Πέρναγε λίγα μέτρα μακριά απ’ την αυλή μας. Φιδωτό μέσα στο χωριό και ίσιο όταν έβγαινε έξω κι έφτανε κοντά μας. Ίσιο μάλιστα σε αρκετή απόσταση και προπάντων εδώ σε μας όχι και τόσο βαθύ.

Για μένα ήταν τ’ «αγαπημένο» μου ποταμάκι. Έτσι το έλεγα πάντοτε. Κάπως έτσι το αποκαλούσαν κι οι γονείς μου. Έτσι τις περισσότερες φορές κι όλη η μικρή μας η γειτονιά!

Και πραγματικά. Μέσα στην κοίτη του, τ’ όμορφο αυτό στοιχείο της φύσης, σε συνδυασμό βέβαια με το μαγευτικό περιβάλλον, κύλαγε τόσο ήρεμο, τόσο ήσυχο, που όταν πήγαινες κοντά του να το δεις ένοιωθες και εσύ μέσα στην ψυχή σου μια πηγαία κι ασίγαστη γαλήνη. Έτσι, πολλές ήταν οι φορές που όταν ο δρόμος σ’ έβγαζε προς τα εδώ, κάτι το περίεργο να σε τραβά απ’ το ρούχο για να κάτσεις μαζί του.  Να μένεις εκεί με τις ώρες στο πλάι του και κουρασμένος «πεζοπόρος της ζωής» να απολαύσεις, ό,τι δεν μπορούσες να χαρείς σαν κοινωνικός άνθρωπος μέσα στην αφόρητη κίνηση του πολιτισμού μας  και την ενοχλητική βοή της καθημερινότητας.

Νερό να τρέχει μέσα του. Νερό από χρυσάφι κι ασήμι.  Να περνάει πάνω από χίλιες λογιών πέτρες, μεγάλες και μικρές, όλες με διαφορετικά χρώματα και στα σωθικά του να έχει για ανεκτίμητα δώρα εκείνο το γαλάζιο τ’ ουρανού και τις αχτίνες του ήλιου. Και τα βράδια, πάλι μέσα του τον ίδιο ουρανό, τώρα όμως με τ’ αστέρια να τρεμοσβήνουν στο σώμα του. Έμοιαζαν και τα δυο αυτές τις ώρες ν’ ανοίγουν διάλογο μεταξύ τους και να κάνουν νυχτέρι τη μοναξιά τους.

Ποιος ξέρει; Μπορεί να ήταν κι έτσι. Δεν τα βλέπουνε και δεν τ’ ακούνε όλα οι άνθρωποι!

Δίπλα του ακόμα, μόνιμη συντροφιά τα τέσσερα-πέντε πλατάνια με τα καταπράσινα φύλλα τα καλοκαίρια και τις ένα σωρό φωλιές πάνω στα κλωνάρια τους, αλλά και τα πουλιά να πετάνε δεξιά κι αριστερά και να τσιρίζουν τα καταμεσήμερα. Επιπλέον, διψασμένα στοματάκια τα μικρά αυτά δημιουργήματα να κατεβαίνουν κάθε τόσο στις όχθες του προκειμένου να πιούνε μια σταλιά απ’ το δροσερό του νεράκι ή και να βρέξουνε μ’ αυτό τα βελούδινα φτεράκια τους. Χάρμα η όλη εικόνα στα μάτια και στην καρδιά μια υπέροχη αγαλλίαση!

Μαζί εδώ και τ’ αλαφρό κι απαλό αεράκι. Πιστό στα ραντεβού του δεν ξέχναγε να περάσει κι αυτό απ’ το ποτάμι, να παίξει στα ψηλά με τα φύλλα των δέντρων και κάτω στη γη να χαϊδέψει με την ανάσα του κάθε ζωντανό οργανισμό που θα τύχαινε μπροστά του. Ύστερα, στο διάβα του να μη λησμονεί επίσης να ψάξει να βρει και τις ιτιές, να κάτσει να παίξει και μ’ αυτές και με τα λεπτά κλωνάρια τους, δίνοντας έτσι λίγο απ’ την ανάλαφρη κι όλο ρυθμό ζωή του.

