Δωροθιώτης, ο γέρο-Περικλής, διακρινόταν για τον εύθυμο χαρακτήρα του. Γράμματα πολλά δεν ήξερε. Ήξερε, όμως, καλά να φτιάχνει δικές του προσωπικές ιστορίες και να τις παρουσιάζει μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Όταν τις άκουγες στο τέλος θα σ’ έκαναν να γελάσεις αλλά και να προβληματιστείς για το βαθύτερο νόημα τους. Ό ίδιος, βέβαια, όταν τις έλεγε δε γελούσε ποτέ.

φωτογραφία : Manos Partsanakis Δωροθέα Αλμωπίας

Μια μέρα, λοιπόν, του Γενάρη, εγώ παιδί τότε, τον πέτυχα στο κουρείο «η Σεβίλλη» του Γιορδάνη του χωριανού μας. Καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα του καταστήματος δεχόταν τις περιποιήσεις του κουρέα, πάντα με τα μάτια κλειστά για να μη βλέπει απέναντι τον καθρέφτη. Κάπου κάπου ακουγόταν και ν’ αναπνέει βαθιά, σίγουρα λόγω του ύπνου που ερχόταν κι έφευγε στο κεφάλι του ανάλογα με τα ενοχλήματα που του έκαναν το ξυράφι και το ψαλίδι. Και πριν ακόμα τελειώσουν οι τελευταίες ψαλιδιές και ξυραφιές του κουρέα, κι όταν ο ίδιος φυσικά σταμάτησε να πηγαινοέρχεται στους «λουλουδένιους μπαχτσέδες» του ύπνου, πολύ σοβαρός, άρχισε να μονολογεί και να λέει :

«Τι να σας πω ρε παιδιά. Κάθε βράδυ που τελειώνει η χρονιά  έχουμε τα ίδια και τα ίδια. Δεν μπορώ να καταλάβω τι τέλος πάντων συμβαίνει! Και να σκεφτείς, πάντα έπαιρνα και παίρνω μέτρα. Ακόμα από τότε που ζούσε η γριά μου φυλαγόμασταν απ’ αυτόν. Όμως, αυτός πάλι μας έβρισκε κι έτσι τσουπ τον φορτωνόμασταν, θέλαμε δε θέλαμε. Μας ξεγελούσε ο αφιλότιμος. Τζάμπα οι προσπάθειες. Αλλά ξαναλέω. Πώς γίνεται να μας βρίσκει με τις πόρτες και τα παράθυρα, όλα μανταλωμένα; Κι όχι μόνο όλα κλειδωμένα, αλλά και με σβησμένη τη λάμπα για να μη μας γνωρίσει. Αλλά πού;  Δε θυμάμαι να υπήρξε χρονιά που να μην μας βρει. Και δώστου κάθε χρόνο να στρογγυλοκάθεται στην πλάτη μας, κι όλο να βαρύνει τους ώμους. Τελικά νομίζω «ότι ότι», κάποια μέρα, και πολύ σύντομα μάλιστα, θα μας χώσει στη γη σαν παλούκια στους φράχτες..!»

Εδώ ο γέρος σταμάτησε για λίγο τον μονόλογο κι αφού ξεροκατάπιε κανά-δύο φορές με δυνατό βήξιμο, γύρισε προς το μέρος μου για να μου μιλήσει, αψηφώντας το επικίνδυνο ψαλίδι του μπαρμπέρη.

«Βρε παλληκάρι μου», μου λέει. «Κοίταξε την πλάτη μου. Κοίταξε πως γέρνει η κακομοίρα. Σηκώνεται τόσο βάρος; Κάθε χρόνο τόσο φορτίο; Κι αυτός ο Θεός δεν λέει λίγο να μας λυπηθεί!» «Εσύ», μου λέει, «δε βλέπω να έχεις κανένα βάρος στην πλάτη σου. Μπράβο, πώς τα κατάφερες και δεν σου φορτώνεται ο αχόρταγος; Τι στο καλό, δεν περνάει απ’ τη γειτονιά σας; Κάθε χρόνο μόνο στη δικιά μας έρχεται..!»

Γεμάτος απορία μ’ όλα όσα έλεγε ο γέρο-Περικλής, τον άκουγα χωρίς να μπορώ να αρθρώσω λέξη και να ρωτήσω για ποιον τέλος πάντων μιλάει. Όμως, μέσα μου ο φτωχός έκανα τη σκέψη, πως σίγουρα θα αναφέρεται σε κανέναν κλέφτη, που κάθε φορά το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, κρυφά μπαίνει στο σπίτι του και του κλέβει πράγματα.

