Μπήκαν το πρωί της Δευτέρας οι υπογραφές για τη συμφωνία παραχώρησης 14 αεροδρομίων της χώρας μεταξύ του ΤΑΙΠΕΔ και της Fraport – Slentel έναντι 1.2 δις ευρώ.
Η παραχώρηση για 40+10 χρόνια περιλαμβάνει τα αεροδρόμια του Ακτίου, των Χανίων, της Καβάλας, της Κεφαλλονιάς, της Κέρκυρας, της Κω, της Μυτιλήνης, της Μυκόνου, της Ρόδου, της Σάμου, της Σαντορίνης, της Σκιάθου, της Θεσσαλονίκης και της Ζακύνθου.
Σημειώνεται οτι τα εν λόγω αεροδρόμια το 2014 εξυπηρέτησαν 22 εκατ. επιβάτες, στην πλειονότητά τους τουρίστες, με τις προβλέψεις για φέτος να κινούνται στο ίδιο επίπεδο. Ειδικότερα, το διεθνές επιβατικό κοινό αποτελεί το 77% της συνολικής κίνησης στα 14 αυτά αεροδρόμια.
Με βάση την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, οι αρμόδιοι υπουργοί που υπέγραψαν την σύμβαση είναι ο Υπουργός Οικονομικών, κ. Ευκλειδης Τσακαλώτος, ο Υπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων κ. Χρήστος Σπίρτζης και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, κ. Πάνος Καμμένος. Εκ μέρους του ΤΑΙΠΕΔ, υπέγραψε ο Πρόεδρος, κ. Στέργιος Πιτσιόρλας, ενω απο την άλλη πλευρά ηταν η Fraport με τον Όμιλο Κοπελούζου.
Η σύμβαση προβλέπει την παραχώρηση της χρήσης, διαχείρισης, ανάπτυξης, επέκτασης, συντήρησης και εκμετάλλευσης των εν λόγω αεροδρομίων, καθώς και των χώρων εμπορικής ή άλλης χρήσης που βρίσκονται μέσα στα αεροδρόμια.
Σημειώνεται ότι η ιδιοκτησία της γης, των υποδομών και των εγκαταστάσεων παραμένει στο Ελληνικό Δημόσιο.
Η κοινοπραξία FRAPORT AG-SLENTEL Ltd ανακηρύχτηκε στις 25 Νοεμβρίου 2014 προτιμητέος επενδυτής και για τα περιφερειακά αεροδρόμια, στο πλαίσιο του διεθνούς ανοικτού διαγωνισμού που διενήργησε το ΤΑΙΠΕΔ, με προσφορά που ανήλθε σε €1,234 δισ. εφάπαξ τίμημα και €22,9 εκατ. ετήσιο εγγυημένο καταβλητέο μίσθωμα, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως με τον πληθωρισμό, καθώς και κυμαινόμενη μεταβλητή αμοιβή που υπολογίζεται κατά έτος 28,6% των Κερδών προ Φόρων, Τόκων και Αποσβέσεων των αεροδρομίων. Συνολικά το ύψος των παραπάνω εσόδων θα ξεπεράσει τα 10 δισ. ευρώ.
Πλέον του ανωτέρω εφάπαξ και ετήσιου (σταθερού και μεταβλητού) τιμήματος, το Ελληνικό Δημόσιο προσδοκά σωρευτικά φορολογικά, κοινωνικά και άλλα οφέλη ύψους μέχρι 4,6 δισ. ευρώ κατά προσέγγιση.
Στον ιδιώτη επενδυτή παραχωρείται η χρήση, λειτουργία, ανάπτυξη και εκμετάλλευση των αεροδρομίων για περίοδο 40 ετών, οι δε υποδομές και οι εγκαταστάσεις που θα κατασκευάσει περιέρχονται και αυτές στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και επιστρέφουν στο Ελληνικό Δημόσιο με τη λήξη της παραχώρησης.
Επιπλέον σε αεροδρόμια υψηλής στρατιωτικής δραστηριότητας (δηλαδή των Χανίων και του Ακτίου) δεν παραχωρείται ο χώρος των διαδρόμων προσγείωσης και των τροχιοδρόμων, ο οποίος και παραμένει στην Πολεμική Αεροπορία, παρά μόνο ο αεροσταθμός και ο χώρος στάθμευσης των αεροπλάνων πολιτικής αεροπορίας, ενώ ο Παραχωρησιούχος θα πληρώνει το Δημόσιο για τη χρήση των κοινών υποδομών.
Εκ των βασικών στόχων της συναλλαγής είναι η αναβάθμιση των αεροδρομίων, τα οποία χρήζουν σημαντικών επενδύσεων. Η αναβάθμιση θα επιφέρει σημαντικά οφέλη για τον Ελληνικό τουρισμό και την περιφερειακή ανάπτυξη των νησιών και των λοιπών προορισμών που καλύπτουν τα περιφερειακά αεροδρόμια.
