβο και μέσα απ’ τα κιτρινωπά και μπρούτζινα φυλλώματα των δέντρων πάνω στο νοτισμένο και θολό τζάμι, γοητευμένη απ’ τις χάρες του, να γράψει:
«Φθινόπωρο τα κάλλη σου!»
Απίθανες στιγμές, σταλμένες σ’ έναν κόσμο που καμιά φορά βλέπει τον κάτασπρο ουρανό του να συννεφιάζει. Με σύννεφα, όμως, σαν αυτά του πολύχρωμου φθινόπωρου και της απαράμιλλης θαλπωρής του.
Έτσι, για να περιμένει μετά νοσταλγικά την Άνοιξη και τον ολόλαμπρο ήλιο της!
20 – 12 – 2020
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