Αφοί Τούρα - Ζωοτροφές
Ελένη Λαζάρου Λέντσε - Λογιστικό Γραφείο ΈδεσσαΑκαδημία Καφέ Μπάρ ΈδεσσαΣτεγνοκαθαριστήριο «Κύκνος» Έδεσσα ΧΑΤΖΗΗΛΙΑΔΗΣ ΘΩΜΑΣ

Τα Χριστούγεννα της Βαγγελιώς ~ Διήγημα — Τρύφων Ούρδας

Στ’ αλήθεια ήταν πολύ μεγάλη η έκπληξη των
χωριανών, όταν εκείνο το πρωί, στα μέσα της
Λειτουργίας των Χριστουγέννων, είδαν τη
Βαγγελιώ να μπαίνει στην εκκλησία. Κανένας
δεν περίμενε να τη δει εδώ τέτοια ώρα και
μάλιστα με τέτοια εμφάνιση. Με τις παντόφλες
της να είναι τρύπιες, με λυμένη τη σκούρα
μαντήλα στο κεφάλι της και μ’ ανακατωμένα τα
κατάμαυρα μαλλιά της, που έπεφταν στους
ώμους της σαν να ήταν χοντρά σχοινιά. Όχι,
βέβαια, πως τις προηγούμενες μέρες κι όλα τα
χρόνια που πέρασαν ήταν περιποιημένη, αλλά
να, επειδή σήμερα αυτό το πλάσμα του Θεού
ξεπέρασε κάθε όριο. Έμοιαζε λες και πριν από
λίγη ώρα μάλωνε με κάποιους κι αυτοί την είχαν
αρπάξει απ’ τα μαλλιά και την τραβούσαν, μέχρι
που κάποτε η δύστυχη κατάφερε να τους
ξεφύγει και να λευτερωθεί απ’ τη μανία τους.

Τα Χριστούγεννα της Βαγγελιώς ~ Διήγημα --- Τρύφων Ούρδας
Άσε για τα ρούχα επάνω της. Χειμώνα-
καλοκαίρι τα ίδια, σχισμένα και λιωμένα απ’ την
καθημερινή χρήση, με το ζόρι έκρυβαν το ισχνό
κορμί της. Μόνο το κοντό παλτό της, ριγμένο
πρόχειρα επάνω της, φαινόταν να είναι
καινούργιο. Αλλά κι απ’ αυτό, άμα το έβλεπες
καλύτερα, έλλειπαν τα μισά κουμπιά. Πολύ δε
περισσότερο ήταν ξηλωμένο το ένα μανίκι του,
έτοιμο να φύγει απ’ τη θέση που το έβαλε μια
φορά όταν το έραβε η ράφτρα του χωριού, η
θεία Σταυρούλα. Καλή της ώρα εδώ που τα λέμε
της γελαστής τεχνίτριας, όπου κι αν βρισκόταν
τώρα, μια και προτίμησε να φύγει απ’ το χωριό
και να ξενιτευτεί στην πόλη μαζί με τον άντρα
και τα δυο τους τα παιδιά.
Ένα ερείπιο στην εμφάνιση της η ανύπαντρη
γυναίκα, άλλωστε και ποτέ δε ζήτησε να
παντρευτεί, ούτε που κατάλαβε ποιος δρόμος
την έφερε μέχρι τον ναό, σήμερα τα

Χριστούγεννα που γεννήθηκε ο Χριστός. Που
έλαμψε τ’ αστέρι του μακριά στην πόλη της
Βηθλεέμ, αλλά κι εδώ στις καρδιές των πιστών
κι έκανε όλους μέσα στο φτωχό ναό της
Ανάληψης, μαζί με τον παπά-Στέλιο και τους
ψαλτάδες, ν’ ανυμνούν τον ερχομό Του. Τη δε
Βαγγελιώ, ίσως να την είδαν για πρώτη φορά οι
συγχωριανοί της να μπαίνει στην εκκλησία μετά
τη βάφτισή της, κι εδώ που τα λέμε να τους
κοιτάζει όπως τ’ αγρίμι, που το δόλιο κι αυτό
ξέφυγε απ’ τα γνωστά του τα μέρη, τα βουνά και
χάθηκε στο πλήθος των ανθρώπων.
Τι να σκεφτείς αυτές τις ώρες της μεγάλης
προσευχής και τι να πεις όταν βλέπεις τέτοια
πράγματα, που χωρίς να το θέλεις σε κάνουν να
λυπάσαι για τον άνθρωπο και το ριζικό του!
Και δε θα είχες καθόλου άδικο. Όλοι γνώριζαν
τη Βαγγελιώ και την οικογένειά της. Οι γονείς
της φερμένοι απ’ την πατρίδα, μόλις που
πρόλαβαν να στεριώσουν στο χωριό και να
δουν λίγο ήλιο. Πρώτα ήταν τα δύσκολα με το
σπίτι τους. Έτυχε να είναι πολύ παλιό και
γκρεμισμένο κι όλο σχεδόν να θέλει φτιάξιμο απ’
την αρχή. Φαίνεται οικογένεια των τούρκων που
έμενε σ’ αυτό ήταν κι η ίδια φτωχιά και γι’ αυτό
μια μέρα, όταν έφυγε βιαστικά, το παράτησε στο
μαύρο του το χάλι. Άντε, λοιπόν τώρα, εσύ που
το πήρες, στα γρήγορα να το επιδιορθώσεις και
μάλιστα μοναχός και χωρίς λεφτά, για να βάλεις
μέσα τα παιδιά σου κι έτσι να τα προστατέψεις
απ’ τις καιρικές συνθήκες. Ιδιαίτερα απ’ τα
χιόνια και τις παγωνιές που δεν έλεγαν να
σταματήσουν, τότε, στα πρώτα χρόνια που
έφτασε η προσφυγιά στο χωριό κι έγινε η
εγκατάσταση.