Εντός των υποχρεώσεων της Κοινοπραξίας είναι να αναβαθμίσει τα αεροδρόμια εντός των πρώτων 4 ετών ώστε να συμμορφώνονται με τα αντικειμενικά προσδιορισμένα κριτήρια Επιπέδου C, όπως αυτά καθορίζονται από την ΙΑΤΑ και στη συνέχεια να τα συντηρεί και να διατηρεί αυτά τα επίπεδα εξυπηρέτησης για όλη τη διάρκεια της παραχώρησης. Ο Επενδυτής εκτιμά ότι το ύψος των επενδύσεων θα διαμορφωθεί σε €330 εκατ. τα 4 πρώτα έτη της παραχώρησης, ενώ το ποσό των επενδύσεων για το σύνολο των 40 ετών της περιόδου παραχώρησης εκτιμάται σε €1,4 δισ.
Σε ό,τι αφορά στα Αεροναυτικά Τέλη, τα ισχύοντα σήμερα στα Περιφερειακά Αεροδρόμια ανέρχονται σε 12,7 ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη.
Με πρωταρχικό σκοπό να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη του τουρισμού και να διασφαλιστεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών Περιφερειακών αεροδρομίων η Σύμβαση Παραχώρησης προβλέπει ανώτατο όριο αεροναυτικών χρεώσεων σε προκαθορισμένα επίπεδα.
Η Σύμβαση Παραχώρησης δεν προβλέπει ουσιαστική αύξηση των αεροναυτικών τελών. Η συνολική μέγιστη χρέωση έχει οριοθετηθεί σε 13 ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη, ενώ είναι μόνο δυνατό να αναπροσαρμοστεί ετησίως με τον εκάστοτε ισχύοντα δείκτη τιμών καταναλωτή από την ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης μέχρι την ολοκλήρωση των άμεσων επενδύσεων.
Μετά την ολοκλήρωση των άμεσων επενδύσεων, δηλαδή όταν οι υποδομές θα έχουν βελτιωθεί ώστε να συμμορφώνονται με τα προκαθορισμένα πρότυπα, τα Αεροναυτικά Τέλη ανά επιβάτη θα μπορούν να αυξηθούν κατά 5,5 ευρώ κατά μέγιστο, φθάνοντας μέχρι τα 18,5 ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη, ποσό δυνάμενο μόνο να αναπροσαρμοστεί ετησίως με το 90% του ισχύοντος δείκτη τιμών καταναλωτή.
Στ.Πιτσιόρλας: Ηχηρό μήνυμα ότι η οικονομία κερδίζει την εμπιστοσύνη
Ο Πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ, κ. Στέργιος Πιτσιόρλας δήλωσε: «Η υπογραφή της σύμβασης παραχώρησης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων λίγες μέρες μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αποτελεί μία πολύ σημαντική εξέλιξη και ένα ηχηρό μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι η ελληνική οικονομία βήμα – βήμα κερδίζει την εμπιστοσύνη των αγορών και μπαίνει στον δρόμο της ανάπτυξης».
Ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Fraport AG, Dr. Stefan Schulteδήλωσε: «Από τότε που επιλεγήκαμε ως προτιμητέος επενδυτής, πριν από περίπου έναν χρόνο, η Fraport και ο Όμιλος Κοπελούζου έχουν παραμείνει σταθερά προσηλωμένοι στα ελληνικά περιφερειακά αεροδρόμια – ένα έργο με οφέλη, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τους ίδιους τους Έλληνες. Η εκτεταμένη τεχνογνωσία της Fraport θα ενισχύσει και τις 14 αεροπορικές πύλες εισόδου οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία της χώρας και ιδιαίτερα για τον σημαντικό διεθνή τουριστικό τομέα στην Ελλάδα.
Είμαστε περήφανοι που η Ελληνική Κυβέρνηση και το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε (ΤΑΙΠΕΔ) εμπιστεύτηκαν στην κοινοπραξία Fraport – Κοπελούζου το έργο της ενδυνάμωσης της ανταγωνιστικής θέσης αυτών των αεροδρομίων στις επόμενες δεκαετίες. Επιθυμούμε να ευχαριστήσουμε, τόσο το ΤΑΙΠΕΔ, όσο και την Ελληνική Κυβέρνηση για την επαγγελματική συνεργασία τους στην επίτευξη αυτής της συμφωνίας –ορόσημο».
Σημειώνεται πως κύριος μέτοχος της εισηγμένης Fraport είναι το γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της Έσσης (31,35%), ενώ ακολουθούν το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Έσσης (20,2%), η αεροπορική εταιρεία Lufthansa (8,45%), η αυστραλιανή επενδυτική εταιρεία Rare Infrastructure Limited (5,27%) και οι λοιποί μέτοχοι (34,91%).