Ξημερώματα παραμονής των Χριστουγέννων!

-Ξύπνα, ακούω τη γνώριμη φωνή της γυναίκας μου να μου φωνάζει και νιώθω ένα σκούντημα  στον ώμο.

-Δεν ακούς, μου λέει, που τα παιδιά λένε τα κάλαντα έξω από την πόρτα μας;

Σαν αστραπή πετάχτηκα από το κρεβάτι και πριν καλά καλά να φτιάξω το πρόσωπό μου από τον ύπνο έφτασα στην πόρτα και την άνοιξα. Και τότε βρέθηκα μπροστά σε μια έκπληξη  Είδα…εμένα !

Εμένα και δυο-τρεις από τους φίλους και συμμαθητές μου από το Δημοτικό, όπως ήμασταν στο χωριό πριν από…αρκετά χρόνια.

Εγώ, ένα μικρό παιδάκι χωμένο στο μάλλινο παλτό του με κόκκινα μάγουλα και τρεμάμενη φωνή από το κρύο να απλώνει το χέρι του στο αμυδρό φως, ζητώντας την αμοιβή του για το «καλήν ημέραν άρχοντες». Δίπλα μου στην ίδια κατάσταση η αγαπημένη μου παρέα, «εν αναμονή» και αυτή να πάρει το σχετικό φιλοδώρημα.

Όλοι με πρόσωπα  χαρούμενα, ευτυχισμένα και λαμπερά, που πάνε ασορτί με τη μεγάλη γιορτή που έφθανε!

Τα Χριστούγεννα λοιπόν! Τα Χριστούγεννα που τότε στο χωριό για όλα εμάς τα παιδιά είχαν ιδιαίτερη σημασία. Θα έλεγα ότι άρχιζαν στην αρχή του Δεκέμβρη, όταν στο σχολείο, πρωί και απόγευμα μετά το μάθημα, πάντα τραγουδούσαμε «την Άγια Νύχτα», «στη γωνία μας κόκκινο τ’ αναμμένο τζάκι», «αχ έλατο»  ή ψάλλαμε με την  βοήθεια του δασκάλου μας το γνωστό τροπάριο της Γέννησης «η Παρθένος σήμερον…»

Την όλη ατμόσφαιρα ενίσχυε και το χριστουγεννιάτικο δέντρο που έφερναν οι σχολικοί σύμβουλοι από το βουνό και το στήνανε στο διάδρομο του σχολείου για να το στολίσουμε. Και μη φανταστείτε ότι το στόλισμα ήταν με τα σημερινά πολύχρωμα ηλεκτρικά φωτάκια, τις λαμπερές μπαλίτσες και τα άλλα ακριβά στολίδια που αγοράζουμε σήμερα με περισσή ευχέρεια από τα καταστήματα. Όχι! Το δέντρο ήταν πολύ απλό. Είχε επάνω του αστεράκια που τα φτιάχναμε εμείς από χαρτόνι και τα βάφαμε με μπογιές. Ακόμα είχε και Αι-Βασίληδες από το ίδιο υλικό. Για χιόνια πάνω στα κλωνάρια του βάζαμε βαμβάκια, ενώ τη βάση του τη στολίζαμε μόνιμα με μια παλιά και ξεθωριασμένη φάτνη που έδειχνε τον νεογέννητο Χριστό στην αγκαλιά της Παναγίας, τους Μάγους με τα δώρα και τα ζωάκια που τον ζέσταιναν. Τόσο απλό και ταπεινό!

Και όμως..! Αυτό το δέντρο, με τα στολίδια του φτιαγμένα από τα χέρια μας και από φθηνό υλικό, φάνταζε μεγαλόπρεπο στα μάτια μας και μας έκανε όλους να το θαυμάζουμε σαν να ήταν το μοναδικό χριστουγεννιάτικο δέντρο στον κόσμο. Και όλο περιμέναμε το μεγάλο γεγονός της Γέννησης, και όλο κοιτάζαμε τον ουρανό ψάχνοντας με νοσταλγία να δούμε το αστέρι της Βηθλεέμ.