Τα Χριστούγεννα της Βαγγελιώς ~ Διήγημα --- Τρύφων Ούρδας
Ύστερα, για να ζήσεις ήταν και το ζήτημα της
δουλειάς. Τι να σπείρεις στα χωράφια και πώς
να τα δουλέψεις χωρίς να έχεις δυο ζώα και τ’
άλλα που χρειάζονται για να τα καλλιεργήσεις,
ώστε όταν έρθει ο καιρός να πάρεις τη σοδειά
για να φαν και να μεγαλώσουν τ’ ανήλικα
στόματα. Βάσανο η ζωή, όπως και να το
κάνουμε, εκείνα τα πρώτα-πρώιμα και μαύρα

χρόνια, μέχρι να ορθοποδήσει ο πρόσφυγας
στον τόπο που του είπαν να κάτσει και να τον
έχει καινούργια πατρίδα!
Γι’ αυτό και τα παιδιά, στερημένα απ’ τα πάντα
και με μπόλικη βαθιά-μέσα στα φυλλοκάρδια
τους τη στεναχώρια των γονιών για την
επιβίωση της οικογένειάς τους, μόλις
μεγάλωσαν και πήραν λίγο τ’ απάνω τους, από
νωρίς το καθένα τράβηξε τον δρόμο του. Ένα τ’
αγόρι, τον μικρό Στέφανο, που δε χόρταινε το
ψωμάκι του γιατί ήταν λιγοστό, ήρθαν και τον
πήραν κάποιοι μακρινοί συγγενείς και τον πήγαν
στην Αμερική για να ζήσει εκεί σ’ αυτήν την
πλούσια όπως την έλεγαν χώρα με μια άλλη
οικογένεια που δεν είχε καθόλου δικά της
παιδιά. Και πραγματικά, αυτό ζούσε καλά. Τ’
άλλο, την όμορφη Βγενούλα, κορίτσι στην
εφηβεία του, με τη βοήθεια της Πρόνοιας
γύρεψαν να το κάνουν υπηρέτρια σ’ ένα σπίτι
στην Αθήνα. Κι όταν με το καλό πήγε, τα
μαντάτα στο χωριό έλεγαν ότι τ’ αφεντικά της
την πάντρεψαν, έτσι μικρό, μ’ έναν στρατιωτικό.
Από τότε δεν έδειξε σημάδια της καινούργιας
του ζωής κι έτσι χάθηκαν τα ίχνη του. Το
τελευταίο στην ηλικία, κορίτσι κι αυτό, η
Αντίκλεια ή Αντικλειώ, όπως τη φώναζαν, πρώτο
στα γράμματα του σχολειού και προκομένη
νοικοκυρούλα, μέσα στην απελπισία του απ’ τη
φτώχια, κλέφτηκε μ’ έναν έμπορα την ώρα που
πήγαινε στη βρύση για να πάρει νερό με τη
στάμνα. Ευτυχώς, όμως, και γι’ αυτό μετά από
καιρό, είπαν πως το είδαν σ’ ένα νησί
καταμεσής στο Αιγαίο. Είχε καλή οικογένεια και
περνούσε καλά στη ζωή του.
Αλλά το μεγαλύτερο απ’ όλα τα παιδιά, τη
Βαγγελιώ, η τύχη την κράτησε να μείνει στο
χωριό μαζί με τη μάνα και τον πατέρα της. Την
ήθελε κάθε μέρα ν’ αργοσβήνει στην ψυχή και
το σώμα, κλεισμένη μέσα στα παλιοντούβαρα
του γέρικου σπιτιού και ποτέ να μην κάνει ένα
βήμα πέρα απ’ αυτό. Εκτός κι αν παρέα με τη
μάνα της πήγαιναν απέναντι στο ποτάμι και στα
καϊνάκια π’ ανάβλυζαν νερό για να πλύνουν τα