Περισσότερο, όμως, να δώσει σ’ αυτές τις λιγνές «κυρίες», τις αιώνια σκυμμένες πάνω στο καλό μας ποταμάκι, λίγη χαρά, μήπως και γελάσουν αλλά κι επιτέλους σταματήσουν για λίγο να κλαίνε τον χαμό του αγαπημένου τους αδερφού, του Φαέθοντα, κατά τον μύθο. Τέλος, απ’ το φύσημα του γλυκού αυτού ζέφυρου πάνω και στα δικά τους τα φύλλα ν’ ακουστεί τρυφερό και το γνωστό  σφύριγμα, που όπως λένε φέρνει την έμπνευση για να γράψουν μουσική, τραγούδια και ποιήματα οι καλλιτέχνες και οι λογοτέχνες.

Όλα λοιπόν στην περιοχή σε μια απίστευτη μαγική ροή κι ακολουθία εκστατικών γεγονότων!

Ωστόσο έπιανε και το μεσημέρι. Αλήθεια, αυτές τις ώρες πόσο ο τόπος γινόταν υπερβολικά ελκυστικός; Και μέχρι να πέσει ο ήλιος πόσο ακόμα περισσότερο; Γι αυτό, κάθε μέρα τέτοιες στιγμές ήταν αδύνατον να μη θέλεις να κάνεις μια βόλτα προς τα εδώ, το ποταμάκι, ιδίως τα καλοκαίρια που όλα γύρω σου ήταν βαμμένα με τα ομορφότερα χρώματα που είχε διαλέξει να βάλλει για το μέρος ο Πλάστης και Δημιουργός τους.

Επομένως, πώς ο καθένας μας που γνώριζε αυτόν τον παραδεισένιο τόπο, όλο αυτό το διάστημα μέχρι το βασίλεμα, να μην έχει τη σφοδρή επιθυμία και τη λαχτάρα να έρθει για να κάτσει εδώ κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο των δέντρων; Και μετά, πώς να μη νοσταλγήσει να ξαπλώσει στο ζωντανό και τρυφερό γρασίδι που απλωνόταν κουβέρτα στα πόδια του για να πάρει έναν εναέριο ύπνο, έξω από το σπίτι του και μέσα στο σπλάχνο του συναρπαστικού αυτού μεγαλείου της φύσης;

Συντροφιά εδώ, σ’ αυτόν τον εξαίσιο, απολαυστικό, υπέροχο περίπατο, ίσως κι ένα από ‘κείνα τα φορητά τρανζίστορ, περασμένο κατά τη διαδρομή στο χέρι μ’ ένα λουράκι που διέθετε το ίδιο. Έτσι απλά για ν’ ακούει τα τραγούδια του και σε κάθε βήμα ν’ ανεβαίνει η ρομαντική του διάθεση για τη ζωή.

Αλλά και για μένα, τον τότε μικρό και φαντασμένο μαθητή! Γιατί κάποιες φορές κι εγώ να μη στρωθώ εδώ κατάχαμα, σταυροπόδι και να διαβάσω ένα ξεκούραστο περιοδικό ή και να μελετήσω τα μαθήματά μου που είχα την επόμενη μέρα; Πνευματική συγκέντρωση χωρίς μια φορά την ενόχληση των άλλων με ανούσιες συνήθειες και τακτικές της καθημερινότητες, περιττά προβλήματα και στεναχώριες της ηλικίας, που μου χάλαγαν τη διάθεση; Κι όταν θα έδινα τέλος σ’ όλες αυτές τις μαθητικές μου υποχρεώσεις, ελεύθερος πια, γιατί να μη ζητήσω να μπω ξυπόλυτος μέσα στο ποταμάκι κι αφού μαζέψω τα μανίκια μου γιατί να μην κάτσω για να παίξω λίγο με το νερό, μιλώντας επιπλέον μαζί του κι απαντώντας στο μόνιμο και ακαταλαβίστικο, αλλά όλο νόημα και φαντασία βούισμά του;