Ύστερα ήταν και το χιόνι, μια και τις μέρες αυτές συνήθως χιόνιζε και μάλιστα ασταμάτητα. Χιόνι τόσο πολύ που έφερνε αλλαγή γύρω στο τοπίο. Χιόνια στις στέγες, χιόνια στις αυλές, χιόνια στα δέντρα, στους δρόμους και στα σοκάκια που παίζαμε. Και τι μεγάλη χαρά να το βλέπεις να πέφτει από τον ουρανό! Σου ερχόταν να ανοίξεις τα χέρια σου για να πιάσεις την κάθε νιφάδα του. Ακόμα να  θέλεις να πέφτει επάνω σου και να σε κάνει χιονάνθρωπο! Και προπαντός να παίζεις με αυτό!

Έτσι, αγαπημένο παιχνίδι για παίξιμο τότε με το χιόνι εκτός από τον χιονοπόλεμο ήταν η «γλίστρα», που αν έκανε και λίγη παγωνιά τότε γινόταν καλύτερη. Αλλά και πιο επικίνδυνη για ατυχήματα! Αλλά, όμως, νέα βλαστάρια, μικρά παιδιά ποιος τα λογάριαζε αυτά;

Θυμάμαι ακόμα με πόσο μεγάλη ευχαρίστηση βλέπαμε από το παράθυρο του σχολείου την ώρα του μαθήματος έξω να πέφτει τούφες τούφες το χιόνι. «Χιονίζει», λέγαμε και ξαναλέγαμε διακόπτοντας τον δάσκαλο, που καμιά φορά πολύ σοβαρός σήκωνε «το μαγικό ραβδάκι του» για  να επιβάλλει την τάξη. Στην πραγματικότητα, όμως, και αυτός χαιρότανε όταν πήγαινε στην κατακόκκινη σόμπα να βάλει ξύλα, βέβαια, από αυτά που κουβαλούσε ο καθένας μας καθημερινά από το σπίτι του!

Θυμάμαι επιπλέον, ότι αυτά τα χιόνια που έπεφταν για πρώτη–δεύτερη φορά τα λέγαμε «σκυλίσια » ή «γατίσια», ονομασίες που μέχρι και σήμερα δεν μπόρεσα να εξηγήσω τι σημαίνουν και γιατί τα λέγαμε έτσι. Πάντως, όπως και να τα λέγαμε, ένα έχω να πω. Στα παιδικά μας μυαλά τα χιόνια τα είχαμε συνδέσει με τα Χριστούγεννα. Άλλωστε αυτό δε λέει και το τραγούδι «χιόνια στο καμπαναριό», που ακόμα και σήμερα το ακούμε και θυμόμαστε αυτό το μεγάλο Γεγονός και η καρδιά μας γεμίζει από νοσταλγία για τα παιδικά μας χρόνια!

Και φτάνουμε στην παραμονή των Χριστουγέννων. Μια μέρα που ο καθένας μας θα ήθελε να σταματήσει πραγματικά τον χρόνο. Και τι δεν είχε το μενού αυτής της μέρας. Θα αναφέρω μερικά από τα έθιμα τα οποία χαράχθηκαν στην μνήμη μου και ξεδιπλώνονται κάθε φορά που γίνεται συζήτηση για όλες εκείνες τις παλιές χριστουγεννιάτικες καλές μέρες .