πιάτα και τα κουτάλια που έτρωγαν στη φαμίλια
τους το φαγητό, όπως ακόμα, και για να τρίψουν
και να καθαρίσουν τους τεντζερέδες, καθώς
αυτοί μαύριζαν απ’ τη φωτιά επάνω στη
φουφού.
Καλοκαίρια και χειμώνες, γιορτές και
καθημερινές, αυτό ήταν μονάχα το ξέσκασμα
του κοριτσιού απ’ τα μικρά του τα χρόνια, μια κι
η μάνα του σαν μεγαλύτερο, το ήθελε κοντά της
για να τη βοηθάει στις δουλειές, κι επιπλέον, να
κοιτάζει και τα μικρότερα απ’ τ’ αδέρφια του. Κι
αυτό το καημένο, υπάκουο στις προσταγές της
καλής του μανούλας, ποτέ δεν είπε όχι στις
απαιτήσεις της, ούτε και γκρίνιαζε για τις
δουλειές που του έβαζε να κάνει, ενώ κι αυτό
ήταν ένα μικρό κορίτσι, σχεδόν συνομήλικο μ’
αυτά που πρόσεχε. Ευτυχώς, όμως, που
πολλές φορές τ’ απογεύματα ενώ πήγαιναν για
τα πιάτα συναντούσαν κάποιους απ’ το χωριό κι
αντάλλαζαν μερικές κουβέντες. Για να ξέρει έτσι
κι η Βαγγελιώ, ότι εκτός απ’ την οικογένειά της
υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που ζουν κι
εργάζονται στη μικρή κοινωνία του χωριού. Γιατί,
όταν τέλειωνε το «σεργιάνι» με τα πλυσίματα,
άντε πάλι κλεισμένη μέσα στο σπίτι με την
προσμονή να βασιλέψει ο ήλιος, να πέσει το
σκοτάδι και λίγες ώρες μετά ν’ ανάψει η λάμπα
μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Και το πρωί στο
σπίτι, πάλι ένα σωρό δουλειές με λίγο
σταματημό για φαγητό μόνο το μεσημέρι έξω
στη σκάλα με τα σάπια απ’ τα χρόνια
παρμακλίκια και κοιτάζοντας βουβά, πότε τον
ήλιο ψηλά στον ουρανό όταν είχε καλό καιρό και
πότε τη βροχή όταν είχε άστατο. Μαζί,
ακούγοντας και τις στάλες της να πέφτουν με
θόρυβο μέσα στην αυλή μ’ εκείνα τα τρομακτικά
και φοβερά μπουμπουνητά της φύσης.
Στα χρόνια, λοιπόν, που περνούσαν,
διάβαιναν και έφευγαν, όλος ο κόσμος για τη
Βαγγελιώ ήταν ακίνητος, στάσιμος κι ίδιος γύρω
της. Με τα ίδια καθημερινά πράγματα κι εικόνες,
χωρίς όνειρα κι ελπίδες για καλυτέρευση, κι
ίσως ακόμα χωρίς την αντίληψη ότι η ζωή

κάποτε τελειώνει και γι’ αυτό πρέπει να τη
χαρείς όσο ακόμα είσαι νέος. Η φτωχιά, όπως
πήγαινε η κατάσταση γι’ αυτή στην οικογένειά
της, ήταν ένας άνθρωπος που γεννήθηκε μόνο
για να πεθάνει. Έτσι, όμως, μοιραία ζεις
δυστυχισμένα!
Εκείνο το πρωινό των Χριστουγέννων λίγα
ήταν τα σπίτια που είχαν μείνει ακόμα για να
τραγουδήσουν τα κάλαντα τρία παιδιά, φίλοι
στο χωριό. Ήταν ο Σωτήρης, ο μονάκριβος γιος
της χήρας της Αναστασίας απ’ τ’ Αλώνια, ο
Μπούλης του κυρ Σταύρου, που είχε τον μύλο
στο ποτάμι κι η μάνα του το ήθελε ακόμα να
είναι βρέφος, γι’ αυτό κι ολόκληρο παιδί δεν το
φώναζε Κώστα με τ’ όνομα του, κι ο χοντρούλης
κι αφράτος Πετράκης απ’ το σόι των πλούσιων
τσορμπατζήδων, που κι αυτό το παιδί πάλι, οι
γονείς του δίσταζαν να τ’ αφήσουν να
τραγουδήσει, μήπως και κατηγορηθούν για
ζητιανιά. Και τα τρία, λίγο ακόμα πριν να
ξημερώσει και φέξει στο χωριό, έριξαν
περισσότερο γκάζι στα φανάρια τους για να
βλέπουν καλύτερα τη στιγμή που θα περνούσαν
τη στενή γέφυρα. Ήθελαν να πάν κι απέναντι
απ’ το ποτάμι, στις γιαγιάδες τους που τα
περίμεναν με τις δεκάρες στα χέρια για ν’
ακούσουν κι αυτές απ’ τις παιδικές τους τις
φωνούλες το «καλήν ημέραν άρχοντες» και τα
«Χριστούγεννα Πρωτούγεννα». Κι όταν το
πέρασαν πήραν τον ανήφορο για να βγουν στα
σπίτια των δικών τους.
Στην πορεία τους, όμως, άλλαξαν γνώμη κι
είπαν να περάσουν εκεί κοντά κι απ’ τ’ άλλα τα
σπίτια, με πρώτο της Βαγγελιώς, αν και το
μεγαλύτερο, ο Σωτήρης, ήταν αντίθετος με την
ιδέα, γιατί κανά δυο φορές που πέρασε έξω απ’
την αυλή της, μόνο που την είδε πήρε μεγάλο
φόβο. Γι’ αυτό κι από τότε το μικρό παιδί για να
πάει στη γιαγιά του έπαιρνε πάντα τον δρόμο
που πήγαινε ξυστά και πίσω απ’ το σπίτι της.
Στην επιμονή, όμως, των άλλων αναγκάστηκε
να υποκύψει κι έτσι, τελικά, όλα μαζί μπήκαν
στην αυλή του σπιτιού της. Κάτω απ’ την ξύλινη