Συμπαίκτες σ’ αυτό το παιχνίδι και τα μικρά κι ευκίνητα ψαράκια.  Όλη η ζωή τους με τον φόβο στα μάτια, βλέποντας τον άγνωστο να παραβιάζει τον χώρο τους και δυσαρεστημένα από την παρουσία του, τρέχουν να κρυφτούν μέσα στις ρίζες των υδρόφυτων και κάτω απ’ την ψιλή άμμο και τα χαλίκια. Κι όταν κάποτε ξαναβγαίνουν, τώρα πια ξεθαρρεμένα, κουνάνε όλα μαζί την ουρά τους και περιμένουν ν’ απλώσεις τα χέρια σου για να τα πιάσεις. Κι αν θα το επιχειρήσεις, πάλι να τρέξουνε για να ξεφύγουνε και να ξανακρυφτούνε κι έτσι το παιχνίδι καλά να κρατάει, μέχρι που κάποιος απ’ τους παίχτες να βαρεθεί και να το παρατήσει.

Αλλά, τέλος, θα ήταν αδύνατον να κλείσω εδώ τη διήγηση, αν δε μιλούσα και για την ξύλινη  γεφυρούλα πάνω στο γλυκό μας ποταμάκι. Αυτό το λιτό κι απλό κατασκεύασμα, ποιος ξέρει ποιανού χωριανού μας, εντελώς απαραίτητο για τον κόσμο του χωριού αλλά και ταιριαστό στολίδι στην όλη εικόνα του. Χρόνια τώρα περνάει απέναντι στον χωμάτινο δρόμο όποιον διαβάτη δε θέλει να βρέξει τα πόδια του. Ακουμπισμένη στις δυο όχθες πάνω σε πελεκισμένες πέτρες και με τα ξύλινα πέταυρα καρφωμένα πάνω σε τοξωτά δοκάρια, αφήνει κάτω απ’ την καμάρα της ελεύθερο να τρέχει το νεράκι, προκειμένου τ’ ορφανό να πραγματοποιήσει την επιθυμία του και να πάει να συναντήσει τ’ άλλα τ’ αδέρφια του τα ποτάμια κι όλα μαζί να ξεχυθούνε με το νεράκι τους, αν ποτέ θα το κατόρθωναν, στην αγκαλιά της μάνας τους, τη θάλασσα.

Τρέχει κάτω απ’ τη μικρή γεφυρούλα το νερό και μαζί τους τρέχουν ο καιρός, τα χρόνια, τ’ άσχημα και τα καλά πράγματα, τα αισθήματα και συναισθήματα και τελειωμό δεν έχουν. Αλλ’ όμως και πίσω δε γυρίζουν. Σταθερά εδώ, στα περάσματα των καιρών κι ακλόνητα, στέκουνε μόνο η γέφυρα και το ποταμάκι από κάτω της. Με περίσσεια δύναμη κρατάνε απάνω τους το χθες, το σήμερα, το αύριο. Βλέποντάς τα από μακριά και κοντά νοιώθω να ξετυλίγονται μέσα μου κουβάρι οι αναμνήσεις του παρελθόντος. Και «ως εκ θαύματος» να γυρίζω πίσω στη νιότη μου και ο αφελής να έχω ακράδαντη την πεποίθηση ότι δεν πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που ήμουνα ένα αμούστακο παιδάκι κι ερχόμουνα εδώ για να κάνω όνειρα για τη ζωή μου.

Έτσι, όλα μου φαίνονται ίδια κι απαράλλαχτα. Ακόμα και τώρα που μόλις άρχισε να βραδιάζει κι εγώ είμαι καθισμένος σ’ ένα απ’ τα λιθάρια εκείνης της εποχής και γράφω. Κι αναπολώ όσα τότε έζησα με την παιδική μου ψυχή κι αθωότητα στο ποταμάκι με τη γεφυρούλα στην πλάτη του. Και το ένα και το άλλο στέκονται βοηθοί μου σε κάθε λέξη, πρόταση ή αν θέλετε και σελίδα.

Στη μια και μοναδική, την πάντοτε φεγγοβολούσα μέσα στη σκέψη μου διαχρονική Δωροθέα. Αυτή του χτες και του σήμερα!

27- 2-2022

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