Πρώτα πρώτα ήταν το σφάξιμο του γουρουνιού. Σε κάθε σπίτι σφαζόταν ένα γουρούνι που ο καλός νοικοκύρης μεγάλωνε στην αυλή του, πάντα με τροφές δικής του παραγωγής. Όταν θυμάμαι την εικόνα με το κόκκινο αίμα του να τρέχει πάνω στο χιόνι νομίζω ότι ακούω και τις φωνές του. Το καημένο το ζώο,  σφαζόταν για να δώσει το κρέας του σαν τροφή, όχι μόνο για εκείνη τη μέρα των Χριστουγέννων και τις επόμενες γιορτές που ακολουθούσαν, αλλά ακόμη και για όλο τον χρόνο, αφού με αυτό γινόταν τσιγαρίδες, καβουρμάς και λουκάνικα, που μπορούσες να τα έχεις μέχρι την Άνοιξη και πολύ περισσότερο. Ωστόσο την παραμονή, τη μέρα της θυσίας, το κρέας του όλοι το εύρισκαν νοστιμότατο. Ήταν βλέπεις και η νηστεία των προηγούμενων ημερών! Η τσίκνα του ευωδίαζε τριγύρω και έσπαζε τα ρουθούνια μας καθώς ψήνονταν οι μπριζόλες στα κάρβουνα. Σε μερικές μάλιστα αυλές που οι νοικοκύρηδες ήταν πιο μερακλήδες άκουγες και κανένα ήχο από κλαρίνο με ντόπιους χορούς. Χαρά για όλους είχε η μέρα αυτή, πλούσιους και φτωχούς!

Christmas background with christmass balls – Soft focus

Αξέχαστη εικόνα επίσης τη μέρα αυτή ήταν και τα κουλούρια και οι διάφορες πίτες που μαζί με τα άλλα φαγητά κοσμούσαν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Για την οικογένειά μας τουλάχιστον στα πρώτα παιδικά μου χρόνια όλα τα παραπάνω ετοιμάζονταν στο σπίτι της γιαγιάς  μου. Θυμάμαι σαν να ήταν χθες τότε που μαζεύονταν εδώ όλες οι παντρεμένες κόρες της, μαζί και  η μάνα μου, όλες με τους άνδρες και τα παιδιά τους για να κάνουν τις σχετικές προετοιμασίες. Πάνω στον σοφρά με τον πλάστη στα χέρια, μέσα σε μια γιορταστική ατμόσφαιρα, άνοιγαν τα φύλλα για τις πίτες, έπλαθαν τα κουλουράκια και έξω που χιόνιζε άναβαν τον φούρνο. Γενικός αρχηγός στην όλη διαδικασία ήταν η προγιαγιά μου η Ουρανία. Τεχνίτρια και μαστόρισσα στο είδος έδινε τις συμβουλές και τις οδηγίες της αλλά κυρίως τις εμπειρίες της φερμένες από την αλησμόνητη πατρίδα, το Σαφράνι, ένα μικρό χωριό έξω από τη Γιάλοβα ή τη Γιάλβα της Μ. Ασίας όπως έλεγε και η ίδια. Και όταν τελείωνε και το ζύμωμα ακολουθούσε το ψήσιμο. Τα ταψιά, μυρωδάτα και φουσκωμένα, μεταφέρονταν από το μικρό και ζεστό καμαράκι έξω στην αυλή με το χιόνι να πέφτει και έμπαιναν στον φούρνο που ήταν έτοιμος να τα ψήσει. Ύστερα, μετά από ώρα, όπως ήταν ροδαλά και ξεροψημένα από την φωτιά, αραδιάζονταν πάνω χιόνι για να κρυώσουν και μεταφέρονταν πάλι στο σπίτι. Ακολουθούσε πλούσιο τραπέζι με πάσης φύσεως εδέσματα και φυσικά εκλεκτό ούζο και κρασί, παραγωγής όλα του παππού μου. Αληθινά όμορφες στιγμές των παιδικών  μου χρόνων και ανεξίτηλες μνήμες μιας εποχής που όσο μεγαλώνεις μάταια νοσταλγείς να την ξαναζήσεις!

Εκείνο, όμως, που σαν παιδιά μας συγκινούσε περισσότερο ήταν τα κάλαντα το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων και πριν από αυτά η «κόλιντα μπάμπο» Έτσι, θα έλεγα ότι το βράδυ εκείνο δεν είχε ύπνο, η δε επιθυμία να γίνουν τα έθιμα ήταν προετοιμασίες πολλών ημερών πριν. Με λίγα λόγια έπρεπε να ετοιμασθούν οι παρέες που θα γυρίσουν στα σπίτια, οι ηλεκτρικοί φακοί για να βλέπεις την νύχτα που πατάς, τα ξύλα σε κάθε γειτονιά που θα αναφτούν οι φωτιές και προπαντός το «καμπανάκι» .Ναι το καμπανάκι!