σκάλα με το θαμπό φως στο παραθύρι άρχισαν
το τραγούδι, σίγουρα πως η Βαγγελιώ τώρα
κοιμάται και το μπαχτσίσι για τα κάλαντα θα το
πάρουν απ’ τη μάνα της, τη γριά και πάντοτε
μαυροφορεμένη Όλγα.
Έτσι, τα παιδιά είπαν τα κάλαντα και στη
νύχτα που τώρα πια έπαιρνε να δίνει τη θέση
της στη μέρα, περίμεναν ν’ ανοίξει η πόρτα για
να πάρουν τα λεφτά και να τα βάλουν στο
κουτάκι που τα μάζευαν. Όσο, όμως, κι αν
περίμεναν στο κρύο η πόρτα δεν άνοιγε. Τότε,
όλο απορία οι αγαθές ψυχές, κοίταξαν απ’ την
κουρτίνα μέσα στο δωμάτιο. Είδαν το τζάκι να
καίει μόνο του και κανένας απ’ τους
νοικοκυραίους να μη βρίσκεται εκεί. Γι’ αυτό με
φανερή την απογοήτευση στ’ αθώα
προσωπάκια τους συμφώνησαν να φύγουν,
διώχνοντας από μπροστά τον σκύλο του
σπιτιού, που κι αυτός όλη την ώρα, όσο έλεγαν
τα κάλαντα, μπερδευόταν στα πόδια τους και
κουνούσε την ουρά του. Το πονηρό ζωντανό
ήταν σίγουρο, πως κάτι θα πάρει απ’ το ξερό
ψωμί που είχαν τα παιδιά στην τσέπη τους.
Άδικος, όμως, ο κόπος. Τα παιδιά δεν του
έδωσαν. Στο τέλος, απογοητευμένο κι αυτό,
πείστηκε να τ’ αφήσει.
Κι όταν τα παιδιά έβγαιναν απ’ την αυλή
άκουσαν πίσω τους φωνές. Ή μάλλον κραυγές
και τσιρίδες. Γύρισαν απότομα τα κεφάλια και
τότε είδαν στην πόρτα τη Βαγγελιώ. Ήταν
στημένη στο κεφαλόσκαλο και κουνούσε τα
χέρια της, ενώ απ’ το στόμα της έβγαιναν λέξεις
που τα παιδιά δεν μπορούσαν να τις
καταλάβουν. Γι’ αυτό και τα τζουτζουκλάρια
φοβισμένα που την είδαν έτσι το έβαλαν στα
πόδια για να παν κάπου και να κρυφτούν. Κι
αυτή, όμως, όταν κατάλαβε πως θέλουν να
εξαφανιστούν έβαλε γρήγορα ό,τι βρήκε στα
πόδια της κι έτρεξε από πίσω τους χωρίς να
σταματήσει να βγάζει κραυγές. Πάντοτε, βέβαια,
προς μεγάλη έκπληξη των παιδιών, που δεν
μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς ήθελε
απ’ αυτά και τα πήρε καταπόδι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Έτρεχαν μπροστά μέσα στα στενά τα
καλαντόπαιδα, έτρεχε κι η Βαγγελιώ με
ξεφωνητά για να τα φτάσει, μέχρι που κάποτε τα
έχασε απ’ τα μάτια της. Τα παιδιά,
πανικοβλημένα απ’ την επιμονή της να τρέχει
πίσω τους, λαχανιασμένα και κουρασμένα απ’
το κυνηγητό και με την ψυχή να θέλει να βγει
απ’ το στόμα τους κρύφτηκαν πίσω απ’ την
αποθήκη του γέρου του Καμαριέρη. Ο
άνθρωπος εκείνη την ώρα μαζί με τη γυναίκα
του, τη Βηθανία, έσβηναν τη λάμπα για να μην
καίει τζάμπα το γκάζι της κι άνοιγαν την κουρτίνα
στο χάραμα για να ζυμώσουν στο χαμηλό
καμαράκι τους τα χριστουγεννιάτικα κουλούρια.
Μετά, να τα βάλουν στον φούρνο και να τα
ψήσουν, όπως απαιτούσε να γίνεται το έθιμο
της χριστουγεννιάτικης μεγάλης Γιορτής απ’ την
κάθε οικογένεια στο χωριό.
Ζάρωσαν εκεί κάτω απ’ την αστρέχα τα παιδιά
κι έμειναν αμίλητα, ακίνητα και μαρμαρωμένα με
τα μάτια να βλέπουν σαν το λαγό, μήπως
ξεφυτρώσει από καμιά μεριά η Βαγγελιώ κι
αρχίσει ξανά το κυνηγητό. Όμως, κι η Βαγγελιώ
με κομμένη την ανάσα της, που έβγαινε
γρήγορα απ’ το πολύ πιλαλητό κι άχνιζε στο
χειμωνιάτικο κρύο και στο γκριζωπό φως της
μέρας, όταν είδε ότι τα παιδιά χάθηκαν από
μπροστά της έπιασε κι έκατσε πάνω σε μια
μεγάλη πέτρα που βρήκε κι ήταν εκεί βαλμένη
σ’ έναν φράχτη για πολλά χρόνια. Όχι, βέβαια,
στην τύχη. Την έβαλαν στο μέρος εκεί για να
δείχνει το μόνιμο και φυσικό σύνορο της
περίφραξης με σαπισμένες κλάρες του μπαχτσέ
που είχε η Λυμπιάδα του Μέγα με το στενό κι
όλο χαλίκια μονοπάτι.
Καθισμένη στην πέτρα η Βαγγελιώ, εκτός απ’
την κούραση που είχε ήταν και πολύ
απογοητευμένη. Τα σχολιαρόπαιδα δεν έκατσαν
να τους δώσει την πληρωμή για τον κόπο που
έκαναν κι ήρθαν χαρούμενα στο σπίτι της να
πουν για τη γέννηση του Χριστού. Έτσι θυμόταν
ότι έκανε όλα τα χρόνια και πέρυσι η μάνα της
τέτοια μέρα. Έβγαινε έξω στην πόρτα κι εκτός

