newego_LARGE_t_1101_543471281
Συνταξιούχους δύο ταχυτήτων με το «τσεκούρι» να πέφτει κυρίως στις λεγόμενες «μεσαίες» και «υψηλές» συντάξεις, προκαλεί το σχέδιο Κατρούγκαλου, και ενώ ο πόλεμος μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για το θέμα έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.

Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο για το νέο Ασφαλιστικό, το οποίο παρουσίασε προχθές ο Υπουργός Εργασίας, κ. Γιώργος Κατρούγκαλος στους πολιτικούς αρχηγούς, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους θεσμούς προβλέπονται νέα ποσοστά αναπλήρωσης από 0,8% -2% για όσους βγουν στη σύνταξη από την 1η Ιανουαρίου του 2016, τα οποία προκαλούν μειώσεις σε “μεσαίες” και “υψηλές” συντάξεις που θα καταβληθούν μετά την προαναφερθείσα ημερομηνία.

Οι καταβαλλόμενες μέχρι και τη 31η Δεκεμβρίου 2015 συντάξεις θα μείνουν ως έχουν έως τον Ιούλιο του 2018.
Αλλά έπειτα θα υπάρξει μία “προσωπική διαφορά”, η οποία θα προκύπτει στις αποδοχές των συνταξιούχων (μέχρι 31.12.2015) με βάση το ποσό της σύνταξης που προκύπτει από τα παλιά και τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.
Η “προσωπική διαφορά” αυτή θα “απομειώνεται” σε όσες παλιές συντάξεις είναι μεγαλύτερες από τις νέες και, πιθανόν, θα αυξάνεται σε όσες παλιές συντάξεις είναι μικρότερες από τις νέες, σύμφωνα με όσα προκύπτουν από το κυβερνητικό σχέδιο για το νέο Ασφαλιστικό.

Την ίδια ώρα απώλειες θα υποστούν οι συντάξεις αναπηρίας, καθώς η εθνική σύνταξη θα δίνεται ολόκληρη μόνο στην περίπτωση αναπηρίας άνω του 80%. Για μικρότερα ποσοστά θα δίνεται το 70% ή και το 50%. Δηλαδή, αν κάποιος ατυχής, μείνει ανάπηρος μετά από 15 χρόνια δουλειάς, θα λάβει επίδομα αντί σύνταξης.

Τι γίνεται με τις εισφορές

Η κυβέρνηση επιδιώκει την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών προς τα επικουρικά ταμεία προκειμένου να εξοικονομήσει 550 εκατ. ευρώ ετησίως για τρία χρόνια και να κλείσει το δημοσιονομικό κενό χωρίς να απαιτηθεί μείωση των συντάξεων. Από το μέτρο όμως θα προκύψει μικρή ή μεγαλύτερη απώλεια στις καθαρές αποδοχές των μισθωτών. Σήμερα, για την κύρια σύνταξη παρακρατείται το 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών.

Παράλληλα θα αυξηθεί η εισφορά προς τα επικουρικά ταμεία στο 3,50 % από 3% για τους εργαζόμενους και στο 4% από 3 % για τους εργοδότες. Δηλαδή, όποιος αμείβεται με μικτό μισθό 1000 ευρώ, θα παίρνει στο χέρι 900,7 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι λόγω της αύξησης της εισφοράς προς το επικουρικό, ακόμα και ο εργαζόμενος των 1000 ευρώ, θα χάνει 5 ευρώ το μήνα.

Επιπλέον, οι εισφορές στο εξής για αγρότες, ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοτελώς απασχολούμενους θα είναι ανάλογες με το εισόδημα και θα εναρμονιστούν με τις εισφορές του ΙΚΑ. Αυτό θα σημαίνει τριπλασιασμό για τις εισφορές των αγροτών, αυξήσεις για γιατρούς και δικηγόρους και μείωση για τους ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ (υποχρεωτικό κατώτερο ασφάλιστρο 117 ευρώ), οι οποίοι όμως θα παίρνουν και αντιστοίχως μειωμένη σύνταξη.

Μεγάλοι χαμένοι θεωρούνται οι αγρότες, για τους οποίους προβλέπεται από 1/1/2017 η καταβολή εισφοράς στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματός τους όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Σταδιακά, έως το 2019, το συνολικό ποσοστό αυξάνεται από 7% σήμερα, σε 20%. Αναλυτικά, έως 31.12.2016 το ύψος του ποσοστού υπολογισμού ασφαλίστρου κλάδου σύνταξης αυξάνεται κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται σε ποσοστό 10%. Κατά το έτος 2017 το ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 14%, από 1/1/2018 αυξάνεται σε 17% και από 1/1/2019 διαμορφώνεται στο τελικό 20%. Κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα για τους αγρότες ορίζονται τα 468 ευρώ τον μήνα. Αυτό σημαίνει ότι αγρότης που έδινε 65,5 ευρώ θα δίνει 91 ευρώ το μήνα.

Συντάξεις δύο ταχυτήτων

Σε αυτό το πλαίσιο, έχει προκληθεί πρωτοφανή σύγχυση τόσο στους ήδη συνταξιούχους, όσο και σε εκείνους που είτε έχουν αιτηθεί, είτε ετοιμάζονται να αιτηθούν τη σύνταξη τους το κυβερνητικό σχέδιο για το νέο Ασφαλιστικό, ειδικά στο κομμάτι εκείνο που αφορά τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης τα οποία θα ισχύσουν από 1.1.2016 για τους νέους συνταξιούχους και αναδρομικά (μετά τον Ιούλιο του 2018) και για όσους έχουν λάβει τη σύνταξη τους έως και την 31η Δεκεμβρίου του 2015.

Κατά τα άλλα, το σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει ότι “από 1.1.2016 η σύνταξη (…) υπολογίζεται ως το άθροισμα δύο τμημάτων: της εθνικής σύνταξης και της ανταποδοτικής σύνταξης”. Οι κύριες συντάξεις υπολογίζονται με ποσοστό αναπλήρωσης 0,8%-2% ανάλογα με τα έτη ασφάλισης.

Ωστόσο, σύμφωνα με το ίδιο σχέδιο “οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την δημοσίευση του νόμου κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται (…) βάσει των εξής ρυθμίσεων:

· Μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής οι συντάξεις (…) συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν κατά την δημοσίευση του παρόντος νόμου.

· Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους (…) το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, απομειούμενη μέχρι την τελική αντιστοίχιση με τις συντάξεις όσων θα συνταξιοδοτηθούν μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού (σ.σ. την 1η Ιανουαρίου του 2016). Εάν είναι μικρότερο, καταβάλλεται στο συνταξιούχο το αναλογούν υπολειπόμενο ποσό της διαφοράς.