Αυτό ήταν όπως σήμερα θα λέγαμε η μασκότ για την κόλιντα μπάμπο των Χριστουγέννων και για τη «σούρντα μπάμπο» την Πρωτοχρονιά. Ήταν το εργαλείο για το έθιμο που σίγουρα θα θυμούνται στο χωριό άτομα μεγαλύτερης ή ίσως και μικρότερης ηλικίας από μένα. Μάλιστα σε πρόσφατη συζήτηση στο χωριό κάποιοι από τους μεγαλύτερους που έφυγαν  μετανάστες  στην Αμερική, την Αυστραλία και τη Γερμανία εδώ και πολλά χρόνια και σήμερα είναι παππούδες με εγγόνια ζήτησαν να μάθουν για την τύχη του.

Το καμπανάκι, λοιπόν, αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το εξωτερικό περίβλημα μιας οβίδας αεροπλάνου που έπεσε στο χωριό στα χρόνια του πολέμου. Όμως, φαίνεται ότι αυτή πέφτοντας δεν έσκασε και έτσι αργότερα εξουδετερώθηκε, αφού από το εσωτερικό της αφαιρέθηκε η εκρηκτική ύλη. Κάποιος από το χωριό, ίσως αυτός να ήταν και ο τότε δάσκαλος μας, είχε τη φαεινή ιδέα να τη μεταφέρει στο δημοτικό σχολείο, για ποιο πράγμα λέτε; Για να σημαίνει στους  μαθητές την έγκαιρη προσέλευση τους στο σχολείο το πρωί και το απόγευμα. Για τον σκοπό αυτό κρεμάστηκε με ένα χοντρό σύρμα στο κλωνάρι ενός δέντρου που ήταν στην αυλή του σχολείου δίπλα στα αποχωρητήρια, ενώ ανατέθηκε ρητά από τον δάσκαλο σε μαθητές που έμεναν κοντά σε αυτό και μάλιστα επί «ποινή ξυλιάς» αν δεν τηρηθεί η εντολή του, να το χτυπούν με ένα τσεκούρι ή μια πέτρα λίγο πριν την έναρξη των μαθημάτων. Ο ήχος που έβγαζε από τα χτυπήματα ήταν τόσο δυνατός, ίδιος με την καμπάνα της Εκκλησίας, που ακουγόταν σε όλο το χωριό. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε το λέγαμε και καμπανάκι.

Δεν ξέρω αλλά ο ήχος του τότε για την μετάβαση όλων μας στο σχολείο ήταν τελείως απαραίτητος. Έτσι, όταν θέλαμε να ξεκινήσουμε για να πάμε στο μάθημα ρωτούσαμε αν «χτύπησε το καμπανάκι». Αλλά και όταν πάλι αργούσαμε να πάμε βρίσκαμε την δικαιολογία ότι τάχα δεν το ακούσαμε να χτυπάει. Και το περίεργο όπως προανέφερα! Αλίμονο στον συμμαθητή μας που ξεχνούσε να το χτυπήσει. Είχε εξασφαλισμένες τις «ξυλιές» στα χέρια, τιμωρία,  βέβαια, που με τα σημερινά σχολικά χρονικά είναι ακατανόητη.

Για τις ανάγκες έτσι του εθίμου το βράδυ με την κόλιντα μπάμπο τα μεγαλύτερα παιδιά ξεκρεμούσαν το περιβόητο καμπανάκι από την θέση του και με ένα ξύλο που το περνούσαν στην εσωτερική του τρύπα το μετέφεραν στις γειτονιές, χτυπώντας το για να κάνει θόρυβο. Την ίδια στιγμή όλοι οι συμμετέχοντας φώναζαν «εεε…κόλιντα μπάμπο», που σήμαινε γιαγιά σφάζουν αναφερόμενοι,  όπως υπήρχε η δοξασία στο χωριό, στον γνωστό βασιλιά Ηρώδη της Βηθλεέμ που έσφαξε τα βρέφη την εποχή της γέννησης του  Χριστού.