από φρούτα και ξυλοκέρατα έδινε και δεκάρες
για να τα ευχαριστήσει. Κι αυτήν τη φορά ήθελε
η ίδια να τα πληρώσει με μια τρύπια και
μαυρισμένη δεκάρα που βρήκε το καλοκαίρι στα
ξύλινα ράφια του τζακιού τους. Γι’ αυτό και τόση
ώρα τώρα την κρατάει σφιχτά στα ιδρωμένα
χέρια της. Μην της πέσει και τη χάσει στα τσαλιά
και στα πετραδάκια του δρόμου.
Μα τα μπαγάσικα τα παιδιά δε στάθηκαν να
την πάρουν. Κι αυτό το φέρνει βαριά μέσα της κι
έχει μεγάλη στεναχώρια!
Έτσι, με τις σκέψεις αυτές να σκεπάζουν την
ψυχή της, όπως το σκοτάδι σκεπάζει τα βράδια
τις έρημες γειτονιές, ξαπόσταινε στην πέτρα που
καθόταν. Κι όταν πια κατάλαβε ότι μπορεί να
περπατήσει σηκώθηκε για να γυρίσει στο σπίτι
της. Μετάνιωσε, όμως, όταν την ίδια στιγμή
άκουσε στα κοντά της την καμπάνα της
εκκλησίας της Ανάληψης να χτυπάει χαρμόσυνα
και να φωνάζει τους χωριανούς να παν στη Θεία
Λειτουργία. Χωρίς να ξέρει και πολλά απ’ αυτά,
αμήχανη ξανακάθισε στην πέτρα. Και τότε σαν
από θαύμα, χωρίς κι η ίδια να καταλαβαίνει τι
κάνει, αντί να γυρίσει πίσω για το σπίτι της,
άφησε την πέτρα που την ξεκούραζε κι
αποφασιστικά με γρήγορα βήματα πήρε τον
δρόμο που κατηφόριζε μπροστά της κι
οδηγούσε κατ’ ευθείαν στο ναό. Ήθελε να δει τι
τέλος πάντων, τι γίνεται εκεί μέσα. Αλλά, μήπως
κι εκεί έβρισκε και τα παιδιά!
Στα τόσα χρόνια της ζωής της ποτέ δεν έτυχε
να πάει σ’ αυτόν. Ούτε κι οι γονείς της
συνήθιζαν να την πηγαίνουν, ακόμα και στις
μεγάλες τις Γιορτές, όταν ο μικρός αυτός κι ιερός
τόπος γέμιζε από άτομα κάθε ηλικίας. Μα πιο
πολύ από παιδάκια του χωριού. Αυτά τα
ευλογημένα απ’ τον Θεό τέτοια μέρα είχαν
μεγάλη χαρά. Δε χόρταιναν με τα γιορτινά τους
τα ρούχα να μπαινοβγαίνουν στη χαμηλή
εξώπορτα του ναού και να παίζουν στα
χαλασμένα σκαλοπάτια της, λες κι ήταν στο
σχολείο τους. Φυσικά, οι μεγαλύτεροι κι οι
γονείς τους ήταν συνέχεια από πίσω τους και τα