«Αλλά φέτος», συνέχισε ο γέρος, κοιτάζοντας αυτήν τη φορά τον κουρέα που μειδιούσε κάτω απ’ το λεπτό μουστάκι του αλλά και λίγο κι εμένα με την άκρη του ματιού του, «φέτος το είχα δηλώσει πως θ’ άλλαζα. Δε γίνεται είπα κάθε χρόνο να μας ξεγελάει και να μπαίνει στο σπίτι μου, ο κύριος «απροσκάλεστος». Ορκίστηκα να του κόψω τον βήχα. Πήρα λοιπόν τα μέτρα μου. Άλλαξα πόρτες παράθυρα κι έβαλα αυτήν τη μάρκα, να δεις πώς την λένε…

«Κόπλαντ», πετάχτηκε κι είπε θριαμβευτικά ο Γιορδάνης, λες και βρήκε την απάντηση σε διαγωνισμό ερωτήσεων!

«Απ’ αυτό», λέει ο γέρος. «Τι να σας πω, η εφαρμογή τους άριστη και μερακλήδες τα μαστόρια που τα πέρασαν. Πίστεψα ότι μ’ αυτά καμιά τρύπα δε θα έμενε ακάλυπτη. Γι’ αυτό και φέτος χάρηκα, πως δεν θα με βρει ο μπαμπέσης κι ότι θα του την έσκαγα! Ταίριαξα ακόμα κι από πάνω τη σκεπή μου για να είμαι σίγουρος, μήπως βρει κανα-κεραμίδι σπασμένο κι έρθει απ’ τον ουρανό, απ’ εκεί δηλαδή που δεν τον περιμένεις! Κι αφού σιγουρεύτηκα κι απ’ αυτήν την πλευρά, έ τώρα είπα! Το βράδυ εκείνο που θα προσπαθήσει να μπει ο ξεδιάντροπος, εγώ θα είμαι κλεισμένος καλά μέσα στο καμαράκι μου κι αυτός άντε να με βρει. Με τόση προφύλαξη, μόνο θα πηγαινοέρχεται έξω απ’ το σπίτι μου, αναζητώντας τρόπο να με πλησιάσει και να μου φορτωθεί. Όμως, μετά από δύο-τρεις προσπάθειες να μπει μέσα, θα καταλάβει πως αυτό είναι αδύνατο κι έτσι θα βαρεθεί και θα φύγει. Επιτέλους! Μια χρονιά θα τον νικήσω και δεν θα τον έχω να κοκορεύεται στο σβέρκο μου, τάχα πως είναι πολύ δυνατός, πως μπαίνει στα σπίτια όλων, θέλουν δε θέλουν αυτοί και πως κάνει τους γέρους να τον τρέμουν. Για να μη σας πολυλογώ φέτος είπα δε θα μπει στο σπίτι μου κι ότι θα κοιμηθώ ήσυχος σαν πουλάκι, ενώ το πρωί θα ξυπνήσω ίδιος, όπως ακριβώς έπεσα για ύπνο την προηγούμενη μέρα…

«Ε! μπάρμπα», του φώναξε ο κουρέας, διακόπτοντας τον μονόλογο του, «το κούρεμα τελείωσε».

Μ’ ένα «καλά» ο γέρο Περικλής, σηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα, έβαλε τη μάλλινη τραγιάσκα στο κεφάλι, που όλη την ώρα την κρατούσε στα χέρια του και ξανακάθισε τώρα δίπλα μου πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα.

«Λοιπόν», συνέχισε να λέει σ’ εμένα που τον άκουγα μ’ ανοικτό το στόμα και χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα απ’ αυτά. «Λοιπόν, παιδάκι μου και φέτος ό,τι κι αν έκανα πάει χαμένο. Πάλι με τον φίλο πιάστηκα κορόιδο κι όσα πράγματα κι αν έκανα πάλι μπήκε σπίτι μου ο μάγκας. Αχ!» αναστέναξε, χτυπώντας με τα χέρια τους μηρούς του. «Αχ! όλα τα φταίει εκείνος ο μάστορας που επισκεύασε τη σκεπή και το ταβάνι στο σπίτι. Τάχα μου έκανε καλή δουλειά που σας έλεγα. Τίποτα. Όσο κι αν τον συμβούλεψα να προσέξει, αυτός πάλι έκανε λάθος κι άφησε κάποιες τρύπες στο ταβάνι και στη σκεπή!