Ήταν κάτι το συγκλονιστικό! Οι φωνές, οι ήχοι από το καμπανάκι, οι φωτιές που έκαναν τη νύχτα μέρα αλλά και ο κόσμος που έβγαινε από τα σπίτια του και συμμετείχε στο έθιμο σου έδιναν την εντύπωση πως δεν είσαι στη γη και ότι ζεις σε έναν άλλο κόσμο με χαρούμενους και ευτυχισμένους ανθρώπους. Όλα γίνονταν τόσο απλά, τόσο αυθόρμητα, τόσο ταπεινά, που θα τα ζήλευαν όλες οι σημερινές καλά προγραμματισμένες εκδηλώσεις για το έθιμο αυτό, που δυστυχώς τώρα μόνο ρουτίνα και βαρεμάρα σου προσφέρουν. Και αυτό γιατί τότε ζούσες αληθινά την εποχή σου. Βέβαια, όχι μέσα στην πολυτέλεια, την χλιδή και την γκρίνια για την  «ντόλτσε βίτα» που δεν είχες. Αλλά μέσα από το «δόξα τω Θεώ» γι’ αυτά τα λίγα που είχες ή ακόμα ακόμα και από τα λίγα κάστανα, καρύδια, ξυλοκέρατα, μανταρίνια και πορτοκάλια που σου πρόσφεραν για το έθιμο στην πόρτα τους οι μαυροντυμένες γιαγιάδες όταν πήγαινες στο φτωχόσπιτό τους και τους έλεγες «γιαγιά σφάζουν!»

Και όταν η νύχτα προχωρούσε, λίγες ώρες πριν να χαράξει, άρχιζαν τα κάλαντα. Παρέες παρέες, μικροί αλλά και κάπως μεγαλύτεροι από εμάς στη ηλικία, ξεχύνονταν στις γειτονιές ψάλλοντας τον Χριστό που γεννιέται. Κανείς δεν λογάριαζε το χιόνι που έπεφτε και έκανε δύσκολο το περπάτημα ή τον αέρα που φυσούσε και έκανε τσουχτερό κρύο. Μπροστά σε αυτό που έκανες και ήσουν ευχαριστημένος, στον ενθουσιασμό σου για τις λίγες πενταροδεκάρες  που θα εξοικονομούσες, όλα τα πιο πάνω ήταν πολύ εύκολο να ξεπεραστούν. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, τις μέρες αυτές θα είχες και δικό σου πορτοφόλι. Μεγάλη υπόθεση, όπως και να το κάνουμε!

Μέσα λοιπόν σε αυτές τις παρέες παιδάκι ήμουν και εγώ. Άρχιζα τα κάλαντα πάντοτε από το σπίτι του παππού μου. Από εδώ ήταν σίγουρο πως θα εξασφάλιζα ένα γερό φιλοδώρημα, ας πούμε τότε των δύο δραχμών που φυλούσε να δώσει από την αγροτική του σύνταξη τόσο για μένα, όσο και για τα άλλα εγγόνια του. Στη διαδρομή έβρισκα την παρέα μου για να συνεχίσουμε και σε άλλους συγγενείς ή σε άλλα φιλικά σπίτια. Παντού άκουγες το «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα» ή το «Καλήν ημέρα άρχοντες», άσματα που μπερδεύονταν πολλές φορές με τα γαυγίσματα κανενός αγριεμένου σκύλου, που διαταρασσόταν ο ύπνος του στα υπόστεγα που την άραζε, εξ αιτίας αυτού του πανηγυριού των παιδιών μέσα στη μαγεμένη νύχτα.

Γι’ αυτό και δεν έλλειπαν τα απρόοπτα σε αυτήν την πανδαισία, σαν απαύγασμα της όλης ιεροτελεστίας που ο καθένας μας έπαιρνε  μέρος. Έτσι, δεν ήταν λίγες οι φορές που επέστρεφες στο σπίτι σου με σχισμένο το παντελόνι από τα δόντια κάποιου σκύλου ή και το πιο συχνό επειδή έπεφτες  στα λασπόνερα και χτυπούσες το πόδι σου, ιδιαίτερα στον «πάνω μαχαλά», μια και οι δρόμοι εκεί δεν είχαν ασφαλτόστρωση, παρά μόνο λάσπη και μόνο λάσπη μέχρι το γόνατο!

Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη αν δεν έλεγα και για τα πικρά  σχόλια που έκαναν μερικές φορές μεταξύ τους οι παρέες όταν τραγουδούσαν και συναντούσε η μια την άλλη. Μιλάμε για τις περιπτώσεις που τα σπίτια δεν άνοιγαν να δώσουν τον οβολό τους. «Παιδιά», έλεγαν, «μην πάτε εκεί, γιατί δεν ανοίγουν». Και εδώ, βέβαια, αναφέρονταν για κάποιες οικογένειες που φαίνεται είχαν βαρύ τον ύπνο τους και δεν άκουγαν ή άκουγαν, αλλά δεν ήθελαν σηκωθούν και να βγουν στην είσοδο για μια τυπική ευχή και να δώσουν κάτι από κομπόδεμά τους. Ίσως, όμως, και να μην είχαν την οικονομική ευχέρεια. Συνέβαινε τότε και αυτό. Αλλά, ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις, είτε έτσι είτε αλλιώς, υπήρχε και η ανάλογη αντίδραση. Οι θυμωμένοι «καλαντόπαιδες», βλέποντας την αδιαφορία των νοικοκυραίων άλλαζαν εντελώς το νόημα εκείνης της ευχής στο τραγούδι, «σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε…», λέγοντας «…πέτρα να ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού αύριο…», δεν μπορώ να πω παραπέρα είναι εύκολα κατανοητό. Εδώ πάλι ξέρω ότι ο καθένας που το έλεγε δεν το πίστευε. Σίγουρο είναι, όμως, ότι έπαιρνε μεγάλο ρίσκο, γιατί αυτός ο νοικοκύρης αν ποτέ ξυπνούσε και άφηνε το χουζούρι του ο μικρός θα έτρεχε…μέχρι να πατήσει «μαύρο χιόνι», όπως λέγαμε στο χωριό!

Χάραζε η μέρα και ένας ένας από εμάς επέστρεφε στο σπίτι του φορτωμένος με τις αναμνήσεις της νύχτας αλλά και με φουσκωμένη την τσέπη του.  Συνολικό ποσό, μετρώντας τα πενηντάλεπτα, τις δεκάρες και τις πεντάρες, δέκα με δεκαπέντε δραχμές. Δηλαδή ένα ποσό όχι και τόσο ευκαταφρόνητο για ένα παιδάκι τότε, που συνήθως πήγαινε στον μπακάλη για να αγοράσει καραμέλες δίνοντας του ένα αυγό. Οι γιορτινές εκείνες μέρες ήταν θα λέγαμε για μας η εποχή των «παχιών αγελάδων».

Αυτές τις γνωστές φιγούρες είδα σήμερα μπροστά μου ανοίγοντας την πόρτα. Εμένα και τους φίλους μου από τα παλιά. Μαζί άνοιξε μπροστά μου σαν οθόνη κινηματογράφου μια περασμένη, αλλοτινή εποχή αλλά και μια αξέχαστη εποχή με φωτεινά Χριστούγεννα. Χριστούγεννα αγάπης, νοσταλγίας, με χρώμα που δεν σε αφήνουν να μεγαλώσεις και σε κρατάν πάντα παιδί.

Όμως, το τραγούδι των παιδιών τέλειωσε και έκλεισε η αυλαία των αναμνήσεων. Άλλωστε, τόσο βαστούν τα όνειρα και μετά, μετά έρχεται η καθημερινή πραγματικότητα!

-Κύριε, «καλά Χριστούγεννα και χρόνια πολλά», μου ευχήθηκαν τα παιδιά.

«Ευχαριστώ», είπα και αντευχήθηκα με αναστεναγμό, που αλήθεια το λέω  δεν ήθελα εκείνη τη χαρούμενη στιγμή να βγει από το σπίτι μου !

Τρύφων Ούρδας