συμβούλευαν να κάθονται ήσυχα και ν’ ακούν
τις ψαλμωδίες κάνοντας και τον σταυρό τους.
Εκείνα, όμως, δεν άκουγαν κανέναν. Συνέχιζαν
το παιχνίδι τους και μπορεί, ποιος να ξέρει, οι
καθαρές τους οι ψυχούλες να προσεύχονταν με
τον δικό τους τον τρόπο, τον παιδικό, που οι
μεγάλοι δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν!
Όπως ήταν λοιπόν φυσικό, τέτοια παιξίματα κι
εκκλησιάσματα η Βαγγελιώ ποτέ δεν τα έζησε,
ούτε και μπορούσε να τα φανταστεί. Δηλαδή
όλον αυτόν τον κόσμο να είναι συγκεντρωμένος
μέσα στην εκκλησία και να προσεύχεται, τη μια
όρθιος και την άλλη γονατιστός και περισσότερο
να βλέπει και ν’ ακούει τους ψάλτες και τον
παπά. Αυτούς τους ευσεβείς χωριανούς και
μάλιστα τον σεβαστό γέροντα, που μερικές
φορές τον κοίταζε πάνω απ’ το σπίτι της να
περπατάει μακριά στον δρόμο με τα μαύρα του
τα ράσα και μια ή και δυο φορές τον χρόνο να
μπαίνει με το πετραχήλι και τον Σταυρό στην
οικογένεια τους και να τους αγιάζει.
Έτσι, η Βαγγελιώ τάχυνε ακόμα περισσότερο
το βήμα και χωρίς να πάρει τα μάτια της απ’ την
πόρτα του ναού, που φεγγοβολούσε απ’ τα
κεριά και τις καντήλες, έφτασε σ’ απόσταση μιας
ανάσας απ’ αυτόν. Όσο, όμως, ζύγωνε και
πλησίαζε η περιέργεια γινόταν όλο και
μεγαλύτερη. Ήθελε οπωσδήποτε να μάθει τι
κάνουν όλοι όσοι είναι εδώ κι όλοι όσοι τώρα
μπαίνουν μέσα και κρατάν στα χέρια τους
λειτουργιές τυλιγμένες σ’ άσπρες πετσέτες. Η
ίδια δε, βαστούσε ακόμα τη δεκάρα στην
παλάμη της, αυτή που ήθελε να δώσει στα
παιδιά. Ποιος να ξέρει, μπορεί και να πίστευε ότι
θα τα έβρισκε στον ολόλαμπρο ναό. Κι αν θα τα
πετύχαινε εδώ θα έδινε μ’ ανακούφιση το κέρμα
κι επιτέλους θα ξεχρέωνε την οφειλή που της
υπαγόρευαν το ήθος κι η ηθική της εκείνες τις
ώρες!
Μπήκε στον Οίκο του Θεού η γυναίκα κι έμεινε
κατάπληκτη απ’ όλα όσα έβλεπε. Τόσος κόσμος
μαζεμένος μέσα κι όλοι να κοιτάν προς μια
μεριά. Την Ωραία Πύλη και να κάνουν τον

σταυρό τους. Και πολλοί απ’ αυτούς να είναι
γονατιστοί και να κάνουν μετάνοιες. Όμως, και
κάποιοι να βλέπουν λίγο περίεργα και την ίδια,
μια και ποτέ δεν την είδαν εδώ. Έτσι κι αυτή,
σαστισμένη με ό,τι έβλεπε, έμεινε στο κέντρο
του ναού σαν να ήταν κολώνα. Βήμα δεν της
ερχόταν να κάνει και να ξεκολλήσει απ’ εκεί.
Μάλιστα, μ’ όλα όσα αντίκριζε, τη μια φορά
χαμογελούσε και την άλλη έπαιρνε ύφος
σοβαρό, σκεπτόμενη πως οι άνθρωποι ίσως και
να μην τη θέλουν εδώ μέσα μαζί τους, κι ακόμα
πιο πολύ, μήπως θέλουν να της κάνουν και
κανένα κακό.
Ιδιαίτερα της έκαναν εντύπωση οι ψάλτες
πάνω στο ψαλτήρι, που έψελναν τα χαρούμενα
και μελωδικά χριστουγεννιάτικα τροπάρια αλλά
κι ο ιερέας που ήταν μπροστά στην Αγία
Τράπεζα. Τον σεμνό αυτόν εφημέριο τον
έβλεπε, τη μια φορά να είναι σκυμμένος, την
άλλη όρθιος και μ’ ανοιγμένα τα χέρια του να
κοιτάζει ψηλά στον ουρανό και να προσφέρει
την αναίμακτη Θυσία στον Θεό. Φυσικά, ποτέ
δεν περνούσε απ’ το μυαλό της να πάει και στον
πάγκο με τα κεριά για να πάρει δυο απ’ αυτά κι
ευλαβικά να τ’ ανάψει στα μπρούτζινα
μανουάλια μπροστά στις εικόνες του Χριστού
και πάνω απ’ όλα της Παναγίας. Της Μάνας
όλου του κόσμου, που σήμερα έλαμπε το
πρόσωπό της από χαρά γιατί έφερνε στη γη
έναν Θεό. Γι’ Αυτόν τον Θεό που πριν από
εκατοντάδες χρόνια είχαν μιλήσει πολλοί απ’
τους προφήτες στην Αγία Γραφή.
Η κακομοίρα δεν ήξερε από τέτοια
προσκυνήματα!
Για τον λόγο αυτόν ο Χριστόδουλος, πολλά
χρόνια επίτροπος στον ναό, μόλις την είδε να
στέκεται έτσι μπερδεμένη, άρπαξε δυο κεράκια
απ’ το παγκάρι κι έτρεξε κοντά της να της τα
δώσει. Εκείνη, χωρίς να φέρει αντίρρηση, τα
πήρε στα χέρια της. Στη συνέχεια ο καλός
επίτροπος κρατώντας την απ’ τον ώμο την πήγε
στις εικόνες. Σ’ αυτές που χρόνια τώρα ο κάθε
πιστός χωριανός ανάβει το μικρό κεράκι του και