Βρήκε έτσι την ευκαιρία ο άτιμος και το βράδυ τρύπωσε απ’ αυτές μέσα στο καμαράκι. Έπειτα, χωρίς να τον καταλάβω, ήρθε σιγά σιγά στο κρεβάτι και κάθισε στην πλάτη μου, ακριβώς την ώρα που μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Κι αφού μπήκε μέσα, άντε τώρα να τον διώξεις. Μη μπορώντας, λοιπόν, να κάνω διαφορετικά, σηκώθηκα και με μισή καρδιά του είπα καλωσόρισες! Άναψα τη λάμπα και του έδειξα να κάτσει στο τραπέζι, ώστε και φέτος να γιορτάσουμε τον ερχομό του. Έβγαλα το ρακί απ’ το ντουλάπι, έπιασα δύο ποτήρια, για μένα και του λόγου του, τα τσουγκρίσαμε και ήπιαμε στην υγειά μας. Αφού κατεβάσαμε τα ποτηράκια, εδώ που τα λέμε ήρθαμε λίγο και στο τσακίρ κέφι, ο παλληκαράς μου είπε: Τώρα φεύγω, πρέπει να πάω και σ’ άλλους που με περιμένουν να κάτσω πάνω στην πλάτη τους! Του άνοιξα την πόρτα και τώρα σαν κύριος βγήκε απ’ το σπίτι τρέχοντας. Εγώ, όμως, τί να πω! Αισθάνθηκα το βάρος του στους ώμους μου, γι’ αυτό και πέρασε απ’ το μυαλό μου να τον βρίσω. Αλλά δεν το έκανα επειδή φοβήθηκα, μήπως ξαναγυρίσει και μ’ αφήσει επιπλέον φορτίο. Ωστόσο, από μέσα μου του παρήγγειλα: Του χρόνου αν με βρεις να μου γράψεις…»

-Και τώρα ρε μπάρμπα, του λέει ο κουρέας ο Γιορδάνης, για να έχουμε καλό ερώτημα, πόσων χρονών είσαι;

-Άστα, του λέει ο γέρος. Με τη φετινή του επίσκεψη που σας είπα, ογδόντα… Τι τα θες τα φάγαμε τα ψωμιά μας..!

Κόντεψα να πέσω απ’ την καρέκλα που καθόμουνα, όταν επιτέλους κατάλαβα ποιος ήταν ο δυσάρεστος επισκέπτης του γέρου στο σπίτι του κάθε βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Ο επισκέπτης που έκανε πως δεν τον ήθελε και φυλάγονταν από αυτόν ήταν ο χρόνος!

Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι κι αυτός γνώριζε ότι την «επίσκεψη» του κανείς δεν μπορεί να την αποφύγει, ό,τι και να κάνει, όπου και να βρίσκεται, όσο και να κρύβεται. Τον χρόνο όλοι τον φορτώνονται. Πιστεύω, όμως, ότι μέσα απ’ την ιστορία του ήθελε να δώσει μια νότα χαράς σ’ όσους με το πέρασμα του στενοχωριούνται. Και σκέφτηκε: Αφού έτσι είναι γραφτό να γίνεται, δηλαδή κάθε χρόνο να μεγαλώνουμε και να γερνάμε, εγώ γιατί να μην διασκεδάζω την κατάσταση, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνω τους νόμους της ζωής και μάλιστα ότι μπορώ να αποφεύγω όλες τους τις συνέπειες, σκαρφιζόμενος διάφορα ψευτοτεχνάσματα! Κι όλα αυτά όπως είπαμε μόνο και μόνο για να μην φύγει το χαμόγελο απ’ τα χείλη όσο τα χρόνια και αν περνάνε, όσο τα χρόνια και αν φορτώνονται στις πλάτες μας!

Παιδί τότε, στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, η ιστορία με τον τρόπο που την άκουσα απ’ τον ευχάριστο αυτόν άνθρωπο μ’ έκανε μόνο να γελάσω. Την πέρασα, όπως λέμε, στο «ντούκου», γιατί εκείνο το διάστημα ο «κύριος χρόνος» φαινόταν ότι δεν έμπαινε στα σπίτια μας. Έτσι τουλάχιστον εγώ νόμιζα.

Σήμερα, όμως, παρά τον χιουμοριστικό χαρακτήρα της και το όποιο αισιόδοξο ανθρώπινο μήνυμα ήθελε να περάσει μ’ αυτή ο γέρο-Περικλής, τη θυμάμαι και μελαγχολώ!

 

Τρύφων Ούρδας