ταπεινά σκύβει το κεφάλι κι ευχαριστεί τον Θεό
για τις ευεργεσίες του. Κι ύστερα μ’ όλη του την
καρδιά Τον παρακαλεί να τον έχει και στο
μέλλον πάντοτε καλά και να του δίνει την
πολυπόθητη υγεία και την προκοπή στη ζωή
του.
Και τότε έγινε κάτι το καταπληκτικό! Από μόνη
της η Βαγγελιώ και χωρίς τη βοήθεια κανενός
άναψε το ένα απ’ τα κεριά και το έβαλε μαζί με τ’
άλλα στο πρώτο απ’ τα μανουάλια που ήταν
μπροστά στον Χριστό. Μετά, πάλι χωρίς
βοήθεια, πήγε απέναντι στην Παναγία κι άναψε
στην Εικόνα της το δεύτερο κερί. Αυτήν τη φορά
με το πρόσωπό της ν’ αλλάζει κι από άγριο και
σκυθρωπό να γίνεται γαλήνιο, μειλίχιο και πράο,
όπως ποτέ κανένας δεν την είδε έτσι στο χωριό.
Κι επιπλέον, τώρα πια έδειχνε να μη φοβάται!
Ήταν η στιγμή που οι ηλικιωμένοι ψάλτες, σαν
άλλοι άγγελοι της Βηθλεέμ, κατέβαιναν απ’ τον
ξάστερο και χειμωνιάτικο ουρανό και με τη
βραχνή φωνή τους και μ’ όλον τον κόσμο
έψελναν τον γνωστό ύμνο της Χριστιανοσύνης:
«Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει..»
Αλλά κι η στιγμή που οι καλοί στην καρδιά
χωριανοί άφηναν για λίγο απ’ τα μάτια τους το
άτομο που καμιά φορά δεν το θυμούνται να
μπαίνει στην εκκλησία και ν’ ανάβει κεριά στα
εικονίσματα. Και λίγο αργότερα, όταν και πάλι
θα το ψάξουν, να το δουν όπως ποτέ τους δεν
περίμεναν. Τη Βαγγελιώ, μια μαζεμένη ψυχή,
παιδεμένη και καταπονημένη, μετά το άναμμα
των κεριών της, να παίρνει ταπεινά τη θέση της
και να κάθεται μ’ ευλάβεια σιωπηλή πίσω στον
πρόναο και πάνω στο πρώτο σκαλοπάτι της
ξύλινης σκάλας π’ ανέβαζε στον γυναικωνίτη.
Η ώρα μέσα στην εκκλησία περνούσε και
κάποτε ο παπα-Στέλιος με την προσευχή «δι’
ευχών των Αγίων Πατέρων…» σήμανε και το
τέλος της Χριστουγεννιάτικης Λειτουργίας. Και
πριν ακόμα ν΄ ακουστεί η ευχή, απ’ τη διπλανή
πόρτα του Ιερού φάνηκε να βγαίνει γρήγορα και
με το πανέρι στα χέρια ο μικρόσωμος
καντηλανάφτης, ο Θεοφάνης, που του έφερνε

να μοιράσει τ’ αντίδωρα. Πήγαιναν έτσι κοντά
στον παπά οι πιστοί κι απ’ το χέρι του που το
φιλούσαν, ένας ένας έπαιρναν τον ευλογημένο
άρτο μαζί με την ευχή του.
Μ’ όλους στη σειρά για τ’ αντίδωρο στάθηκε κι
η Βαγγελιώ. Μα σαν την είδε ο παπάς άφησε
τους άλλους και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο τη
φώναξε κοντά του. Ύστερα, έπιασε δυο απ’ τα
κομμάτια του άρτου και τα έβαλε στη χούφτα
της. Και την ίδια στιγμή για να της δώσει και
περισσότερο θάρρος τη χτύπησε πατρικά στην
πλάτη. Ήταν σαν να της έλεγε: «Θα σε
περιμένουμε ξανά στο ναό!»
Κι είναι σίγουρο πως ο διακονητής του Θεού
τον ευχαριστούσε, μέσα βαθιά απ’ τα
φυλλοκάρδια του, γιατί σήμερα εδώ στον Οίκο
Του, έδωσε η Θεία Χάρη μαζί με τη γέννηση του
Γιου Του να ξαναγεννηθεί στην ψυχή του κι ένας
ακόμα χριστιανός. Η Βαγγελιώ της σιωπής και
της απόλυτης μοναξιάς.
Μια πολύ μεγάλη μέρα ξημέρωνε σήμερα στο
χωριό, στην όμορφη Δωροθέα. Τα
Χριστούγεννα! Όλη γύρω η φύση ευτυχισμένη,
αισιόδοξη, ελπιδοφόρα. Προπάντων με χαρά κι
ευφροσύνη στις καρδιές όλων των κατοίκων. Οι
περισσότεροι μετά την εκκλησία βγήκαν στους
δρόμους και στις γειτονιές, στην πλατεία και στα
καφενεία για να γιορτάσουν το γεγονός και να
πάρουν ζωή απ’ το χτεσινό φως τ’ αστεριού
πάνω στη φάτνη κι απ’ τον πρωινό ήλιο π’
ανέτειλε χρυσός σ’ όλη τη γη. Ήταν η Γιορτή
που παρότρυνε όλους να σφίγγουν τα χέρια και
τις αγκαλιές τους και δίπλα στην αδειανή
καρέκλα του τραπεζιού τους την ώρα του
φαγητού να σκέφτονται ότι είναι κοντά τους κι
όλοι οι ξενιτεμένοι τους συγγενείς.
Μαζί με τους άλλους, χαμένη κι αυτή κάπου
στα γιορτινά σοκάκια του χωριού μετά τη
Λειτουργία, περιπλανιόταν κι η Βαγγελιώ. Με τα
μάτια της να βλέπουν πρώτη φορά έτσι τον
κόσμο, κάποια στιγμή βρέθηκε να περπατάει
στα πλατάνια της πλατείας και κοντά στο Ηρώο,
όπου στα σκαλοπάτια του καθόταν μια παρέα

από παιδιά. Όλα είχαν βγαλμένα τα τσίγκινα
μικρά κουτάκια τους και κάτω στο χώμα ή και
μέσα στις χούφτες τους μετρούσαν τα χρήματα
που πήραν απ’ τα κάλαντα. Μερικές φορές
μάλιστα τσακώνονταν και φώναζαν για το ποιο
έχει τα περισσότερα. Κι ήταν ευχαριστημένα του
Θεού τ’ αγγελουδάκια που μετρούσαν δεκάρες!
Και τι σύμπτωση! Κάποια απ’ αυτά τα παιδιά
που ήταν εκεί τα είδε η Βαγγελιώ και τα
θυμήθηκε. Ήταν τα ίδια παιδιά που σκοτάδι
ακόμα, λίγο πριν να φτάσει το ξημέρωμα, ήρθαν
στο σπίτι της και τραγούδησαν τα κάλαντα, αλλά
δεν κάθισαν να πάρουν για την αμοιβή τους τη
δεκάρα. Κι αυτή τα έψαχνε. Ευκαιρία τώρα να τα
ξεπληρώσει. Έβαλε λοιπόν το χέρι στην τσέπη
του παλτού της και βρήκε το νόμισμα. Ύστερα,
με γρήγορο περπάτημα πήγε προς το μέρος
τους. Τα παιδιά, απορροφημένα στο μέτρημα,
στην αρχή δεν την είδαν. Όταν, όμως, την
αντιλήφθηκαν να έρχεται προς αυτά γι’ άλλη μια
φορά φοβήθηκαν. Έτσι, τρομαγμένα έβαλαν τα
χρήματα στις τσέπες τους και μ’ αλαλαγμούς
εξαφανίστηκαν από μπροστά της. Ήταν η
δεύτερη απογοήτευση σήμερα για τη Βαγγελιώ
που δεν μπόρεσε να ξοφλήσει το χρέος της!
Πολύ λυπημένη η καημένη, που πάλι δεν
μπόρεσε να πληρώσει τα παιδιά και να τηρήσει
το έθιμο για τα κάλαντα, πήρε τον δρόμο για το
σπίτι της. Φτάνοντας κάθισε στο πεζούλι της
πόρτας και με παράπονο κοίταζε τη δεκάρα.
Είναι γεγονός πως μαζί της αυτά τα
Χριστούγεννα έζησε μια πρωτόγνωρη και
πρωτοφανή περιπέτεια.
«Ας την κρατήσω», είπε από μέσα της. «Θα
περιμένω να τη δώσω του χρόνου. Μήπως και
του χρόνου δε θα γεννηθεί ο Χριστός!»
Και σηκώθηκε να πάει να την κρύψει εκεί που
τη βρήκε. Στο ράφι τ’ αναμμένου για τα
Χριστούγεννα τζακιού τους.
ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ:
Παρμακλίκια: Ξύλινα κάγκελα.
Τζουτζουκλάρια: Τα παιδιά στα τούρκικα.

Πιλαλητό: Τρέξιμο, καλπασμός.

Όλες οι Ειδήσεις

Δείτε Περισσότερα